Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμυθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμυθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

H Ιστορία ενός Βατράχου

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Η μάχη των 2 "λύκων"

Ένα βράδυ ένας γέρος ινδιάνος της φυλής Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων.
Είπε:

"Γιέ μου, η μάχη γίνεται μεταξύ δυο 'λύκων' που υπάρχουν μέσα σε όλους μας

Ο ένας είναι το Κακό. - Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονία, η αυτολύπηση, η ενοχή,η προσβολή, η κατωτερότητα, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.

Ο άλλος είναι το Καλό. - Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνοια, η γεναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία και η πίστη στο Θεό."

Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του:

"Ποιος λύκος νικάει;"

Ο γέρος Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά .

"Αυτός που ταΐζεις."

http://kostaskastaniotis.blogspot.com

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Καλό, Κακό, ποιος ξέρει...?

Κάποτε σε ένα χωριό κάπου στην ανατολή ένας χωρικός είχε εφτά άλογα για να κάνει τις δουλειές του.

Μιά μέρα όλα τα άλογα το έσκασαν και πήραν τα βουνά .. χάθηκαν.

Έρχονται λοιπόν οι συγχωριανοί του μέσα στην μαύρη θλίψη και άρχισαν να του λένε διάφορα.

- Πώ πώ! τι καταστροφή σε βρήκε! πώς θα ζήσεις τώρα; που θα βρεις λεφτά ν’ αγοράσεις άλλα; .. και τα λοιπά.

Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:

Καλό κακό, ποιός ξέρει;

Πέρασαν λίγες μέρες και μιά μέρα εκεί στα καλά καθούμενα να’ σου πίσω τα εφτά άλογα!!!

Και όχι μόνα τους! αλλά είχαν φέρει μαζί τους και άλλα εφτά άγρια άλογα και τώρα ο χωρικός είχε δέκα τέσσερα άλογα.

Ξαναμαζεύονται λοιπόν οι συγχωριανοί μεσ’ στην τρελλή χαρά και άρχισαν να του λένε πάλι διάφορα.

- Τι τυχερός που είσαι!

Τώρα θα βγάζεις πολλά λεφτά… όλα καλά σου πάνε! και τα παρόμοια.

Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:-Καλό κακό, ποιός ξέρει;

Μετά από λίγες μέρες ο γιός του χωρικού στην προσπάθειά του να τιθασεύσει τα άγρια άλογα έπεσε και έσπασε το πόδι του.

Ξαναμαζεύονται λοιπόν οι συγχωριανοί και αρχίζουν πάλι τα δικά τους.

- Συμφορά! κακοτυχία! αυτά τα άγρια άλογα να τα διώξεις! παραλίγο να σου σκοτώσουν το παιδί! και άλλα διάφορα

Ο χωρικός ήρεμος και ατάραχος είπε:

-Καλό κακό, ποιός ξέρει;

Μετά από λίγες μέρες γίνεται πόλεμος στην χώρα και όλα τα παλικάρια του χωριού επιστρατεύτηκαν και πήγαν στην πρώτη γραμμή.

Πολλά σκοτώθηκαν στον πόλεμο και δεν ξαναείδαν το χωριό τους.

Ο γιός του χωρικού με το σπασμένο πόδι δεν επιστρατεύτηκε. Και έτσι γλύτωσε την ζωή του.

Τελικά για ότι μας συμβαίνει στην ζωή …

-Καλό κακό, ποιός ξέρει;

http://blogs.sch.gr/kantonopou/

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

H Φιλία του COELHO

Ο COELHO μας περιγράφει μέσα απο μια ευχάριστη ιστοριουλα την έννοια της φιλίας...

Ένας άντρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δάσος.
Καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο, και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα (κάποιες φορές περνάει κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι νεκροί την καινούρια τους κατάσταση ...
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν.
Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι.
Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας
- Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε!
- Μπορείτε Κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε, και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.
- Και το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης ...
- Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.

Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μιας και διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει μόνο αυτός.
Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.
Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα...
Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας, και είχε το κεφάλι του σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μάλλον κοιμόταν.
- Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ, το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ.
- Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους.
Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.
- Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; ρώτησε ο άντρας.
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Ο Παράδεισος; Μα, ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν ο Παράδεισος!
- Εκείνο δεν ήταν ο Παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
- Σε καμία περίπτωση! αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα, μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους ...!

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

The Missing Piece Meets the Big O - Shel Silverstein




The Missing Piece Meets the Big O by Shel Silverstein

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Ο δολοφόνος του παιδιού μου



Είχα τα μάτια μου καρφωμένα στη μικρή ξύλινη πόρτα. Τον περίμενα. Περίμενα με τόση λαχτάρα να τον δω, που η καρδιά μου είχε ανέβει στο λαιμό μου κι έκανα απελπισμένες προσπάθειες να την κατεβάσω στη θέση της καταπίνοντας, λες κι ήταν μια μπουκιά ψωμί που είχε σταθεί εκεί και δεν έλεγε να πάει κάτω. Η βαβούρα που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έφτανε στ’αυτιά μου σαν ήχος υπόκωφος, από μακριά. Κανέναν δεν έβλεπα, η όρασή μου ήταν θολή και το μόνο σημείο στο οποίο εστίαζα καθαρά ήταν εκείνη η πόρτα. Η πόρτα απ’όπου θα έβγαινε ο Γιώργος Γεωργίου. Ο δολοφόνος του παιδιού μου.
Ο Στέφανος δίπλα μου έβριζε και καταριόταν, τον περίμενε κι εκείνος για να ξεσπάσει πάνω του την οργή και το μίσος που τον έπνιγαν σαν τεράστιο αιμοβόρο φίδι που είχε τυλιχτεί στο λαιμό του. Τ’αδέλφια του δίπλα του προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Οι αστυνομικοί λίγο πιο πίσω βρίσκονταν σ’ετοιμότητα. Όλοι τον κατανοούσαν, αλλά όφειλαν να τηρήσουν την τάξη.
Εγώ πάλι δεν ήθελα να του επιτεθώ. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, όπως ο άντρας μου. Ήθελα μόνο να τον δω. Να τον κοιτάξω στα μάτια, να τον γνωρίσω καλύτερα. Να μάθω τι σκεφτόταν, πώς ένιωθε. Τον ζήλευα. Αυτός είχε δει τον Άγγελο τελευταία φορά ζωντανό. Τον είχε αγγίξει, του είχε μιλήσει, είχε ακούσει τη φωνή του. Για τελευταία φορά. Εκείνος, ο Γιώργος Γεωργίου, ο δολοφόνος του. Μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό αυτός ο άνθρωπος είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Ένιωθα δέος στη σκέψη του. Αυτός είχε πάρει τη ζωή του παιδιού μου. Πόση δύναμη πρέπει να είχε!
Η πόρτα άνοιξε. Ένας αστυνομικός, αυτός κι άλλος ένας αστυνομικός. Στάθηκαν για λίγο κι έπειτα τον κάθησαν στο εδώλιο. Σταμάτησα την προσπάθεια να καταπιώ τον χτύπο της καρδιάς μου κι αφέθηκα με όλες μου τις αισθήσεις στο κοίταγμα του. Τον είχα ξαναδεί, αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τον παρατηρήσω τόσο καλά, με την ησυχία μου. Ο χαμός που επικράτησε στην αίθουσα δεν διέκοψε ούτε στιγμή την συγκέντρωσή μου.
Είχε το κεφάλι του σκυμμένο. Μαύρα σγουρά μαλλιά, λίγο πιο κάτω απ’τα αυτιά. Αναρωτήθηκα αν θα τον κούρευαν στη φυλακή, ή θα του επέτρεπαν να διατηρήσει αυτή την πλούσια χαίτη. Ήταν μετρίου αναστήματος, εκτός κι αν έφταιγε το γεγονός ότι στεκόταν καμπουριαστός. Όχι ιδιαίτερα γεροδεμένος. Παρατήρησα τα μπράτσα του, τις παλάμες του. Απογοητεύτηκα. Περίμενα να δω κάποιον που η σωματική του διάπλαση να δικαιολογούσε την πράξη του. Να την αξίωνε. Αυτός ήταν σαν μπασμένο. Δεν μπορούσε ο Άγγελος να του αντισταθεί; Ένα κι ογδονταπέντε ήταν και πολύ γυμνασμένος.
Έπειτα ήταν κι η ηλικία. Δεν ταίριαζε. Τούτο εδώ το παλικάρι μέχρι κι όμορφο το έλεγες. Μα δε θα’ταν πάνω από είκοσι πέντε χρονών. Νέο παιδί κι ωραίο παιδί δεν κάνει τέτοια πράγματα. Ένας μεσήλικας, ένας διεστραμμένος πενηντάρης, ναι. Πιο λογικό. Αυτός εδώ δεν μπορούσε να είχε όποιον ήθελε; Είτε γυναίκα, είτε άντρα, δεν έχει σημασία. Τι του ζήλεψε του παιδιού μου; Που ήταν και μωρό ακόμα, κι ας ήταν ένα κι ογδόνταπέντε ύψος.
Τότε σήκωσε τα μάτια του και τα έριξε κατευθείαν πάνω μου. Πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλον. Πάνω μου. Καρφώθηκε στα μάτια μου, όπως το βέλος που βρίσκει κατευθείαν το στόχο του. Μου μίλησε. Όχι με λόγια, ούτε με νοήματα. Όμως μου μίλησε κι εγώ τον άκουσα. Όχι με τ’αυτιά, αλλά με κάτι άλλο που βρισκόταν πολύ βαθιά μέσα μου. Δεν ήξερα πώς. Αλλά τον άκουσα. Και του χαμογέλασα. Τα δικά του μάτια, έχοντας πάρει την απάντησή τους, ξαναγύρισαν στο πάτωμα μπροστά του.
Ο Στέφανος με κοίταξε σαστισμένος.
«Μα τι κάνεις; Το έχασες τελείως;»
Το «τελείως» δεν χρησιμοποιήθηκε τυχαία. Όλοι στην οικογένεια πιστεύουν ότι φλερτάρω επικίνδυνα με την τρέλα. Όχι ανέκαθεν – από τότε που έφυγε ο Άγγελος. Τίποτα πάνω μου δεν είναι φυσιολογικό – έτσι τους έχω ακούσει να λένε. Μέχρι την κηδεία του φερόμουν όπως μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της. Μαύρα ρούχα, κλαμμένα και πρησμένα μάτια, κατάρες που στοίχειωναν μέχρι και τον λιγοστό ύπνο μου. Λιποθυμίες, ηρεμιστικά, ενέσεις. Αλλά μετά; Μου έστριψε, έλεγαν τα σόγια. Πώς να τους εξηγήσω να καταλάβουν; Ο Στέφανος βλέποντάς με έτσι, άρχισε να το πιστεύει κι αυτός.
«Κοίταξέ τον Στέφανε. Ο Άγγελος τον έχει συγχωρέσει. Πρέπει να τον συγχωρέσουμε κι εμείς».
«Ποτέ! Κανείς δε θα τον συγχωρέσει! Ούτε η μάνα που τον γέννησε! Στη φυλακή να σαπίσει το κτήνος!»
Ο Στέφανος έφτυσε προς το μέρος του, αλλά το σάλιο του έσκασε λίγο πιο πέρα, λερώνοντας το ξύλινο κιγκλίδωμα. Δεν έφτασε το στόχο του. Δεν ήταν σφαίρα βλέπεις, ούτε τόξο. Ούτε ματιά. Του έπιασα το χέρι.
«Ηρέμησε», του είπα, την ίδια στιγμή που ο δικαστής του έστελνε τη δική του επίπληξη. Έπρεπε ν’αρχίσει η ακροαματική διαδικασία.
Εγώ αρνήθηκα να καταθέσω. Τα είχαμε συμφωνημένα με τον δικηγόρο. Αυτός παρουσίασε χαρτί από ψυχίατρο που με απάλλασε από την ευθύνη αυτή. Το μόνο που περίμενα ήταν η απολογία του κατηγορούμενου. Ήθελα ν’ακούσω και πάλι πώς έγινε, τι του είπε το παιδί πριν φύγει, μήπως κάτι, κάτι είχε ξεχαστεί στην πρώτη κατάθεση και δεν είχε αναφερθεί. Πάνω απ’όλα όμως ήθελα να μπορέσω να ικανοποιήσω το αίτημα του γιού μου. Να τον κοιτάξω στα μάτια και να νιώσω μέσα μου ότι ναι, τον συγχωρώ. Αυτό δεν το είχα καταφέρει ακόμα. Δεν είχα φτάσει μέχρι εκεί.
Τώρα άκουγα τον άντρα μου που μιλούσε για τον γιο μας. Πόσο καλό παιδί ήταν, πόσο ηθικό, δεν έδινε ποτέ δικαίωμα σε κανέναν. Καλός μαθητής, αγαπητός σε καθηγητές και συμμαθητές. Ασχολούταν με τον αθλητισμό κι είχε πάρει αρκετές διακρίσεις σε σχολικούς αγώνες. Αγαπούσε τη μουσική, έπαιζε κιθάρα. Ήταν υπάκουος, είχε καλή σχέση με τους γονείς του, δεν είχαμε προβλήματα.
Μα τι σημασία είχαν όλα αυτά; Αν δηλαδή ήταν κακό παιδί, αν δεν ήταν καλός μαθητής, αν δεν τον συμπαθούσαν όλοι, αν δεν ήταν αθλητής και δεν έπαιζε κιθάρα, θα δικαιολογούσαν οι δικαστές τον φόνο του; Και όχι, δεν ήταν υπάκουο παιδί. Ήταν ένα φυσιολογικά οργισμένο παιδί στην εφηβεία. Και δεν είχε και τόσο καλή σχέση μαζί μας. Νομίζω πως αφού έφυγε και μετά αποκτήσαμε καλή σχέση. Τη σχέση που έχουμε τώρα. Είχαμε προβλήματα. Όπως έχουν όλοι οι γονείς με τα παιδιά τους. Για ποιό λόγο πρέπει να το κρύβουμε αυτό; Μάλλον επειδή δεν έχει κάτι να προσθέσει στην υπόθεση. Ή επειδή όταν κάποιος πεθαίνει αγιοποιείται κι όλα τα παραπτώματα διαγράφονται. Σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Πόσο ανόητοι λόγοι μου φαινόντουσαν τώρα αυτοί για τους οποίους τσακωνόμασταν τότε. Ας τον είχα τον γιο μου κοντά μου ζωντανό κι ας μην πάταγε ποτέ στο φροντιστήριο. Κι ας άκουγε δυνατά μουσική μέσα στο μεσημέρι, προκαλώντας την αγανάκτηση των γειτόνων. Κι ας μη μάζευε ποτέ το δωμάτιο του – αν είναι δυνατόν, για τέτοια γελοία πράγματα τον μάλωνα; Ας τον είχα μόνο, μια στιγμή μοναχά να τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Οι άκρες των χειλιών μου στράφηκαν προς τα κάτω και αυτό το ανάποδο χαμόγελο συνοδεύτηκε από καυτά δάκρυα.
Ο Στέφανος βλέποντάς με να κλαίω, δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί. Μάλλον έκλινε προς τη χαρά και την ανακούφιση. Τον έκανε να νιώθει λιγότερο μόνος – στο κάτω κάτω αυτό ήταν το φυσιολογικό. Δε γινόταν να υποφέρει μόνο αυτός, να πονάει χωρίς συντροφιά. ΄Επρεπε να υποφέρω κι εγώ. Μάνα ήμουν. Ήμουν. Δεν είμαι πια. Μα, όταν γίνεις μάνα, παύεις να είσαι ποτέ; Είναι ιδιότητα που χάνεται, όπως το να λες «ήμουν βαρκάρης, αλλά δεν είμαι πια, γιατί δεν έχω βάρκα;»
Ο Γιώργος Γεωργίου κλήθηκε να καταθέσει. Μιλούσε τόσο σιγά, που ο πρόεδρος αναγκάστηκε έξι φορές να του κάνει σύσταση. Σ’αυτόν για να μιλάει πιο δυνατά και στον κόσμο από κάτω για να μη μιλάει καθόλου. Ο δικαστής μπορούσε να το κάνει αυτό. Ν’αποφασίσει ποιός θα μιλήσει και ποιός θα σιωπήσει. Ποιός θα μπει στη φυλακή και ποιός θα γυρίσει σπίτι του. Δε μπορούσε όμως ν’αποφασίσει ποιός θα ζήσει και ποιός θα πεθάνει. Τουλάχιστον όχι στη χώρα μας. Και σίγουρα δε μπορούσε ν’αποφασίσει ποιός θ’αγαπηθεί και ποιός θα μισηθεί. Σε καμία χώρα.
Έτσι ο Γιώργος Γεωργίου αποφασίστηκε να μπει στη φυλακή και μάλιστα ισόβεια. Όταν θα πέθαινε ήταν ελεύθερος να πάει όπου ήθελε. Αυτό θα το αποφάσιζε ο ίδιος. Θα είχε πολύ χρόνο για να το αποφασίσει. Ο Στέφανος ορκιζόταν ότι δε θα τον άφηνε να ζήσει. Ότι σκοπός της ζωής του από κει και πέρα θα ήταν η εκδίκηση για το χαμό του παιδιού μας. Θα έβρισκε έναν τρόπο να μπει στη φυλακή και να τον σκοτώσει. Μόνο τότε θα ηρεμούσε η ψυχή του. Ο Στέφανος είχε αποφασίσει να ζήσει για πάντα μ’ένα μίσος που θα δηλητηρίαζε την καρδιά του, τη σκέψη του και τις πράξεις του.
Εγώ πάλι δεν είχα αποφασίσει για τίποτα. Ο Άγγελος θα αποφάσιζε για μένα...

Μαρία Τζιρίτα

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Scarlet's Witch (2009)


Scarlet's Witch (2009)
"Scarlet's Witch" is short of a Brothers Grimm tale about a young girl named Scarlet. She is a lonely girl, with no friends. She wants a friend more than anything, even if it means finding them in the woods, where someone else that is lonely smiles and waits for a friend.
I won't say more to spoil the plotline of this modern cautionary tale for those who might wish to see it. I highly recommend this movie, as well as his other YouTube indie short films. They're all the more amazing when you realize that Fred Rabbath works with no budget, one camera, one microphone, and puts all his movies together on his home computer. The results are surprisingly professional, given the limitations Rabbath Productions is under.
He builds an incredible sense of menace visually around the woods, which almost becomes a character in its own right. From the very first shot of a lonely road rolling behind a car, surrounded by these woods, the whole tone of the movie is set. The lush wood shots are thick and heavy, almost suffocating. One scene I particularly like is a shot of this ancient-looking, huge gnarled oak that seems almost to have arms instead of branches, seeming to draw unsuspecting people into the danger that lies within the woods.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

DNA


Παρόλο που βαριότανε τις ομιλίες, τις διαλέξεις και τέτοια, αυτή τη φορά δεν θα τη γλύτωνε: Ο καλύτερος φίλος του, ειδικευμένος σε θέματα προγεννητικής ψυχολογίας θα έκανε ανακοίνωση για τα αποτελέσματα σαράντα χρόνων έρευνάς του πάνω στο θέμα. Του είχε κρατήσει θέση στην πρώτη σειρά μαζί με τους επισήμους.
Στα πρώτα κι όλας λεπτά της ομιλίας, ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του και με κόπο συγκράτησε τα δάκρυα που ένοιωσε να ανεβαίνουν στα μάτια του, καθώς άκουγε το φίλο του να λέει: «Η προγεννητική ψυχιατρική, αρχίζοντας από το 1960 με τη χρήση μιας ομάδας ψυχοτρόπων φαρμάκων και μέσα από συνεδρίες βαθειάς ψυχοθεραπείας, οδηγήθηκε σε ευρήματα σύμφωνα με τα οποία: σοβαρές ψυχικές διαταραχές – όπως η κατάθλιψη, η νεύρωση, η μανιοκατάθλιψη, οι ψυχοσωματικές αντιδράσεις – έχουν σχέση με δυσάρεστες συναισθηματικές συνθήκες στη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής, μεγάλου αριθμού ατόμων που παρουσιάζουν τέτοιου είδους ψυχικές ασθένειες…».
Ο νους του για δευτερόλεπτα έτρεξε στην κόρη του, τριανταπεντάρα πια, που την είχε μεγαλώσει μόνος του, καθώς η μητέρα της είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά τη γέννα. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και πάλι στην ομιλία.
«… Σύμφωνα με την τελική επεξεργασία του υλικού των συνεδριών οι ασθενείς αυτοί κατά την διάρκεια των συνεδριών αναβίωναν συναισθήματα που προκλήθηκαν από «ερεθίσματα – μηνύματα», εκπορευόμενα από το μητρικό σώμα κατά την ενδομήτρια ζωή τους, μητρικά ερεθίσματα συγκινησιακού χαρακτήρα που έθεταν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξή τους, την παρουσία τους μέσα στην μήτρα, δίνοντας ένα αίσθημα θανάτου ή μητρικά ερεθίσματα που αντιστρατεύονταν ακόμα και την ταυτότητα του φύλου τους. Εδώ μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση ότι «στο στάδιο της σύλληψης, καθώς και των υπολοίπων 9 μηνών της κύησης αυτών των ασθενών, με κάποια άλλη διεργασία που πηγάζει από τη μητέρα και ειδικότερα με την έκλυση νευροπεπτιδίων ως αποτέλεσμα των συναισθημάτων της μητρός ως προς το κύημα, τροποποιείται εν δυνάμει το κυτταρικό περιεχόμενο και κάποια στιγμή στο μέλλον, υπό ειδικές συνθήκες, εκδηλώνονται όλες αυτές οι διαταραχές»; Μήπως και οι δύο διαταραχές οφείλονται σε μία κοινή αιτία, που είναι η μνήμη και η οποία έχει ξεκινήσει με τις απορρίψεις κατά την ενδομήτρια ζωή τους;…».
Τώρα πια ο νους του έφυγε μακριά κι άρχισε να βλέπει τη ζωή του σαν ταινία.
Λίγες εβδομάδες μετά το γάμο τους, η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Ήταν στα εικοσιπέντε τους και οι δύο. Από την αρχή έκαναν σχέδια για το πώς θα το βγάλουν αν είναι αγόρι και πώς αν είναι κορίτσι – εκείνες τις εποχές δεν μπορούσες να ξέρεις το φύλλο του παιδιού πριν γεννηθεί – πού θα μπει το κρεβατάκι του, τι χρώμα ρουχαλάκια ν’ αρχίσουν να παίρνουν και τέτοια. Όμως, λίγο πριν κλείσει τον τρίτο μήνα το μωρό, έπαψε «να μεγαλώνει», έγινε διακοπή της εγκυμοσύνης, κι αναγκαστικά η γυναίκα του έκανε απόξεση για να καθαρίσει η μήτρα της από το νεκρό έμβρυο. Πριν περάσει, όμως, ένας χρόνος ξανάμεινε έγκυος. Πάλι ενθουσιασμός, πάλι σχέδια, αλλά και πάλι το ίδιο τέλος, εκεί γύρω στον τρίτο μήνα. Αυτή η ιστορία επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές. Την πέμπτη φορά που έμεινε έγκυος, έξη μήνες μετά την πρώτη εγκυμοσύνη, αποφάσισαν να πάνε σε ένα ειδικό ορμονολόγο, που από την πρώτη στιγμή άρχισε μία ειδική ορμονική θεραπεία. Όταν στον τρίτο μήνα, τους ανήγγειλε με βεβαιότητα ότι αυτό το παιδί θα γεννιόταν, εκείνος πέταξε από τη χαρά του, ενώ η γυναίκα του που είχε τρομάξει από τις τέσσερις προηγούμενες φορές ήταν πιο διστακτική. Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη της τόσο πιο ανήσυχη έδειχνε, κάπνιζε συνέχεια, και κάποιες φορές πεταγόταν στον ύπνο της κι έλεγε να πάνε να κάνουν έκτρωση! Εκείνος της έδινε κουράγιο, μέχρι που τους τρεις τελευταίους μήνες ο γιατρός τής έδωσε ηρεμιστικά. Κι έφτασε η μέρα της γέννας. Η γυναίκα του μπήκε στο χειρουργείο στις 8 το πρωί και μέχρι τις δύο μεσημέρι δεν είχε γεννήσει, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε στην αίθουσα αναμονής ο γιατρός και τον φώναξε. «Λυπάμαι πολύ, αλλά θα πρέπει να διαλέξεις», του είπε, «γιατί υπάρχει περίπτωση να χάσουμε τη γυναίκα σου. Αλλιώς θα πρέπει να αποφασίσεις να μη ζήσει το παιδί». Τα ‘χασε. Όλη η ιστορία έμοιαζε με ένα κακό εφιάλτη. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Ήθελε τόσο πολύ αυτό το παιδί, αλλά… «Θέλω να ζήσει η γυναίκα μου», είπε μετά από λιγότερο από ένα λεπτό. «Εντάξει», είπε ο γιατρός και βγήκε από την πόρτα του χειρουργείου. Μισή ώρα αργότερα, άκουσε από τα μεγάφωνα το όνομά του και πέρασε κι αυτός την πόρτα του χειρουργείου, όπου εκεί τον περίμενε μια νοσοκόμα με ένα πλαστικό καροτσάκι που είχε μέσα ένα μωρό που κοιμόταν ήσυχο. «Κοριτσάκι», του είπε η νοσοκόμα, βγάζοντας ένα λευκό πανάκι που κάλυπτε το κάτω μέρος του σώματος του μωρού, κι ύστερα πιάνοντας από τους αστραγάλους τα δυο μικρά ποδαράκια, τα άνοιξε για να δει ο πατέρας από μόνος του το φύλλο της κόρης του. Η θέα αυτού του μέρους του γυναικείου σώματος που τόσο είχε ποθήσει στη ζωή του, τώρα του δημιουργούσε απίστευτα συναισθήματα τρυφερότητας, έτσι γυμνό, απροστάτευτο, ευαίσθητο και ευάλωτο που το είχε μπροστά του. Αυτό το συναίσθημα, μαζί με όσα ακολούθησαν τους επόμενους μήνες, για τούτο σημείο του γυναικείου σώματος, θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Η νοσοκόμα ξανασκέπασε το μωρό και πήρε το καροτσάκι μέσα στο χειρουργείο, ενώ εμφανίστηκε ο γιατρός. «Η γυναίκα μου», τον ρώτησε εκείνος με αγωνία, «θα ζήσει»; «Ας ελπίσουμε ότι θα τα καταφέρει», απάντησε ο γιατρός αγκαλιάζοντάς τον από τον ώμο, «αλλά πολύ φοβάμαι… Επέμενε πολύ να το γεννήσει ζωντανό… Πήγαινε στο δωμάτιο, σε κάνα τέταρτο θα την φέρουν».
Λίγο αργότερα, καθόταν δίπλα της στο κρεβάτι και της χάιδευε το κεφάλι. «Είδες τι όμορφη που είναι;» του ψιθύρισε εκείνη με κόπο, μισανοίγοντας τα μάτια της. «Κούκλα», της απάντησε εκείνος, «κούκλα» και τα μάτια του βούρκωσαν. «Θέλω να σου πω κάτι», συνέχισε εκείνη με κλειστά μάτια, «αν δεν ζήσω, σου έχω αφήσει ένα γράμμα στο κουτί με τα κοσμήματα, που είναι στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας…». «Έλα, άσε τις μαλακίες και κοιμήσου τώρα», της είπε εκείνος χαϊδεύοντάς την.
Ύστερα από τρεις μέρες η γυναίκα του πέθανε. Την επόμενη μέρα, έφυγε από την κλινική μόνος του, με το μωρό στην αγκαλιά του και παρέα μία φίλη τους παιδίατρο. Εκείνη ήταν που του έδειξε πώς να πλένει και να καθαρίζει το μωρό, πώς να το αλλάζει, πώς να ετοιμάζει το γάλα του, πώς να το ταΐζει και διάφορα άλλα.

Από εκείνη την ημέρα, η ζωή του άλλαξε εντελώς. Καθώς δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει, άρχισε να κοιμάται στο δωμάτιο του μωρού, για να το ακούει και να το ταΐζει στις 2 και στις 6 το πρωί και να το καθαρίζει κάθε φορά που ήταν λερωμένο. Η καθημερινή επαφή με αυτό το σημείο του γυναικείου σώματος – και μάλιστα σε αυτή την κατάσταση που έπρεπε να καθαρίσει – ήρθε και βάθυνε όσα ένοιωσε την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε στο νοσοκομείο. Καθώς δεν υπήρχαν ούτε μάνα ούτε πεθερά για να τον βοηθήσουν, αναγκάστηκε να πάρει μια γυναίκα για να μένει όλη τη μέρα στο σπίτι με το μωρό. Όμως, δεν άφηνε ούτε αυτήν να δώσει γάλα στο μωρό με το μπιμπερό. Αυτό το έκανε πάντα εκείνος, κάθε τέσσερις ώρες στην αρχή και κάθε έξι μετά. Ακόμα και όταν ήταν στη δουλειά του, είχε πει το πρόβλημά του κι έφευγε για να πάει στην κόρη του. «Πας για να θηλάσεις πάλι;» του έκαναν πλάκα κάθε φορά που έβγαινε από το γραφείο του.
Τα χρόνια πέρασαν χωρίς να τα καταλάβει. Το μωρό έγινε κοριτσάκι που πήγαινε νηπιαγωγείο, δημοτικό… Τώρα πια δεν τη «θήλαζε», υπήρχε γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι και το φαΐ, αλλά εκείνος την κατέβαζε το πρωί στο σχολικό, την τάιζε τα βράδια, την έβαζε στο κρεβάτι και της έλεγε κάθε βράδυ ένα παραμύθι πριν κοιμηθεί. Τα καλοκαίρια, πηγαίνανε οι δυο τους διακοπές και της έμαθε να κολυμπάει, να κάνει ποδήλατο κι αργότερα να πηγαίνει στον κοντινό φούρνο για ψωμί ή στο περίπτερο για εφημερίδα.

Το χειμώνα, όταν το κοριτσάκι άρχισε να πηγαίνει σε πάρτι, ήταν υποχρεωμένος τα πρώτα χρόνια του νηπιαγωγείου και του Δημοτικού, να κάθεται μαζί της σε όλο το πάρτι. Ήταν ο μόνος πατέρας ανάμεσα στις μαμάδες που είχαν φέρει τα παιδιά τους. Εκεί ήταν που γνώρισε μια χωρισμένη κυρία, ερωτεύτηκαν κι αποφάσισαν να παντρευτούν. Η στιγμή που το ανήγγειλε στην κόρη του ήταν ζόρικη, γιατί εκείνη έβαλε τα κλάματα καθώς νόμισε ότι ο πατέρας της θα την άφηνε κι αυτός τρόμαξε να την πείσει ότι θα ήταν καλύτερα, αφού τώρα θα είχε και έναν αδελφό που θα μπορούσε να παίζει μαζί του. Το κοριτσάκι ήταν πια οχτώ χρονών.
Και ήρθε η μέρα της μετακόμισης, λίγες μέρες πριν γίνει ο γάμος. Όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε ξανακοιμηθεί στην κρεβατοκάμαρα που κοιμόντουσαν με τη γυναίκα του. Όταν η κόρη του έγινε τριών χρονών, της έδωσε εκείνης το δωμάτιο κι αυτός έκανε κρεβατοκάμαρά του το παιδικό δωμάτιο, φροντίζοντας να μην κοιμηθεί ποτέ στο ίδιο κρεβάτι με την κόρη του, ακόμα κι όταν εκείνη τον «εκβίαζε» με τα νάζια της ή με το κλάμα της. Όλα τα έπιπλά του και της κόρης του θα τα μετακόμιζαν στο μεγαλύτερο σπίτι που νοίκιασαν. Λίγες μέρες πριν, άρχισε να μαζεύει σε κούτες τα πράγματα. Κάποια στιγμή, ήρθε η ώρα να αδειάσει και το κομοδίνο της παλιάς του κρεβατοκάμαρας. Ήταν η πρώτη φορά μετά από οχτώ χρόνια, που άνοιγε τα συρτάρια του κομοδίνου. Εκεί ήταν και το κουτί με τα κοσμήματα της γυναίκας του που, πριν πεθάνει, του είχε πει ότι μέσα εκεί θα έβρισκε ένα γράμμα που του είχε γράψει. Σταμάτησε για λίγο κρατώντας το στα χέρια του συγκινημένος. Γύρισε μαλακά το μικρό κλειδάκι που ήταν πάνω στο κουτί και το άνοιξε. Μέσα, κάτω από τα κοσμήματα, ήταν ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα χωρίς φάκελο. Το άνοιξε και το διάβασε. «Δημήτρη. Έχω ένα κακό προαίσθημα ότι δεν πρόκειται να ζήσω μετά τη γέννα. Παιδεύτηκα πολύ πριν αποφασίσω να σου γράψω αυτό το γράμμα. Αλλά επειδή έτσι κι αλλιώς έχω αποφασίσει ότι, αν ζήσω, θα σου πω αυτό που θα διαβάσεις, κατέληξα να το κάνω. Πρώτ’ απ’ όλα θα ήθελα να σου πω, αφού θα διαβάσεις το γράμμα μόλις γυρίσεις σπίτι, ότι αν το μωρό είναι κοριτσάκι – όπως προαισθάνομαι – θα ήθελα να το βγάλεις Νίκη, επειδή κατάφερε να νικήσει όλα τα προβλήματα που είχα στις προηγούμενες εγκυμοσύνες και στη δική της και να γεννηθεί». Σταμάτησε για λίγο να διαβάζει το γράμμα και σκέφτηκε: «Τι περίεργο! Την έβγαλα Νίκη για τον ίδιο λόγο, χωρίς να έχω διαβάσει τότε το γράμμα. Ξανάρχισε να διαβάζει. «Εκείνο που θέλω να σου πω και που με βασάνισε στους εννιά μήνες της εγκυμοσύνης είναι ότι την ίδια μέρα που ύστερα από πολύ καιρό κάναμε οι δυο μας έρωτα κι έμεινα έγκυος, την ίδια μέρα το απόγευμα, είχα κάνει έρωτα για πρώτη φορά και με έναν άνθρωπο που είχα ερωτευτεί. Όταν έδειξε το τεστ ότι είμαι έγκυος μου ήρθε τρέλα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι κι αυτό δεν θα γεννηθεί όπως και τα προηγούμενα τέσσερα και ησύχασα. Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη και δεν έχανα το παιδί, τόσο έμπαινα στην κόλαση. Δεν ήξερα τι να κάνω: Να σου πω αυτό που είχε γίνει και να κάνω έκτρωση ή να το κρατήσω, αφού πιθανόν να ήταν και η τελευταία μου ευκαιρία να κάνω παιδί ύστερα από τόσες αποτυχίες; Τελικά το κράτησα και αποφάσισα ότι κάποια στιγμή θα στο πω. Τον τελευταίο μήνα κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι μπορεί και να μην ζήσω μετά τη γέννα κι έτσι αποφάσισα να σου αφήσω αυτό το γράμμα. Σ’ αγαπώ. Συγνώμη. Να είστε και οι δύο καλά».
Τελειώνοντας το γράμμα τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Για εκείνη. Που δεν έζησε να δει την κόρη της… Που πέρασε όλη αυτή την κόλαση μόνη της… Ώστε γι’ αυτό πεταγόταν τις νύχτες κι έλεγε να πάει να κάνει έκτρωση… Γι’ αυτό κάπνιζε σαν φουγάρο κι έπαιρνε στο τέλος ηρεμιστικά… Κι η Νίκη; Ίσως να μην είναι κόρη του… Χαμογέλασε… Ξαναδίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα όπως το είχε βρει και ήσυχα έσκισε το χαρτί σε πολλά μικρά κομματάκια και το πέταξε στο καλάθι με τα σκουπίδια. Ύστερα συνέχισε το πακετάρισμα.
Στα επόμενα χρόνια που πέρασαν αυτό το γράμμα θάφτηκε μέσα του. Η κόρη του μεγάλωνε μαζί με την καινούργια του οικογένεια. Ήταν ζόρικο κορίτσι. Με πολλά πάνω κάτω και έντονες αντιδράσεις. Στα δεκατρία έκανε μια απόπειρα αυτοκτονίας για ένα αγόρι. Στα δεκαέξι το έσκασε για μερικές μέρες από το σπίτι… Στα είκοσι δοκίμασε ναρκωτικά, αλλά βγήκε πολύ γρήγορα… Κάποια στιγμή δοκίμασε να κάνει ψυχανάλυση, αλλά γρήγορα της φάνηκε άχρηστο και το παράτησε. Άλλωστε ο πατέρας της ήταν πάντα εκεί γι’ αυτήν και του έλεγε τα πάντα. Σπούδασε γραφικές τέχνες κι έπιασε αμέσως δουλειά. Στα 22 παντρεύτηκε και στα 25 χώρισε, χωρίς να αφήσει ποτέ τον άντρα της να κάνουν παιδί. Στα 26 εξαφανίστηκε από τη δουλειά της και από τον πατέρα της, στέλνοντάς του μήνυμα, «Μη με ψάξεις. Θα σε πάρω εγώ. Η ψυχή μου είναι με σωληνάκια. Θα γίνω καλά». Ξαναγύρισε ύστερα από τρεις μήνες κι έδειχνε καλά. Άρχισε πάλι να δουλεύει. Πού και πού έκανε διάφορες εκρήξεις, αλλά έχοντας περάσει πια τα τριάντα έδειχνε να έχει κατασταλάξει. Το μόνο που δεν είχε αλλάξει ήταν η ένταση που ένοιωθε και τα μεγάλα πάνω και κάτω.
Καθώς σκεφτόταν αυτά, ο διπλανός του ανασηκώθηκε στο κάθισμά του και τον σκούντησε φέρνοντάς τον πίσω στην αίθουσα της ομιλίας του φίλου του. Δεν είχε καταλάβει πόση ώρα είχε πάψει να τον ακούει, αλλά η ομιλία έμοιαζε να πλησιάζει στο τέλος της και ξανάδωσε την προσοχή του σ’ αυτήν.
«…Κάτω από ορισμένες συνθήκες είναι δυνατόν για ένα άτομο να ανακληθούν από τη μνήμη του, επιθυμίες υπαρξιακού αφανισμού όπως αυτές είχαν μεταφερθεί από την εγκυμονούσα μητέρα του σε αυτό, όντας έμβρυο. Τέτοιες συνθήκες μπορεί να είναι η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου (εισπράττεται ως απόρριψη) στο οποίο το υποκείμενο είναι προσκολλημένο ή η συναισθηματική απόρριψη από έναν ερωτικό σύντροφο, η αποτυχία μιας εξέτασης, μια δημόσια προσβολή ή ακόμα μια παρατήρηση από τον δάσκαλο ή τον προϊστάμενο. Ένα τέτοιο απορριπτικό και φοβογόνο ερέθισμα όπως τα παραπάνω, περνώντας βαθύτερα μέσα στο νευρικό σύστημα του ατόμου, συντονίζεται με κάτι ανάλογο, κάτι γνώριμο, σε κυτταρικό επίπεδο και τότε αναδύεται αυτούσιος ο υπαρξιακός φόβος όπως τον βίωσε το άτομο ως έμβρυο, κυριαρχώντας ασυνείδητα σε όλα τα επίπεδα του ψυχισμού του, επηρεάζοντας την εσωτερική του ισορροπία, με αυτοκαταστροφική τάση και αυτοαπόρριψη ή διαταράσσοντας τις σχέσεις του με το εξωτερικό περιβάλλον με επιθετική ή και καταστροφική συμπεριφορά απέναντι σε ανθρώπους και οικοσύστημα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες απόρριψης, λοιπόν, το κάθε κύτταρο ξαναζεί την ανάμνηση αφανισμού του όπως την δέχθηκε στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του, κάτι που διαταράσσει την εναρμόνιση του με το φυσικό περιβάλλον και τότε το επίπεδο συνείδησης όλων αυτών των ζωντανών κυττάρων του έμβιου συστήματος (κάτι που θα μπορούσαμε να το πούμε ψυχή) αποφασίζει την αποδέσμευσή του από την ύλη και κατ’ επέκταση από τον πόνο, αποζητώντας την λύτρωση. Με ποιο τρόπο όμως; Ίσως με αυτοκτονικές τάσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλοποίηση της επιθυμίας της «μήτρας-μητέρας», όταν ευχότανε το θάνατο του εμβρύου που κυοφορούσε δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για αξεπέραστο ψυχικό πόνο, ή με πιο χρόνιες διαδικασίες αυτοεξόντωσης, όταν το άτομο αδυνατεί να ξεπεράσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, καταφεύγοντας, λόγου χάρη στο αλκοόλ ή στην υπερβολική ταχύτητα ώσπου να πέσει πάνω σε κάποιο εμπόδιο ή τον πιο αργό θάνατο, κάνοντας χρήση ναρκωτικών ή με την εκδήλωση κάποιας αυτοάνοσης ασθένειας…».
Όλα αυτά που άκουγε, ταίριαζαν με την περίπτωση της κόρης του. Οι τελευταίες φράσεις τον έπεισαν. Τώρα πια είχε πάρει την απόφασή του. Θα μιλούσε στην κόρη του για το γράμμα της μάνας της και θα της έδινε την ομιλία του φίλου, πιστεύοντας ότι έτσι τη βοηθούσε να γνωρίσει τον εαυτό της καλύτερα. Ίσως έτσι να ξεμπέρδευε μια για πάντα με τα διάφορα ψυχολογικά της προβλήματα. Η ομιλία του φίλου του έφτασε στο τέλος της.
«Η κάθε υποψήφια μητέρα θα πρέπει να ενημερώνεται από το γυναικολόγο της ή από κοινωνικό λειτουργό, που θα έχουν εκπαιδευτεί στην προγεννητική, για την τεράστια ευθύνη που φέρνει απέναντι στο κύημά της, απέναντι σε ένα ανθρώπινο ον που κάποια στιγμή στο μέλλον θα ενταχθεί στην κοινωνία μας και αλίμονο εάν μέσα του κουβαλάει την αίσθηση του υπαρξιακού θανάτου διότι δύο τινά θα συμβούν: ή θα κινηθεί αυτοκαταστροφικά με τάσεις αυτοκτονίας, με χρήση ναρκωτικών -αναζητώντας έτσι λίγη γαλήνη από αυτή που δεν του προσφέρθηκε από την μητέρα τότε που θα έπρεπε να είχε προσφερθεί- ή με την εκδήλωση κάποιας ασθένειας, υπακούοντας στην τότε επιθυμία της μάνας να το εξοντώσει μέσα στην μήτρα της· ή, το δεύτερο, θα σπείρει τον θάνατο γύρω του (π.χ. χουλιγκανισμός) εκδικούμενο για τον πόνο που ένοιωσε στο παρελθόν και από τον οποίο δεν απαλλάχθηκε ποτέ, εφόσον δεν κατάφερε να επιλύσει τα προβλήματά του».
Όταν άδειασε η αίθουσα, πλησίασε το φίλο του και του ζήτησε το κείμενο της ομιλίας του. «Τι το θέλεις», τον ρώτησε εκείνος. «Για να το δώσω στην κόρη μου. Σου έχω πει την ιστορία με τη μάνα της…». Ο φίλος του τον αγκάλιασε από τον ώμο και του είπε: «Γι΄αυτό επέμενα να έρθεις σήμερα. Θα σου στείλω το κείμενο με e-mail».
Το ίδιο μεσημέρι πήρε την κόρη του τηλέφωνο. «Θέλω να τα πούμε το βράδυ, μωρό μου», της είπε, «έχεις να κάνεις τίποτε»;. «Όχι. Να τα πούμε, μπαμπά. Σαν πολύ σοβαρό σ’ ακούω. Τι τρέχει»; «Θα σου πω το βράδυ», της είπε εκείνος. «Θα πάμε για κεφτεδάκια στο ταβερνάκι της γειτονιάς σου», τον ρώτησε. Ήταν ένα μικρό ταβερνάκι κοντά στο σπίτι του, ένα από τα λίγα που είχαν απομείνει στην Αθήνα, έτσι όπως ήταν παλιά. «Όχι», της είπε, «καλύτερα να είμαστε στο σπίτι». «Εντάξει, μπαμπά, κατά τις οχτώ».
Παρακάλεσε τη γυναίκα του να τον αφήσει το βράδυ μόνο στο σπίτι κι έτσι κάθισαν με την κόρη του στο σαλόνι. «Τι ήθελες να μου πεις, λοιπόν» τον ρώτησε εκείνη.
Της έδωσε την ομιλία που την είχε τυπώσει. «Διάβασε», της είπε, «κι εγώ πάω να φτιάξω κάτι να τσιμπήσουμε». Σηκώθηκε και την άφησε μόνη. Ύστερα από κανένα τέταρτο γύρισε κουβαλώντας σ’ ένα δίσκο δυο μεγάλες σαλάτες που είχε φτιάξει, φρυγανισμένο ψωμί και κόκκινο κρασί.
«Γιατί μου το ‘δωσες να το διαβάσω αυτό», τον ρώτησε η κόρη του.
Και τότε της διηγήθηκε όλη την ιστορία με το γράμμα και την εγκυμοσύνη της μάνας της. Όταν τέλειωσε, τα μάτια και των δυο είχαν βουρκώσει. Εκείνη τον αγκάλιασε κι έμεινε για λίγο ακουμπισμένη στον ώμο του. Ύστερα, τραβήχτηκε και τον κοίταξε στα μάτια. «Και δεν έκανες εξέταση αίματος δική σου και δική μου για να δεις αν είμαι κόρη σου»; «Όχι», απάντησε εκείνος. «Γιατί; Δεν είχες περιέργεια», επέμενε εκείνη. «Καμία απολύτως», της απάντησε κουνώντας το κεφάλι του και χαμογελώντας αδιόρατα. Τα μάτια της νεαρής γυναίκας γυάλισαν σκανταλιάρικα. «Τότε, μπαμπά, δεν υπήρχε εξέταση DNA, ε»; «Όχι», της απάντησε, «γιατί ρωτάς»; Τώρα η νέα γυναίκα είχε πάρει ένα παιδιάστικο πονηρό ύφος. «Πάμε να κάνουμε την εξέταση μπαμπά»; «Τι χαζομάρες είναι αυτές», της είπε εκείνος ενοχλημένος. «Έλα μπαμπάκα μου…», συνέχισε εκείνη με ένα ναζιάρικο ύφος, όπως όταν ήταν μικρό κοριτσάκι και του κλαιγόταν να της πάρει κάποιο παιχνίδι. «Σε παρακαλώ μπαμπακούλη μου, μη μου λες όχι… θα πεθάνω από την περιέργειά μου…», επέμενε κι έριξε το κεφάλι της, όπως όταν ήταν μικρή, πάνω στην κοιλιά του. Κι εκείνος, ασυνείδητα της χάιδεψε τα μαλλιά όπως έκανε τότε. Κι όπως και τότε δεν μπορούσε να της αρνηθεί τίποτα, έτσι και τώρα μετά από λίγο, οι αντιρρήσεις του εξαφανίστηκαν. Της είπε ότι θα πάρει τηλέφωνο το φίλο του που είχε κάνει την ομιλία για να του βρει εργαστήριο, αλλά εκείνη τον σταμάτησε. «Όχι, μπαμπά. Δεν θα το πούμε σε κανένα. Αυτό θα είναι το μυστικό μας για πάντα». Σηκώθηκε και τον τράβηξε στο μικρό γραφείο του, που είχε στο σπίτι. Πήγε στο ανοιχτό κομπιούτερ, μπήκε στο Google κι έγραψε: «Τεστ πατρότητας DNA». «Πω, πω…» έκαναν κι οι δύο ταυτόχρονα, βλέποντας τα αποτελέσματα της αναζήτησης.
Κρυφά από όλους, την άλλη μέρα πρωί πρωί, πήγαν μαζί στο εργαστήριο που είχαν διαλέξει. Τους πήραν το δείγμα από τη βλεννογόνο του στόματος που χρειαζόταν, κι εκείνος πλήρωσε και παρακάλεσε να πάρει τα αποτελέσματα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Συμφωνήθηκε να πάνε την άλλη μέρα το μεσημέρι. Έφυγαν από το εργαστήριο με ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι. Την πήγε με το αυτοκίνητό του σπίτι της και σ’ όλο το δρόμο δεν είπαν λέξη. Την ώρα που κατέβαινε η κόρη του από το αυτοκίνητο, τη ρώτησε: «Να ‘ρθω αύριο να σε πάρω να πάμε μαζί»; «Όχι, θα βρεθούμε εκεί», του είπε και μπήκε σπίτι της.
Οι επόμενες τριάντα ώρες ήταν βασανιστικές και για τους δύο. Αυτός είχε μετανιώσει που δέχτηκε να κάνει το τεστ κι εκείνη είχε πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Αυτός δεν πήγε στο γραφείο του και κατέβηκε στη θάλασσα, κι εκείνη έμεινε κλεισμένη στο σπίτι της κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της μάνας της, που της είχε χαρίσει ο πατέρας της. Ο πατέρας της;…
Συναντήθηκαν το άλλο μεσημέρι έξω από το εργαστήριο και μπήκαν μαζί μέσα. Δεν περίμεναν πολύ στο μικρό σαλόνι. Ο γιατρός που είχε αναλάβει τη δική τους εξέταση, ήρθε και τους έδωσε ένα κλειστό φάκελο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και χωρίς να χρειαστεί να πουν τίποτα, συμφώνησαν σιωπηλά να μην ανοίξουν το φάκελο εκεί μέσα. Μόλις βγήκαν έξω, εκεί στο πεζοδρόμιο μπροστά στο εργαστήριο, εκείνος άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε το χαρτί με τη διάγνωση. Το κοίταξαν και δύο μαζί. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Δεν ήταν, λοιπόν, κόρη του. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνες, έχοντας και οι δύο μια αίσθηση ότι η γη είχε σταματήσει να γυρίζει. Ύστερα κοιτάχτηκαν. Τα μάτια τους ήταν πλημυρισμένα από δάκρυα και από μια αγάπη απέραντη του ενός για τον άλλον, που έβγαινε μέσα από τα βάθη της ύπαρξής τους. Κι ύστερα χαμογέλασαν με μια τεράστια τρυφερότητα και γλύκα. Πρώτη μίλησε εκείνη: «Πάμε για κεφτεδάκια τώρα, μπαμπά»; «Πάμε μωράκι μου», της είπε, καθώς εκείνη πέρναγε το χέρι της γύρω από τη μέση του, κι εκείνος το δικό του πάνω από τους ώμους της, ενώ με το ελεύθερο χέρι του, τσαλάκωνε το φάκελο και το χαρτί της εξέτασης, μέχρι που τα έκανε και τα δύο ένα μικρό μπαλάκι και σημαδεύοντας τον κάδο με τα σκουπίδια που ήταν στην άκρη του δρόμου, το πέταξε – σχεδόν παιχνιδιάρικα – προς τα ‘κεί βρίσκοντας κατ’ ευθείαν το στόχο του. Κι ύστερα, αγκαλιασμένοι οι δυο τους σφιχτά, έτσι όπως δεν είχαν αγκαλιαστεί ποτέ πριν, προχώρησαν προς το αυτοκίνητό του, για να πάνε στο ταβερνάκι της γειτονιάς του για κεφτεδάκια.

Νικος Πιλαβιος

Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Η Λιάνα Παπάκη

Εκεί που καθόμουν προχθές μπροστά στο κομπιούτερ μου για να απαντήσω στα e-mails μου, μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι σαν κάποιο παιδάκι να μιξοκλαίει. Κοίταξα γύρω μου και δεν ήταν κανείς. Πρόσεξα καλύτερα και τότε κατάλαβα ότι αυτός ο ήχος ερχόταν από το κομπιούτερ μου και μάλιστα από κάποιο e-mail! Μεγάλωσα όλα τα γράμματα και πρόσεξα ότι το κλάμα ερχόταν από μία διεύθυνση. Έσκυψα πιο πολύ και μου φάνηκε ότι είδα να πέφτουν δάκρυα από ένα @ παπάκι, ή αλλιώς το «ΑΤ» που λέμε και υπάρχει σε όλες τις διευθύνσεις e-mail! «Απίστευτο», μουρμούρισα.
«Ααααχ»… Αναστέναξε το «παπάκι».
«Καλά, θα τρελαθώ! Αυτό το “παπάκι” αναστενάζει!»
«Δεν είμαι τέτοιο παπάκι που νομίζεις, είμαι κανονικό παπάκι».
«Α, γι’ αυτό μπορούμε και μιλάμε. Κατά βάθος είσαι ζώο, κι όχι σύμβολο κομπιούτερ. Και τι θες εδώ», το ρωτάω.
«Κι εσύ πώς γίνεται και μιλάς μαζί μου», με ρωτάει.
«Έχω ένα μαγικό γιλέκο, που μου το έκανε δώρο μια νεράιδα, κι όταν το φοράω, μιλάω με τα ζώα, με τα φυτά και τα πράγματα, και με λένε Παραμυθά, αλλά πρώτη φορά μιλάω με μια διεύθυνση e-mail»!
«Δεν είμαι διεύθυνση e-mail, είμαι το παπάκι της διεύθυνσης».
«Και πώς βρέθηκες εδώ»;
«Αααχ…», αναστέναξε το παπάκι, «εμένα που με βλέπεις, ήμουν ένα πραγματικό παπάκι, που ζούσα δίπλα σε μια λίμνη μαζί με την οικογένειά μου. Το όνομά μου είναι Λιάνα.»
«Τι μου λες», είπα έκπληκτος. «Είσαι και κορίτσι, δηλαδή! Η Λιάνα το παπάκι. Και τι συνέβη κι έγινες παπάκι σε διεύθυνση e-mail»;
«Να, πριν λίγο καιρό, ήρθε μια μάγισσα δίπλα στη λίμνη μας κι έγραφε στο κομπιούτερ της. Τότε δεν ήξερα ακόμα τι είναι κομπιούτερ, κι όπως είχε το κομπιούτερ της στα γόνατά της, εγώ πήδηξα εκεί και το κουτσούλισα».
«Ωχ», είπα εγώ, καθώς φαντάστηκα τι θα έγινε μετά.

«Και μόλις το έκανα αυτό, η μάγισσα θύμωσε πάρα πολύ και μου ‘πε: “Για να τιμωρηθείς γι’ αυτό που τόλμησες να κάνεις, θα σε κάνω από αληθινό παπάκι, παπάκι σε διεύθυνση e-mail και θα μείνεις για πάντα φυλακισμένη μέσα κομπιούτερ.”. και μόλις το είπε, μου έδωσε μια με το μαγικό της ραβδί στο κεφάλι μου κι έγινα παπάκι σε διεύθυνση e-mail. Έτσι από τότε, με στέλνουν μια από ‘δω και μια από ‘κει. Και δεν ξαναείδα από τότε τη μαμά μου, τον μπαμπά μου και τ’ αδέλφια μου…» είπε το παπάκι της διεύθυνσης e-mail που ήταν αληθινό παπάκι.
«Μη σε νοιάζει», λέω στο παπάκι, «τελειώσανε τα βάσανά σου». Και παίρνοντας το laptop μου, έτσι όπως ήταν ανοιχτό, στα χέρια μου, έφυγα πετώντας για το σπίτι της φίλης μου μάγισσας Κλοκλό.
«Τι έπαθες, καλέ Παραμυθά», μου λέει η Κλοκλό μόλις προσγειώθηκα στο σπίτι της. «Δουλεύεις το κομπιούτερ σου και πετώντας;»
«Όχι, Κλοκλό μου», της απαντάω, «θέλω τη βοήθειά σου για ένα παπάκι που μια μάγισσα το έκανε παπάκι διεύθυνσης e-mail».
Μόλις άκουσε την ιστορία η Κλοκλό, κούνησε το κεφάλι της και είπε: «Μμμ… Η μάγισσα Ντιλίτ! Μόνο αυτή κυκλοφορεί με laptop, και κάνει τέτοια πράγματα». Κι αμέσως μου πήρε το κομπιούτερ μου από τα χέρια, το έβαλε στα γόνατά της και είπε: «Χτύπα, χτύπα τα φτερά παπάκι, κι έβγα έξω στο καπάκι». Και μόλις το είπε αυτό, έδωσε μια κι έκλεισε με δύναμη το καπάκι του laptop μου που ήταν ανοιχτό. Και τότεεε… «τσουπ», εμφανίστηκε πάνω στο καπάκι ένα αληθινό παπάκι, που χτυπούσε τα μικρά φτερά του χαρούμενο!



Μόνο που είχε κάτι παράξενο: ήταν μπλε! «Ίσως έγινε μπλε από τον πολύ καιρό που έμεινε μέσα στο ιντερνέτ», σκέφτηκα και το ρώτησα: «Εσύ είσαι η Λιάνα το παπάκι»;
«Εγώ… εγώ…», μου απάντησε εκείνο χαρούμενο. «Δεν είμαι πια παπάκι σε διεύθυνση e-mail, αλλά αληθινό παπάκι».
«Και γιατί είσαι μπλε», το ρώτησα.
«Δεν ξέρω, έτσι γεννήθηκα».
«Καλά, έλα, τώρα», είπα, «πρέπει να σε πάω στη μαμά σου». Κι αφού ευχαρίστησα την Κλοκλό, φύγαμε πετώντας με το παπάκι για τη λίμνη που μου είπε ότι ζούσε η οικογένειά της.
Σε λίγο είμαστε στη λίμνη, κι όλη η οικογένεια έτρεξε ν’ αγκαλιάσει την Λιάνα το παπάκι. Όταν πέρασε η πρώτη συγκίνηση, πρόσεξα ότι τα αδελφάκια της Λιάνας ήταν άσπρα κι όχι μπλε όπως αυτή! Έτσι πλησίασα την κυρά πάπια και ρώτησα. «Πώς γίνεται κυρά πάπια και η Λιάνα είναι μπλε, ενώ όλα τα άλλα παιδιά σου είναι άσπρα»;
«Αχ, Παραμυθά», μου λέει εκείνη, «η Λιάνα δεν είναι παιδί μου. Εμφανίστηκε πριν λίγο καιρό από το πουθενά, εδώ δίπλα στο ποτάμι, κι έτσι όπως ήταν πεινασμένη κι έτρεμε από το κρύο, την πήρα μαζί με τα άλλα παιδιά μου κι εκείνα την αγάπησαν».
«Και δεν σου είπε, κυρά πάπια, από πού ήρθε και ποιοι είναι οι γονείς της», ρώτησα.
«Όχι», μου απάντησε η μαμά πάπια. «Όσες φορές κι αν την ρώτησα, δεν θυμάται τίποτα. Μόνο ότι την λένε Λιάνα».
Και τότε μια ιδέα μου πέρασε από το νου κι αν δεν την πραγματοποιούσα θα ‘σκαγα. Άλλωστε, όταν αρχίζει κανείς κάτι πρέπει να το πηγαίνει ως το τέλος. Έτσι, πήρα την άδεια από την κυρά πάπια και ξαναπετάξαμε μαζί με την Λιάνα το παπάκι, πίσω στη φίλη μου τη μάγισσα Κλοκλό.
«Τι έγινε πάλι Παραμυθά κι έφερες το παπάκι πίσω», με ρώτησε μόλις προσγειώθηκα μπροστά της κι εγώ της είπα:
«Κλοκλό μου, συμβαίνει κάτι παράξενο. Το παπάκι όπως βλέπεις είναι μπλε και δεν το γέννησε η κυρά πάπια που τη νομίζει μαμά του. Εμφανίστηκε στη λίμνη ξαφνικά από το πουθενά, κι όταν το ρωτήσανε από πού ήρθε δεν θυμόταν τίποτα. Μόνο ότι την λένε Λιάνα. Δεν κοιτάς στη μαγική κρυστάλλινη σφαίρα σου, να δούμε από πού μας ήρθε»;
Κι η Κλοκλό, ξεσκέπασε τη μαγική κρυστάλλινη σφαίρα της που ήταν πάνω στο τραπέζι, ψιθύρισε τα μαγικά της λόγια και σε λίγο στη μαγική κρυστάλλινη σφαίρα, εμφανίστηκε ένα κοριτσάκι κι αμέσως μετά δίπλα του μια κακάσχημη μάγισσα που του έκανε μάγια. Ύστερα η εικόνα έγινε θολή κι εξαφανίστηκε.
«Πω, πω…», έκανε η Κλοκλό. «Το παπάκι δεν είναι παπάκι. Είναι κοριτσάκι που μια κακιά μάγισσα, το έκανε παπάκι».
Γύρισα και κοίταξα τη Λιάνα το παπάκι. «Βρε Λιάνα μου», της είπα, «από τη μια μάγισσα πέφτεις στην άλλη. Έχεις μαγισσομαγνήτη»!
Κι αμέσως η Κλοκλό, έβαλε τη Λιάνα το παπάκι πάνω στο τραπέζι, πήρε το μαγικό ραβδί της, το ακούμπησε απαλά στο κεφάλι της Λιάνας και μουρμούρισε κάτι μαγικά λόγια. Και τότε… μπροστά μας εμφανίστηκε ένα πανέμορφο κοριτσάκι γύρω στα δώδεκα, με μεγάλα μπλε μάτια!
«Α, γι’ αυτό ήταν μπλε το παπάκι, πήρε το χρώμα από τα μάτια του κοριτσιού», μουρμούρισα.
Το κοριτσάκι κοιτούσε σαν χαμένο γύρω του.
«Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εδώ», ρώτησε.
«Δεν θυμάσαι τι έχει γίνει» της λέω εγώ.
«Όχι, έπαιζα στην αυλή του σπιτιού μου και ξαφνικά βρέθηκα εδώ»!
«Πώς σε λένε, μωρό μου», τη ρώτησα.
«Λιάνα Παπάκη», μου λέει.
«Όχι, δεν είσαι πια παπάκι», της λέω, «είσαι κοριτσάκι».
«Το ξέρω», μου απαντάει εκείνο, «έτσι με λένε».
«Ε!…» έκανα εγώ σαν χαμένος. «Και τη μαμά σου και τον μπαμπά σου πώς τους λένε, τη ρώτησα.
«Μιχάλη Παπάκη και Χριστίνα Παπάκη», μου απάντησε το κοριτσάκι.
«Δηλαδή από πού είσαι», τη ρώτησα.
«Από την Κρήτη».
«Αααα…», άνοιξα δυο πήχες το στόμα μου! «Δηλαδή είσαι Κρητικιά και δεν είσαι παπάκι, αλλά Παπάκη, με ήτα».
«Ε, ναι…» μου είπε εκείνη και με κοίταξε με ένα βλέμμα σαν να μου έλεγε, «χαζός είσαι;»
Να μην σας τα πολυλογώ, καταλάβαμε ότι κοριτσάκι το έκανε για κάποιο άγνωστο λόγο η μάγισσα παπάκι, από το επίθετό της. Κι αφού η Λιάνα μας εξήγησε από ποιο χωριό της Κρήτης ήταν, την πήρα και την πήγα πετώντας εκεί, στο σπίτι της. Οι γονείς της που ήταν είχαν, όπως μου είπαν, για κανένα χρόνο χαμένη έκαναν σαν τρελοί από τη χαρά τους και μια φίλαγα κι αγκάλιαζαν τη Λιάνα και μια εμένα. Και το τι γιορτή έγινε δεν περιγράφεται. Τι πεντοζάλη, τι ρακές, τι μπαλοθιές, τι τρομερά φαγητά, πέσανε δεν περιγράφεται. Τρομερό γλέντι! Και γύρισα πίσω πετώντας την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος…



Μμμ… Σας βλέπω να χαμογελάτε πονηρά και να σκέφτεστε ότι σας είπα κάποιο παραμύθι και πού τα βρίσκω όλα αυτά, ε; Χα! Αφού σας έχω πει ότι σας λέω τις περιπέτειές μου, γιατί δε με πιστεύετε; Για πηγαίνετε ΕΔΩ με ένα κλικ, και κοιτάξτε το «ΠΙ» στον τηλεφωνικό κατάλογο της Κρητηνίας. Κι αν δεν σας φτάνει αυτό, γράψτε «Παπάκης» στο Google και θα βρείτε: και Ντίνος Παπάκης, και Δημήτρης Παπάκης, και Νίκος Παπάκης και μέχρι ποδοσφαιριστή Παπάκη στην Αθλητική Ένωση Πολυκάστρου , για να μην πω ότι θα βρείτε και Πάνο Παπάκη, στο Face Book!
Αυτά, για να μάθετε να με πιστεύετε ότι σας λέω τις περιπέτειές μου κι όχι παραμύθια.

Πιλάβιος Νίκος

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΓΑΤΩΝ


Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΩΝ ΓΑΤΩΝ
του Emile Zola

Απόδοση: Τζέλη Κατσίκα

Ήμουν τότε, μόνο δύο χρονών και μπορώ να πω ότι ήμουν η πιο χοντρή και αφελής γάτα που υπήρχε. Αν και ήμουν σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία, εν τούτοις είχα όλη την αλαζονεία ενός ζωντανού, που περιφρονεί τη θαλπωρή του σπιτιού.
Πόσο τυχερή ήμουν, πράγματι, που η θεία πρόνοια μου είχε προσφέρει για να μένω, το σπίτι της θείας σου ! Αυτή η γυναίκα με λάτρευε. Είχα, στο βάθος της ντουλάπας, ένα κανονικό υπνοδωμάτιο, με πουπουλένια μαξιλάρια και τριπλά μαλακά σκεπάσματα. Η τροφή μου ήταν εξίσου εξαιρετική ! Ποτέ σκέτο ψωμί, ή σούπα αλλά πάντοτε καλοδιαλεγμένο φρέσκο κρέας.
Λοιπόν, μέσα σ’ όλο αυτό το πλούτο, είχα μόνο μια έντονη επιθυμία, ένα όνειρο ! Κι αυτό ήταν να γλιστρήσω έξω από το παράθυρο, να δραπετεύσω και να βρεθώ πάνω στις στέγες! Τα χάδια μ’ ενοχλούσαν και το μαλακό μου κρεβάτι μούφερνε ναυτία.
Από την άλλη, ήμουν τόσο χοντρή που σιχαινόμουν τον εαυτό μου και με δυο λόγια είχα βαρεθεί να είμαι όλη μέρα τόσο ευτυχισμένη...
Πρέπει να σου πω, ότι μια φορά, τεντώνοντας λίγο το λαιμό μου είχα δει μια στέγη, ακριβώς έξω από το παραάθυρό μου. Εκείνη την ημέρα, τέσσερις γάτες έπαιζαν εκεί πάνω, η μια με την άλλη. Με τις ουρές τους σηκωμένες όρθιες και τη γούνα τους καρφί έπαιζαν πάνω στους μπλε σχιστόλιθους της ταράτσας, που τους έψηνε ο ήλιος, με όλη την ευτυχία ζωγραφισμένη στα μάτια τους...
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ένα τόσο εξαιρετικό θέαμα. Και από τότε είχα μια έμμονη ιδέα και πεποίθηση ότι εκεί έξω, πάνω σ’ αυτή τη στέγη υπήρχε η πραγματική ευτυχία. Εκεί έξω, πέρα απ’ αυτό το παράθυρο που ήταν πάντα τόσο προσεκτικά κλεισμένο. Σε απόδειξη αυτού του ισχυρισμού, θυμήθηκα ότι η πόρτα του ντουλαπιού μέσα στο οποίο η καλή γυναίκα φύλαγε το κρέας, ήταν το ίδιο προσεκτικά κλεισμένη...!
Πήρα τη μεγάλη απόφαση να φύγω ! Στο κάτω-κάτω, θα πρέπει να υπάρχουν κι άλλα πράγματα στη ζωή, πέρα από ένα αναπαυτικό κρεβάτι. Εκεί έξω, υπάρχει το άγνωστο, το ελκυστικό, το ιδανικό...!
Και ξαφνικά, μια μέρα ξέχασαν το πράθυρο της κουζίνας ανοιχτό...
Έδωσα ένα σάλτο και βρέθηκα στη στέγη ακριβώς απέναντι. Το πόσο όμορφες ήταν οι στέγες των σπιτιών, δεν μπορώ να σου πω. Τα πλατιά γείσα που πλαισίωναν τις σκεπές των σπιτιών ανέδιδαν ερεθιστικές μυρωδιές. Ακολούθησα προσεκτικά αυτά τα γείσα μέσα στα οποία οι απαλές πατούσες μου βυθίστηκαν σε μια εξαιρετική λάσπη που ήταν χλιαρή και είχε μια ατέλειωτα γλυκιά μυρωδιά. Ένοιωσα σαν να περπατάω πάνω σε βελούδο ! Και ο ήλιος έλαμπε και μια ευεργετική ζεστασιά χάιδευε το στρουμπουλό και αναφουφουλιασμένο από τη χαρά κορμί μου.
Δεε θα σου κρύψω, βέβαια, το γεγονός ότι όλη την ώρα έτρεμα. Υπήρχε κάτι που επισκίαζε την ευτυχία μου.
Θυμάμαι ιδιαίτερα, την τρομερή συναισθηματική αναστάτωση, που μάλιστα μ’ έκανε να χάσω και τον βηματισμό μου πάνω στις πλάκες, που μου προξένησε η παρουσία τριών γεροδεμένων αρσενικών γάτων, οι οποίοι κύλησαν από την κορφή της στέγης με κραυγές ενθουσιασμού...
Όσο για μένα, όταν έδειξα σημάδια φόβου, μου είπαν ότι ήμουν μια χαζή χοντρή χήνα και επέμειναν ότι τα νιαουρητά τους δεν ήταν παρά μόνο γέλια. Αποφάσισα να τους μιμηθώ και άρχισα και γω να ουρλιάζω. Μου φάνηκε πολύ αστείο, παρόλο που, αυτά τα τρία παλικάρια δεν ήταν τόσο παχιά σαν εμένα και γέλασαν κοροϊδευτικά όταν με είδαν να κυλάω σαν μπάλα πάνω στη ζεστή από τον ήλιο στέγη.
Ένας πολύ γοητευτικός και αρρενωπός γάτος, μέλος αυτής της παλιοπαρέας με τίμησε ιδιαίτερα με τη φιλία του. Προσφέρθηκε να με φροντίσει όσον αφορά την επιμόρφωσή μου, μια προσφορά που δέχθηκα αμέσως με ευγνωμοσύνη.
Ω, πόσο μακρινές μου φαίνοντα εκείνη τη στιγμή όλες οι ανέσεις που μου προσέφερε η θεία σου ! Μέχρι που ήπια νερό από τα ρυάκια του δρόμου και μου φάνηκε δύο φορές πιο νόστιμο από το γλυκό γάλα του σπιτιού. Όλα ήταν φανταστικά !
Μια θηλυκιά γάτα μας προσπέρασε, μια πραγματική καλλονή και η θέα της με γέμισε με παράξενα συναισθήματα. Μέχρι τότε, μόνο στον ύπνο μου είχα δει ένα τέτοιο θεσπέσιο πλάσμα με τόσο φανταστικά καλοσχηματισμένα οπίσθια ! Οι τρεις σύντροφοί μου και γω προχωρήσαμε βιαστικά για να συναντήσουμε τη θεσπέσια αυτή ύπαρξη. Προπορευόμουν των τριών για να επιδώσω στο γοητευτικό θηλυκό τα διαπιστευτήριά μας. Αλλά ξαφνικά, ένας από τους συντρόφους μου, μου ριξε μια τόσο δυνατή δαγκωνιά στο λαιμό που μ’ έκανε να βγάλω κραυγές πόνου.
«Εεε, τί γίνεται εδώ;» επενέβη αμέσως ο προστάτης μου τραβώντας με συγχρόνως παράμερα.
«Έλα, δεν πειράζει, θα συναντήσουμε πολλές τέτοιες κυρίες και θα μπορέσεις να μιλήσεις μαζί τους. Πάμε τώρα».
Ύστερα από μιας ώρας περπάτημα, είχα μια λυσσασμένη όρεξη...!
«χμμ... και τι τρώμε πάνω σ’ αυτές τις όμορφες στέγες;» ρώτησα τον γοητευτικό φίλο μου. «Ό,τι βρίσκουμε», απάντησε εκείνος λακωνικά. Η απάντηση αυτή μ’ έκανε λίγο σκεπτική γιατί, καθώς δεν ήμουν κυνηγιάρα δεν μπορούσα να βρω τίποτα.
Τελικά, κοιτάζοντας μέσα από ένα φεγγίτη είδα έναν νεαρό εργάτη που ετοίμαζε το πρωϊνό του. Πάνω στο τραπέζι, ακριβώς μπροστά στο περβάζι του παράθυρου, μια ιδιαίτερα ζουμερή και κόκκινη μπριζόλα με κοίταζε και την κοίταζα.
«Να μια ευκαιρία για μένα...» σκέφθηκα μάλλον αφελώς, και δίνοντας ένα σάλτο πάνω στο τραπέζι άρπαξα τη μπριζόλα ! Αλλά, δυστυχώς, ο εργάτης με είδε και αρπάζοντας και κείνος μια σκούπα μου τις έβρεξε για τα καλά στη ράχη μου. Πέταξα το κρέας από το στόμα μου και βρίζοντας χυδαία... έφυγα τρέχοντας.
«Μα που ζεις εσύ;» με ρώτησε ο φίλος μου, «δεν ξέρεις ότι το κρέας πάνω στα τραπέζια, είναι μόνο για να το βλέπουμε από μακριά; Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ψάχνουμε στα σκουπίδια...».
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το κρέας της κουζίνας δεν ανήκει ...και στις γάτες... Το στομάχι μου είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται έντονα. Ο όμορφος γάτος προσπάθησε να με παρηγορήσει λέγοντάς μου πως έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το βράδυ. Μετά, είπε, θα πηδούσαμε από τις στέγες κάτω στο δρόμο και ψάχναμε για τροφή στους σωρούς των σκουπιδιών. «Θα περιμένουμε τη νύχτα» επιβεβαίωσε ήρεμα σαν φιλόσοφος γάτος που ήταν ο φίλος μου. Αλλά για μένα, η σκέψη και μόνο αυτής της παρατεταμένης νηστείας μ’ έκανε να λιποθυμήσω.
Η νύχτα έπεσε αργά, μαζί με μια καταχνιά και μια ψύχρα που μ’ έκανε να τουρτουρίζω. Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν λίγο αργότερα όταν άρχισε να βρέχει. Μια ψιλή διαπεραστική βροχή, που μαζί με το δυνατό ουρλιαχτό του αέρα μας μαστίγωνε ανελέητα.
Ξαφνικά οι δρόμοι μου φάνηκαν απελπιστικοί. Δεν είχε μείνει τίποτα από την ωραία ζεστασιά του μεγάλου ήλιου, πάνω στις στέγες όπου κανείς μπορεί να παίξει τόσο ευχάριστα. Οι τρυφερές πατούσες μου γλίστραγαν πάνω σ’ αυτά τα...σιχαμένα πεζοδρόμια και άρχισα να σκέφτομαι με κάποια νοσταλγία τα τριπλά μου σκεπάσματα και τα πουπουλένια μαξιλάρια μου. Μόλις που είχαμε φθάσει στο δρόμο και ο ωραίος φίλος μου, άρχισε να τρέμει, μαζεύτηκε έγινε μικρός, πολύ μικρός και άρχισε να περνάει αθόρυβα και κρυφά τους τοίχους των σπιτιών συμβουλεύοντας και μένα, μέσα απ’ τα δόντια του να κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Όταν καταφέραμε και φθάσαμε στο κεφαλόσκαλο μιας εξώπορτας κρύφτηκε πίσω απ’ αυτήν και άρχισε να ρονρονίζει ικανοποιημένος. Όταν τον ρώτησα προς τι αυτή η παράξενη συμπεριφορά μου είπε: «βλέπεις αυτόν εκεί τον άνθρωπο με το αγκίστρι και με το καλάθι;» «τον βλέπω» του απάντησα, «ε, λοιπόν αν μας είχε δει, θα μας είχε πιάσει θα μας είχε ψήσει στη θράκα και θα μας είχε φάει!».
«Θα μας είχε ψήσει στη θράκα και θα μας είχε φάει;;;» αναφώνησα κατατρομαγμένη και αυτόματα μίκρυνα το σώμα μου σαν για να προγυλαχτώ από κάτι. Μα τότε, οι δρόμοι αυτοί δεν είναι για κάποιους σαν εμάς. Όχι απλά δεν μπορούμε να φάμε αλλά αντιθέτως μας τρώνε...! ή ο φίλος μου ο γάτος θέλησε να με τρομάξει υπερβολικά για να προσέχω... ή ακόμα ένοιωθε πιο πολύ σαν ψάρι παρά σαν γάτος, γιατί ο άνθρωπος που μου έδειξε ήταν ένας ψαράς!
Στο μεταξύ, είχαν αρχίσει να βγάζουν έξω, στις άκρες του δρόμου, τα σκουπίδια. Τα παρατηρούσα όλο και με μεγαλύτερη απελπισία. Το μόνο που βρήκα ήταν δυο τρία στεγνά κόκαλα που προφανώς τα είχαν πετάξει εκεί ανάμεσα στις στάχτες. Και τότε ακριβώς και σε κείνο το μέρος έκανα την πικρή διαπίστωση του πόσο λαχταριστό πραγματικά και ελκυστικό μπορεί να είναι ένα πιάτο φρέσκο κρέας !
Ο φίλος μου λοιπόν, σκαρφάλωσε πάνω στους σωρούς των σκουπιδιών με μια τέλεια τεχνική. Εγώ δε, αναγκάστηκα να σκαλίζω δεξιά και αριστερά όλη τη νύχτα ψάχνοντας με μεγάλη προσοχή κάθε πέτρα στο καλντερίμι του δρόμου και μάλιστα χωρίς καμιά βιασύνη.
Μετά από δέκα ώρες ασταμάτητης βροχής όμως, ολόκληρο το σώμα μου άρχισε να τρέμει. Να πάρει η ευχή, σκέφτηκα, δεν θέλω ούτε το δρόμο ούτε την ελευθερία μου. Πόσο λαχταρώ τη φυλακή μου !
Όταν ξημέρωσε, το όμορφο αρσενικό που ήταν παρέα μου, παρατήρησε πως είχα αδυνατίσει.
«Κουράστηκες ε;» με ρώτησε με παράξενο ύφος.
«Κουράστηκα πολύ», του απάντησα
«Θέλεις να γυρίσεις σπίτι σου;»
«Ασφαλώς και θέλω αλλά πως μπορώ τώρα να βρω το δρόμο;»
«Έλα δω κοντά μου» μου είπε το χαριτωμένο και καλόκαρδο αυτό αρσενικό και συνέχισε: «χθες το πρωϊ όταν σε είδα να βγαίνεις από το παράθυρο, κατάλαβα αμέσως πως μια χοντρή γάτα σαν κι εσένα δεν είναι φτιαγμένη για τις χαρές και τις απολαύσεις της ελευθερίας. Ξέρω που μένεις, μπορώ να σε πάω μέχρι τη πόρτα του σπιτιού σου».
Όλα αυτά τα είπε με τον πιο απλό και ήρεμο τρόπο ο όμορφος και αξιοπρεπής αυτός ο φίλος μου και όταν τελικά φθάσαμε μπροστά στο σπίτι μου, χωρίς το παραμικρό ίχνος συγκίνησης μου είπε: «Αντίο λοιπόν!». «Όχι, όχι περίμενε» διαμαρτυρήθηκα, «δεν θα σε αφήσω έτσι. Θα έρθεις μαζί μου. Θα μοιραστούμε και το κρεβάτι μου και το φαϊ μου. Η κυρία μου είναι μια πολύ καλή γυναίκα...». Εκείνος όμως δεν με άφησε να τελειώσω τη φράση μου, «σταμάτα» μου είπε απότομα, «θα πρέπει νασαι τρελή! Εγώ θα πέθαινα μέσα σ’ αυτή την αποπνικτική και πουπουλένια ατμόσφαιρα που ζεις εσύ. Οι ελεύθερες γάτες, ποτέ δεν θα διάλεγαν τις ανέσεις σου και τα πουπουλένια κρεβάτια σου με κόστος το περιορισμό τους μέσα στο σπίτι, θάταν σκέτη φυλακή! Αντίο λοιπόν».
Μ’ αυτές τις λέξεις σκαρφάλωσε ξανά στη στέγη. Είδα την περήφανη και λεπτή σιλουέτα του να ανατριχιάζει ευχάριστα καθώς αισθανόταν πάλι την πρώτη ζεστασιά του πρωϊνού ήλιου.
Όταν μπήκα στο σπίτι, η θεία σου μου έκανε αυστηρές συστάσεις περί πειθαρχίας και με τιμώρησε με το τρόπο της. Μια τιμωρία που δέχτηκα με τη μεγαλύτερη χαρά... και ζεστασιά και ενώ εκείνη μου έδινε τα πιο μαλακά χτυπήματα για να με τιμωρήσει εγώ σκεφτόμουν το ζουμερό κρέας που θα μου έδινε αμέσως μετά...
Βλέπεις, κι αυτή είναι μια δεύτερη σκέψη, που έκανα καθώς τέντωνα το ταλαιπωρημένο μου κορμί μπροστά από τη φωτιά, βλέπεις λοιπόν η πραγματική ευτυχία, ο παράδεισος είναι εκεί όπου κάποιος μπορεί να βρει ένα καλό αφεντικό και ένα ζεστό πιάτο φαί, έστω και λίγη τιμωρία και λίγη φυλακή...
Αλλά μη ξεχνάς πως μιλάω για γάτες!

Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Μια ιστορία για το φόβο -Πιλάβιος Νικος

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μικρό αγόρι σε κάποια φτωχογειτονιά μιας μεγάλης πόλης. Ζούσε μαζί με τη μητέρα του, τον πατέρα του και τις δύο μικρότερες αδελφές του. Το μικρό διαμέρισμα με τα δύο δωμάτια, όπου ζούσε αυτός και η οικογένειά του, ήταν ένα μικρό υπόγειο. Από τη μεριά τού δρόμου τα παράθυρα του σπιτιού είχαν για θέα τα πόδια των περαστικών μέχρι τον αστράγαλο. Από την μεριά της κουζίνας, όμως, το παράθυρο έβλεπε σε ένα μεγάλο κοινόχρηστο κήπο που δεν πήγαινε ποτέ κανείς - εκτός από το μικρό αγόρι.



Ο κήπος δεν ήταν περιποιημένος, αλλά έμοιαζε με ξεχασμένο παράδεισο μέσα στη μεγάλη πόλη, έτσι καθώς ήταν γεμάτος με αγριολούλουδα, μικρούς θάμνους, δυο τρία μικρά δέντρα, μια αγριοσυκιά, μία πανέμορφη μωβ βουκαμβίλια σκαρφαλωμένη στη μάντρα που χώριζε τον κήπο από τον πίσω δρόμο όπου δεν υπήρχαν ψηλά σπίτια, αλλά ένα μεγάλο άδειο οικόπεδο και τέλος έναν, τρομερό, πανύψηλο φοίνικα, που έμοιαζε εκεί σαν μετανάστης από την Αφρική. Έτσι, όταν ήσουν στον κήπο μπορούσες να βλέπεις το γαλάζιο ουρανό και τα μικρά σύννεφα που μερικές φορές έμοιαζαν στο αγόρι με παχουλά παιδάκια που κυνηγιόντουσαν και τον καλούσαν να παίξει μαζί τους. Και το μικρό αγόρι, τέντωνε τα χέρια του και φανταζόταν ότι πέταγε ψηλά για να τα συναντήσει, εκεί πάνω με την απέραντη άπλα, τη βαθιά ησυχία και το υπέροχο φως, μακριά από το στενόχωρο σκοτεινό σπίτι του και το θόρυβο της μεγάλης πόλης.

Ναι, αυτός ο κήπος ήταν ο παράδεισος για το μικρό αγόρι. Σκαρφάλωνε στην αγριοσυκιά, μάσαγε μερικούς από εκείνους τους κίτρινους μικρούς καρπούς που έπεφταν από τους φοίνικες, κυνήγαγε τις γάτες και τα πουλιά που επισκέπτονταν τον κήπο και μουρμούριζε συνέχεια, σαν να μιλούσε σε κάποια άλλα παιδιά που παίζανε μαζί του. Κι ώρες ώρες, είχε μια αίσθηση ότι ήταν πάνω σε μια μεγάλη σκηνή και τον παρακολουθούσε κόσμος και τότε μίλαγε δυνατά. «Πάλι παραμιλάς;» τον ρώταγε η μάνα του, που μερικές φορές πήγαινε να δει τι κάνει ο γιος της - που ανησυχούσε να τον βλέπει ώρες ώρες πολύ «φευγάτο» - και τον πλησίαζε χωρίς εκείνος να την πάρει χαμπάρι. Το μικρό αγόρι τρόμαζε ξαφνιασμένο και μετά γελώντας την αγκάλιαζε από τη μέση κι εκείνη του χάιδευε το κεφάλι. Πω, πω… αυτός με τη μάνα του μόνοι τους οι δυο τους στον κήπο αγκαλιά! Ε, αυτή ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορούσε να νοιώθει το μικρό αγόρι. Γι’ αυτό και ήταν κάπως σαν θαύμα, πού ξέφυγε πολύ νωρίς από την επιρροή της, πριν τα είκοσι, ενώ άλλοι φίλοι του συνέχισαν να επηρεάζονται από τις μάνες τους μέχρι που έφυγαν εκείνες από τη ζωή και ίσως και μετά.

Όπως σε όλους τους ανθρώπους, έτσι και στο μικρό αγόρι άρχισαν να μπαίνουν από πολύ νωρίς διάφοροι φόβοι μέσα στην καρδιά του. Όχι οι πρακτικοί φόβοι, μην το πατήσει αυτοκίνητο, μην κάψει το χέρι του στην κουζίνα, μην βγει έξω χωρίς παλτό και κρυώσει και τέτοια. Αλλά το άλλο είδος φόβων, των ψυχολογικών, αυτών που ριζώνουν από τότε που είμαστε μικροί στην καρδιά κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν κι αλλάζουν: Ο φόβος μήπως δεν είσαι καλός μαθητής, ο φόβος μήπως δεν είσαι καλό παιδί, ο φόβος μήπως οι άλλοι είναι πιο έξυπνοι από σένα, ο φόβος μήπως πάψουν να σ’ αγαπάνε οι γονείς σου, ο φόβος μήπως δεν είσαι σαν τους άλλους και σε απομονώσουν και μείνεις μόνος σου, ο φόβος τι θα πουν οι άλλοι, ο φόβος της τιμωρίας· και ο χειρότερος φόβος μήπως δεν γίνεις κάποιος σπουδαίος, που σημαίνει ότι δεν αφήνεις να ανθίσει αυτό που πραγματικά είσαι, αλλά προσπαθείς να γίνεις αυτό που άλλοι σου έχουν φυτέψει από μικρό μέσα σου ότι πρέπει να γίνεις: οι γονείς σου, οι συγγενείς σου, το σχολείο, η κοινωνία, η θρησκεία, η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, η διαφήμιση… Κι έτσι το μικρό αγόρι - για να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό - θα έχανε τον εαυτό του, αν δεν του συνέβαινε κάτι, τότε που ήταν ακόμα μικρός, κάτι που του έμαθε να μην φοβάται το φόβο.

Αυτή η μικρή αυλή, λοιπόν, που φάνταζε σαν παράδεισος στο μικρό αγόρι, βρισκόταν στην άλλη μεριά από το υπόγειο διαμέρισμα όπου έμενε. Για να φτάσεις στην αυλή, έπρεπε να διασχίσεις όλο το υπόγειο της πολυκατοικίας, περνώντας από ένα μακρύ σκοτεινό διάδρομο. Σ’ αυτόν το διάδρομο υπήρχαν οι αποθήκες των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας και οι λάμπες που υπήρχαν στο ταβάνι ήταν πάντα καμένες γιατί σπάνια κατέβαινε κανείς εκεί κάτω. Μόνο το μικρό αγόρι πέρναγε κάθε μέρα από αυτό το διάδρομο για να πάει στην αυλή να παίξει. Ο σκοτεινός αυτός μακρύς διάδρομος, έμοιαζε με ξαπλωμένο ΗΤΑ κεφαλαίο. Στην κάτω αριστερή άκρη ήταν η πόρτα του σπιτιού του μικρού αγοριού και στην πάνω δεξιά η πόρτα της αυλής. Όταν ξεκινούσες, στην αρχή του διαδρόμου υπήρχε λίγο φως που ερχόταν από τη σκάλα της πολυκατοικίας που κατέβαινε στο υπόγειο, κι όταν έπαιρνες την τελευταία στροφή, ερχόταν λίγο φως της αυλής από την κλειστή, αλλά σαραβαλιασμένη ξύλινη πόρτα της. Το χειρότερο κομμάτι του διαδρόμου ήταν το μεσαίο, σαν να λέμε η γραμμή που ενώνει τα δύο πόδια του κεφαλαίου ΗΤΑ. Εκεί υπήρχε απόλυτο σκοτάδι! Το μικρό αγόρι δεν είχε ξαναδεί τίποτα πιο σκοτεινό μέχρι τότε στη ζωή του. Και φοβόταν πολύ το σκοτάδι. Ένοιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά του, γι’ αυτό και τα βράδια στο δωμάτιό του, η μάνα του άναβε ένα καντήλι για να έχει λίγο φως το δωμάτιο. Έτσι, όταν ήθελε να πάει στην αυλή να παίξει - συνήθως μόλις γύριζε από το νηπιαγωγείο και μετά, από την πρώτη τάξη του Δημοτικού - έλεγε στη μαμά του να τον πάει. Εκείνη τον πήγαινε στην αυλή και τον άφηνε εκεί. Κι όταν το αγόρι ήθελε να γυρίσει πίσω, πήγαινε στην άλλη άκρη της αυλής όπου υπήρχε το παράθυρο της κουζίνας του σπιτιού του και φώναζε τη μαμά του να τον πάρει.
Και ήρθε εκείνη η μέρα που δεν θα την ξέχναγε ποτέ στη ζωή του, σε όποια ηλικία κι αν είχε φτάσει. Ήταν Μάης κι είχε καλοκαιριάσει για καλά στην πόλη. Το μικρό αγόρι πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού. Την τελευταία ώρα στο μάθημα, κοίταζε έξω από τα μεγάλα παράθυρα της τάξης του τον γαλάζιο ουρανό, κι ονειρευόταν πότε θα βρεθεί στην αυλή του για να παίξει. Έτσι, μόλις σχολάσανε, έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του, που ήταν δυο βήματα από το σχολείο, και ζήτησε χαρούμενο στη μαμά του να τον πάει στην αυλή. Εκείνη, όμως, του απάντησε ότι δεν μπορούσε γιατί είχε αργήσει να ξεκινήσει το μαγείρεμα και δεν γινόταν να σταματήσει. Το αγόρι γκρίνιαξε, παρακάλεσε, αλλά τίποτα. Κάθισε σε μια καρέκλα στενοχωρημένο. Σκέφτηκε να πάει μόνο του, αλλά ένοιωσε τέτοιο φόβο να του σφίγγει το στομάχι και την καρδιά, που παράτησε αμέσως την ιδέα. Δεν πέρασαν, όμως, ούτε πέντε λεπτά κι η ιδέα να πάει μόνος του στην αυλή, ξαναγύρισε στο νου του. Κι όπως καθόταν, κάπως σαν να άρχισε να παρακολουθεί τι γινόταν μέσα του: το σφίξιμο στην καρδιά, το σφίξιμο στο στομάχι και τις σκέψεις που τρέχανε στο κεφάλι του. «Γιατί να μην πάω;» έλεγε η μία σκέψη. «Μα είναι πολύ σκοτεινά, πώς θα φτάσεις στην αυλή; Αν είχες φακό, θα πήγαινες», είπε η άλλη. «Κρίμα να μην έχω φακό», είπε μια άλλη σκέψη. «Και τι θα πάθω στο σκοτάδι», ρώτησε μια πιο θαρραλέα σκέψη. «Πα, πα, πα… ούτε να το συζητάς», είπε μια πιο φοβητσιάρα απ’ όλες σκέψη. «Μην είσαι φοβητσιάρης μωρέ! Τι θα πάθεις; Θα σε φάει μπαμπούλας;», φώναξε άλλη μια θαρραλέα σκέψη. «Μμμ… Αυτό μου το έλεγε η μαμά μου όταν ήμουν πολύ μικρός», σκέφτηκε το αγόρι. «Μην βγεις ποτέ μόνος από το σπίτι γιατί θα σε φάει μπαμπούλας». «Κι έχεις δει εσύ ποτέ κανένα μπαμπούλα», ρώτησε μία πολύ λογική σκέψη. Και τότε το μικρό αγόρι, κατάλαβε ξαφνικά, σαν να άστραψε ένα φλας φωτογραφικής μηχανής στο κεφάλι του, ότι όλες ατές οι σκέψεις που έμοιαζαν να κυνηγούν η μια την άλλη μέσα στο κεφάλια του -και οι θαρραλέες και οι φοβητσιάρες, όλες ήταν αυτός ο ίδιος. Άρα δεν υπήρχε και ένα κακό παιδί μέσα του και ένα καλό, όπως του λέγανε, όλα ήταν αυτός. Και καθώς παρακολουθούσε όλα όσα γίνονταν στο κεφάλι του, αποφάσισε να πάει μόνος του στην αυλή. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.



Ο διάδρομος, σκοτεινός τον περίμενε στα δεξιά του. Προχώρησε. Ένοιωσε σαν να μπαίνει σε μια σκοτεινή σπηλιά. Η καρδιά του έτρεμε. Έκανε δυο βήματα και σταμάτησε. Κοίταξε πίσω του. Από ‘κει ερχόταν ακόμα το λιγοστό φως από την κεντρική σκάλα της πολυκατοικίας. Γύρισε το κεφάλι του και προχώρησε. Κι έφτασε στο πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής. Στον μεσαίο διάδρομο, όπου υπήρχε απόλυτο σκοτάδι. Φοβήθηκε πολύ. Αλλά πράγμα παράξενο, ενώ φοβόταν, δεν τον ένοιαζε που φοβόταν κι έτσι δεν έκανε πίσω. Του φάνηκε και λίγο αστείο που δεν φοβόταν να φοβάται. Κοίταξε μπροστά του, πήρε μια βαθιά ανάσα και χώθηκε στο σκοτάδι. Προχωρούσε αργά, αλλά χωρίς δισταγμό. Μέσα στη φοβερή ησυχία του υπόγειου διάδρομου, άκουγε την καρδιά του να χτυπάει. Έτσι που δεν έβλεπε τίποτα γύρω του από το πηχτό σκοτάδι που τον τύλιγε, ένοιωθε σαν να βρισκόταν στο κενό. Τότε ήταν που άκουσε ένα θόρυβο σαν θρόισμα φύλλου, κι ένοιωσε κάτι να τον ακουμπάει φευγαλέα στο δεξί του παπούτσι. Σταμάτησε. Πάγωσε ολόκληρος. Μόλις τον είχε ακουμπήσει ένα ποντίκι. Και φοβόταν τρομερά τα ποντίκια. Του ‘ρθε να φωνάξει, «μαμά», να το βάλει στα πόδια και να γυρίσει πίσω. Αλλά να και πάλι εκείνο το περίεργο που ενώ φοβόταν, την ίδια στιγμή δεν τον ένοιαζε και που φοβόταν. Προχώρησε. Ήθελε λίγο ακόμα για να πάρει τη στροφή και να βρεθεί στον τελευταίο διάδρομο, όπου θα ερχόταν το φως από την μισοξεχαρβαλωμένη πόρτα της αυλής. «Λίγο έμεινε» σκέφτηκε, ενώ ένοιωθε τις αισθήσεις του να δουλεύουν όλες μαζί στο φουλ: Άκουγε και τον παραμικρό ήχο, μύριζε τον μουχλιασμένο αέρα του υπόγειου, κοίταγε το σκοτάδι με ένταση, γευόταν το σάλιο στο στόμα του κι έτριβε τα δάχτυλά του στο παντελόνι του, γιατί η αφή του τον έκανε να νοιώθει ότι υπάρχει. Κοίταξε πάλι πίσω του: Σκοτάδι. Κοίταξε μπροστά του: Σκοτάδι. Σήκωσε το δεξί του χέρι και ψηλάφησε τον τοίχο. Λίγα βήματα ακόμα. Και να, τα δάχτυλά του τού είπαν ότι έφτασε στο τέλος του τοίχου του μεσαίου διάδρομου. Πήρε γρήγορα τη στροφή… και να το φως της αυλής που περνούσε από τις χαραμάδες της παλιάς ξύλινης πόρτας σαν για να τον καλωσορίσει. Ασυγκράτητος πια, έτρεξε προς την πόρτα και την άνοιξε με ορμή. Για δευτερόλεπτα έκλεισε τα μάτια του που δεν άντεχαν το δυνατό φως του ήλιου που πλημύρισε τον σκοτεινό διάδρομο και διέλυσε το σκοτάδι. Βγήκε έξω. Μόλις πάτησε στο χώμα, ένοιωθε τα μάτια του να τρέχουν δάκρυα χαράς. Έτρεξε στο παράθυρο της κουζίνας του σπιτιού του όπου ήταν η μάνα του και μαγείρευε. «Μαμά, μαμά…» φώναξε χαρούμενος, «κοίτα, ήρθα μόνος μου στην αυλή»! Η μάνα κοίταξε το μικρό αγόρι και του είπε κι εκείνη χαρούμενη: «Μπράβο το παιδί μου που μεγάλωσε…» Το μικρό αγόρι, ένοιωσε περήφανο με τα λόγια τής μαμάς του κι έπαιξε όσο ποτέ δεν είχε παίξει στην μικρή αυλή. Κι από εκείνη την ημέρα, πήγαινε πάντα μόνος του πια στην αυλή για να παίξει. Έκανε αυτή τη διαδρομή πολλές φορές από τότε. Αλλά από εκείνη την πρώτη φορά, του έμεινε μια αίσθηση σαν να είχε κάνει ήταν το μακρύτερο ταξίδι της ζωής του. Ένα ταξίδι που το είχε κάνει παρέα με το φόβο, χωρίς να τον φοβάται .

Έτσι, το μικρό αγόρι, χωρίς να το ξέρει, έμαθε μια μεγάλη τέχνη: την τέχνη να μην φοβάται το φόβο. Γιατί όταν δεν φοβάσαι να φοβάσαι, όταν δεν κουκουλώνεις μέσα σου το φόβο καθώς γεννιέται, αλλά τον αφήνεις να έρχεται και να φεύγει παρακολουθώντας τον και καμιά φορά προκαλώντας εσύ, πριν σε προλάβει αυτός, τότε μπορεί να έρθει μια μέρα που δεν θα φοβάσαι ποτέ τίποτα, εκτός βέβαια από πρακτικά πράγματα, που είναι φυσικό. Τότε θα έχεις τελειώσει με όλους τους ψυχολογικούς φόβους από τον πιο απλό, μέχρι το φόβο του θανάτου. Θα έχεις τελειώσει με όλους τους φόβους που γεννάνε μέσα σου από την απλή ανησυχία μέχρι τη βία και το φόνο, δηλαδή το Κακό. Γι’ αυτό και ίσως ο φόβος να είναι το μόνο που θρέφει την ύπαρξη του Κακού στον κόσμο, ίσως ο ίδιος να είναι το μόνο Κακό που υπάρχει και μάχεται το Καλό.

Νικος Πιλάβιος
http://www.paramithas.gr

Πέμπτη 14 Μαΐου 2009

Ίχνη στην άμμο ... .


Μιὰ νύχτα κάποιος ἄνθρωπος εἶδε ἕνα ὄνειρο.

Ὀνειρεύτηκε ὅτι βάδιζε σὲ μία ἀκρογιαλιὰ μαζί με τὸν Κύριο.

Στὸν οὐρανὸ ἐμφανίζονταν σκηνὲς ἀπ' τὴ ζωή του.

Γιὰ κάθε σκηνὴ ποὺ ἔβλεπε, παρατηροῦσε καὶ δυὸ ζευγάρια

ἀποτυπώματα ποδιῶν πάνω στὴν ἄμμο:
τὸ ἕνα ἦταν δικό του καὶ τὸ ἄλλο τοῦ Κυρίου.
Ἀφοῦ ἄστραψε καὶ ἡ τελευταία σκηνὴ μπροστά του κοίταξε πίσω τ' ἀποτυπώματα στὴν ἄμμο. Πρόσεξε τότε ὅτι πολλὲς φορὲς στὸ μονοπάτι τῆς ζωῆς τοῦ ὑπῆρχε μονάχα ἕνα ζευγάρι ἀποτυπώματα.

Παρατήρησε ἀκόμα ὅτι αὐτὸ συνέβαινε στὶς πιὸ δύσκολες καὶ θλιβερὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς του.
Αὐτὸ τὸν ἔκανε νὰ ἀπορήσει καὶ ρώτησε τὸν Κύριο:

«Κύριε, εἶπες ὅτι ἀπ' τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφάσισα νὰ σ' ἀκολουθήσω θὰ βάδιζες μαζί μου σὲ ὅλη τὴν πορεία. Εἶδα ὅμως ὅτι στὶς πιὸ ταραγμένες στιγμὲς τῆς ζωῆς μου ὑπῆρχε μόνο ἕνα ζευγάρι ἀποτυπώματα. Δὲν καταλαβαίνω γιατί ὅταν σὲ χρειαζόμουν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ ἐσὺ μὲ εἶχες ἐγκαταλείψει».
Ὁ Κύριος ἀπάντησε:

«Υἱέ μου, πολύτιμό μου παιδί, σὲ ἀγαπῶ καὶ ποτὲ δὲν θὰ σὲ ἐγκαταλείψω. Τὸν καιρὸ ποὺ δοκιμαζόσουν καὶ ὑπέφερες, ὅπου εἶδες μόνο ἕνα ζευγάρι ἀποτυπώματα, ἦταν τότε ποὺ σὲ σήκωνα στους ώμουςμου».

http://odevontas.blogspot.com/2009/05/blog-post_08.html

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - Τhe Window



music: Pink Floyd - Hey You

The Window
Two men, both seriously ill, occupied the same hospital room. One man was allowed to sit up in his bed for an hour each afternoon to help drain the fluid from his lungs. His bed was next to the room's only window. The other man had to spend all his time flat on his back.

The men talked for hours on end. They spoke of their wives and families, their homes, their jobs, their involvement in the military service, where they had been on vacation. And every afternoon when the man in the bed by the window could sit up, he would pass the time by describing to his roommate all the things he could see outside the window. The man in the other bed began to live for those one-hour periods where his world would be broadened and enlivened by all the activity and color of the outside world.

The window overlooked a park with a lovely lake, the man said. Ducks and swans played on the water while children sailed their model boats. Lovers walked arm in arm amid flowers of every color of the rainbow. Grand old trees graced the landscape, and a fine view of the city skyline could be seen in the distance. As the man by the window described all this in exquisite detail, the man on the other side of the room would close his eyes and imagine the picturesque scene.

One warm afternoon the man by the window described a parade passing by. Although the other man couldn't hear the band, he could see it in his mind's eye as the gentleman by the window portrayed it with descriptive words. Unexpectedly, an alien thought entered his head: Why should he have all the pleasure of seeing everything while I never get to see anything?

It didn't seem fair. As the thought fermented the man felt ashamed at first. But as the days passed and he missed seeing more sights, his envy eroded into resentment and soon turned him sour. He began to brood and he found himself unable to sleep. He should be by that window - that thought now controlled his life.

Late one night as he lay staring at the ceiling, the man by the window began to cough. He was choking on the fluid in his lungs. The other man watched in the dimly lit room as the struggling man by the window groped for the button to call for help. Listening from across the room he never moved, never pushed his own button which would have brought the nurse running. In less than five minutes the coughing and choking stopped, along with the sound of breathing. Now there was only silence ----- deathly silence.

The following morning the day nurse arrived to bring water for their baths. When she found the lifeless body of the man by the window, she was saddened and called the hospital attendants to take it away -- no works, no fuss. As soon as it seemed appropriate, the other man asked if he could be moved next to the window. The nurse was happy to make the switch, and after make sure he was comfortable, she left him alone.

Slowly, painfully, he propped himself up on one elbow to take his first look. Finally, he would have the joy of seeing it all himself. He strained to slowly turn to look out the window beside the bed. It faced a blank wall.

So..
Not being able to understand, the man asked the nurse:
Man: " The man who was sitting here, described an amazing scenery-"
Nurse : "No, it can't be!"
Man: "Why?"
Nurse: " He was blind..."

.... Authors: Gregg Langill and Jon Antallmi, 1985

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Η ιστορία του Μέμου

Η ιστορία που ακολουθεί εμπεριέχεται στο "Παιδί της Αγάπης" της Μαριας Τζιρίτα και είναι ένα παραμύθι για μικρά αλλά και μεγάλα παιδιά..


«Μαρίνα, ο πόνος δεν δόθηκε τυχαία στους ανθρώπους. Όπως ακριβώς στο σώμα σου σε πονάει κάτι για να σε προειδοποιήσει ότι κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει αρρωστήσει και πρέπει να το γιατρέψεις, έτσι ακριβώς και ο πόνος της ψυχής σε προτρέπει ν’ασχοληθείς μαζί της. Κι ενδεχομένως να την γιατρέψεις. Αν τον αγνοήσεις, αν τον προσπεράσεις, κοροϊδεύεις τον εαυτό σου – αυτός είναι πάντα εκεί. Λοιπόν, άκου. Θα σου πω μια ιστορία που την λέγαμε στα παιδιά στο ίδρυμα, αλλά μας αφορά όλους.
Κάποτε υπήρχε ένα χωριό ψηλά σ’ένα βουνό, με λιγοστούς κατοίκους, γύρω στις εκατό οικογένειες. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πολύ αρμονικά κι ευτυχισμένα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, ήταν πάντα γελαστοί κι αισιόδοξοι.
Μια μέρα εμφανίστηκε στο χωριό ένας δράκος. Κατέβηκε από τα βουνά κι εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τα σπίτια τους. Κάθε τόσο κατέβαινε στο χωριό κι έτρωγε κι από έναν χωρικό. Είτε άντρα, είτε γυναίκα, είτε καμιά φορά και παιδί, δεν έκανε διακρίσεις. Οι χωρικοί είχαν πανικοβληθεί, δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν. Ένας, ένας οι πιο γενναίοι άντρες του χωριού, οπλίζονταν και πήγαιναν να παλέψουν μαζί του. Όμως ο δράκος πάντα νικούσε και τους σκότωνε.
Οργάνωσαν μια επίθεση από δέκα άντρες, οπλισμένους με μαχαίρια και κάθε λογής όπλα και του επιτέθηκαν στη φωλιά του. Ο δράκος, με μια ανάσα γεμάτη φωτιά, τους έκαψε όλους μονομιάς. Όταν πια είχαν απελπιστεί, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και μετακόμισαν σ’ένα γειτονικό χωριό εκεί κοντά. Ο δράκος όμως τους ακολούθησε κι εξακολουθούσε να τους επιτίθεται και να τους σκοτώνει έναν έναν.
Τότε εμφανίστηκε στο χωριό ένας άντρας νέος, κοντός κι αδύνατος και τους είπε: ‘εγώ θα τον σκοτώσω τον δράκο’.
Όλοι γέλασαν μαζί του και τον κορόιδεψαν, έμοιαζε στη δύναμη με μικρό παιδί!
‘Θα σε κάνει μια χαψιά’, του έλεγαν. Εκείνος όμως, Μέμος ήταν τ’όνομά του, πήρε ένα μικρό μαχαίρι, ένα μπουκάλι νερό κι ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε για τη φωλιά του δράκου.
Πλησίασε αργά και σιγά, για να μην τον πάρει χαμπάρι, και του έστησε καραούλι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά κι όταν ο δράκος αποκοιμήθηκε κι άρχισε να ροχαλίζει, πήδηξε γρήγορα-γρήγορα μέσα στο στόμα του και κατέβηκε στην κοιλιά του. Εκεί κάθησε ήσυχα σε μια γωνιά, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του κι άρχισε να κόβει την κοιλιά του δράκου από μέσα. Κάθε μέρα που περνούσε έκοβε κι από ένα μικρό κομματάκι.
Ο δράκος, που ήταν τεράστιος, στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτα. Μετά από λίγες μέρες, άρχισε να έχει αφόρητους πόνους και να μη μπορεί πια να φάει τίποτα. Ο Μέμος, με υπομονή κι επιμονή, έκοβε κάθε μέρα και λίγο περισσότερο από την κοιλιά του. Ακόμα κι όταν σώθηκε το νερό και το ψωμί που είχε πάρει μαζί του, εκείνος εξαντλημένος και πεινασμένος, συνέχιζε να κόβει.
Οι χωρικοί πίστεψαν ότι ο Μέμος είχε πεθάνει, ότι τον είχε φάει ο δράκος, όπως τους υπόλοιπους. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν τόσο ανόητος αυτός, που πήγε και μπήκε μόνος του στο στόμα του δράκου! Καθώς περνούσαν οι μέρες κι ο δράκος σταμάτησε τις επιθέσεις, παραξενεύτηκαν.
Μετά από ένα μήνα, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του δράκου και τον παρακολουθούσαν να σφαδάζει από τους πόνους, να χτυπιέται, να βγάζει φωτιές, αλλά χωρίς να μπορεί να σηκωθεί.
Ξαφνικά ο δράκος ξεψύχησε μ’ένα εκκωφαντικό αγκομαχητό. Και τότε, άνοιξε η κοιλιά του και βγήκε από μέσα ο Μέμος! Οι χωρικοί έμειναν άφωνοι για λίγο και μετά άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν τον ήρωά τους. Τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού για να του αποδώσουν τις τιμές που του έπρεπαν.
Αφού του έδωσαν να πιει νερό και να φάει καλά, τον ρώτησαν πώς τα κατάφερε, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, να σκοτώσει τον δράκο που δεν είχαν καταφέρει δέκα δυνατοί άντρες μαζί. Κι ο Μέμος τους είπε:
‘Το μυστικό είναι να μπεις μέσα στο θεριό, πριν προλάβει εκείνο να σε φάει. Να μπεις με τη θέλησή σου, καλά προετοιμασμένος και να έχεις υπομονή κι επιμονή. Θα σου πάρει καιρό, αλλά τελικά θα καταφέρεις να το σκοτώσεις. Όταν είσαι μέσα του ζωντανός, δε μπορεί να σε πολεμήσει. Ο χρόνος είναι ο σύμμαχός σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα μικρό μαχαίρι’.»
Η Μαρίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά του είπε:
«Υπέροχη ιστορία Αλέκο μου, πραγματικά. Δε νομίζω όμως πως καταλαβαίνω τι θες να μου πεις»
«Ο δράκος Μαρίνα είναι η θλίψη, το πένθος. Μπορεί να παρουσιαστεί στη ζωή σου εντελώς ξαφνικά κι αν δεν ξέρεις πως να το αντιμετωπίσεις, θα σε φάει. Αν προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, είσαι σίγουρα χαμένος. Αν πάλι πας να το πολεμήσεις βιαστικά και να το χτυπήσεις όντας απ’έξω, θα σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να το νικήσεις είναι να μπεις μέσα του και να το πολεμήσεις σιγά-σιγά. Κάθε μέρα κι από λίγο. Με υπομονή κι επιμονή. Το μαχαίρι του Μέμου είναι η δύναμη της θέλησης που έχει ο καθένας μας. Κι ο χρόνος ο σύμμαχός μας. Καταλαβαίνεις τώρα;»
«Και το ψωμί και το νερό;»
«Αυτά είναι τα εφόδια που χρειάζεσαι για να παραμείνεις ζωντανός και να παλέψεις. Είναι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι που είναι δίπλα μας και μας στηρίζουν, που μπορεί να τους έχουμε σα δεδομένο στην καθημερινή μας ζωή – ποιός εκτιμάει λίγο νερό κι ένα κομμάτι ψωμί; - αλλά που στη δεδομένη στιγμή, χωρίς αυτά δε θα μπορούσες να ζήσεις για να νικήσεις τον δράκο σου»....

Μαρία Τζιρίτα

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΙΤΟ


Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια πολύ φτωχή οικογένεια με τέσσερα μικρά παιδιά. Ο μπαμπάς τους δούλευε οικοδόμος κι η μαμά τους καθάριζε σπίτια για ένα μεροκάματο. Τα παιδάκια, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, πήγαιναν σχολείο και βοηθούσαν όσο μπορούσαν με τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν όλα τους καλά παιδιά, φρόνιμα και υπάκουα, με σεβασμό και αγάπη προς τους γονείς τους. Ποτέ δε ζητούσαν τίποτα παραπάνω απ’όσα μπορούσαν να έχουν, για να μην τους στεναχωρούν που δεν είχαν χρήματα να τους το προσφέρουν. Τους πρόσφεραν όμως πολύ αγάπη και τα παιδιά τους το εκτιμούσαν αυτό κι ένιωθαν ευτυχισμένα μέσα στη φτώχια τους.Το μικρότερο από τα παιδιά αυτά, ο Λευτέρης, αγαπούσε πάρα πολύ τα ζώα. Όλοι τ’αγαπούσαν σ’αυτή την οικογένεια, αλλά ο Λευτέρης τους είχε παθολογική αδυναμία. Αν έβρισκε πεινασμένο σκυλάκι ή γατούλα στο δρόμο, το τάιζε με το κολατσιό του κι εκείνος έμενε νηστικός. Επειδή στο σπίτι δε γινόταν να έχει ένα δικό του ζωάκι, είχε γεμίσει το παιδικό δωμάτιο με ζωγραφιές και εικόνες από διάφορα ζώα – σκύλους, γάτες, πουλιά, άλογα, ό,τι μπορείς να φανταστείς! Ήταν οκτώ χρονών κι επειδή ήταν άριστος μαθητής έλεγε πως θα γίνει κτηνίατρος, για να βοηθάει και ν’ανακουφίζει τους μικρούς του φίλους.Τα Σάββατα η μητέρα του Λευτέρη, η κυρία Κατερίνα, δούλευε στο σπίτι των Πουλόπουλων, μια βίλα στα βόρεια προάστεια. Ήταν μια πλούσια οικογένεια γιατρών, οι οποίοι είχαν δυο σκυλιά στον κήπο τους και ένα μεγάλο ενυδρείο μέσα στο σπίτι τους. Το γεγονός αυτό έκανε τον Λευτέρη να πηγαίνει κάθε Σάββατο μαζί με τη μητέρα του, τάχα για να την βοηθάει, αλλά στην πραγματικότητα για να βρίσκεται κοντά στα ζώα. Ακόμα κι αυτά τα σκυλιά που ήταν φύλακες κι ήταν άγρια με όλους, όταν έβλεπαν τον Λευτέρη έκαναν τόσες χαρές και παιχνίδια που δεν το πίστευε άνθρωπος! Αφού έπαιζε κάμποση ώρα μαζί τους στον κήπο, στη συνέχεια ο Λευτέρης στηνόταν μπροστά στο ενυδρείο και χάζευε τα ψάρια με τις ώρες! Είχε βγάλει ονόματα σε όλα και πίστευε πως κι εκείνα μετά από τόσο καιρό τον γνώριζαν κι ανταποκρίνονταν στην παρουσία του. Η μητέρα του φυσικά τον κορόιδευε όταν της το έλεγε αυτό – τα σκυλιά εντάξει, αλλά και τα ψάρια; - όμως εκείνος ήξερε πως ήταν αλήθεια.
Εκείνο το Σάββατο που η κυρία Κατερίνα πήγε στους Πουλόπουλους παρέα με το γιο της, μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τον Λευτεράκη. Το πιο μικρό ψαράκι στο ενυδρείο είχε αρρωστήσει. Η ουρίτσα του ήταν ξεφτισμένη και το κακόμοιρο καθόταν άκεφα στο βυθό ακίνητο. Τα υπόλοιπα χρυσόψαρα μαζεύτηκαν στο μπροστινό τζάμι να χαιρετήσουν τον φίλο τους, ο Τίτο όμως παρέμενε ακίνητος. Η καρδιά του Λευτέρη σταμάτησε απ’το φόβο και την ανησυχία του. Έτρεξε γρήγορα στο γκαράζ να προλάβει την κυρία του σπιτιού που έφευγε εκείνη την ώρα.«Κυρία Ελένη, σταθείτε, περιμένετε!»
Εκείνη φρέναρε το αμάξι της τρομαγμένη και κατέβασε το παράθυρό της.«Τι είναι αγόρι μου, τι συμβαίνει; Έχει η μητέρα σου κάποιο πρόβλημα;», ρώτησε ανήσυχη.
«Όχι, συγνώμη που σας καθυστερώ, αλλά είδα ότι το μικρό χρυσόψαρο κάτι έχει, φαίνεται άρρωστο, το έχετε δει;»
«Αχ βρε Λευτέρη μου, αυτό ήταν και με τρόμαξες; Ναι έχει αρρωστήσει, δεν πάει καλά. Ευτυχώς που μου το θύμησες δηλαδή, πρέπει να το βγάλουμε μην κολλήσουν και τα υπόλοιπα. Πες στη μαμά σου να το βγάλει με την απόχη που έχω από κάτω στο ντουλάπι και να το πετάξει. Εσύ τάισέ τα κανονικά όπως κάνεις πάντα και ρίξε και λίγες σταγόνες απ’το φάρμακο μέσα στο ενυδρείο, εκείνο το μπλε μπουκάλι που σου είχα δείξει, να προλάβουμε τα υπόλοιπα, εντάξει αγόρι μου;»
«Όταν λέτε να το πετάξει, τι εννοείται; Να το πετάξει στα σκουπίδια; Αφού είναι ακόμα ζωντανό! Εσείς γιατρός είστε δεν μπορείτε να το κάνετε καλά;»
«Χα,χα,χα, τι πλάκα που έχεις! Δεν είμαι γιατρός για ψάρια Λευτεράκη! Και ούτε νομίζω πως υπάρχει τέτοιος γιατρός, όπως για τα σκυλιά για παράδειγμα. Όταν αρρωσταίνει ένα ψάρι παίδι μου το πετάμε και παίρνουμε άλλο. Χρυσόψαρα είναι, δεν κοστίζουν τίποτα! Έλα, σ’αφήνω τώρα, πρέπει να πάω στο ιατρείο. Πήγαινε μέσα κι όπως είπαμε, έτσι;» Η κυρία Ελένη πάτησε το γκάζι του πανάκριβου αυτοκινήτου της κι εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω της ένα σύννεφο σκόνης κι έναν Λευτέρη με κομματιασμένη την καρδούλα του.
Μα να πετάξουν τον Τίτο; Ζωντανό; Το πιο αγαπημένο του χρυσόψαρο; Ήταν τόσο όμορφος ο Τίτο! Μόλις έξη μηνών κι είχε μεγαλώσει σ’αυτό το ενυδρείο. Είχε πολλά χρώματα, πορτοκαλί, καφέ και μπλε, ναι μπλε! Ήταν πολύ σπάνιο χρυσόψαρο, έτσι του είχε πει η κυρία Ελένη. Η ουρά του ήταν μεγάλη κι εντυπωσιακή – τουλάχιστον πριν αρρωστήσει, γιατί τώρα έμοιαζε με πολυχρησιμοποιημένη σκούπα. Ήταν ο πιο αγαπημένος του ο Τίτος. Πολύ παιχνιδιάρης και κοινωνικός, όχι με όλους, αλλά με τον Λευτέρη σίγουρα. Και να τον πετάξουν; Όχι, σε καμία περίπτωση δε θα συνέβαινε αυτό! Δεν θα το επέτρεπε ο Λευτέρης, θα έκανε το παν για να τον σώσει! Εκείνη την ίδια στιγμή, τρέχοντας προς το σπίτι, ο Λευτέρης πήρε άλλη μια απόφαση: Όταν θα μεγάλωνε, θα γινόταν γιατρός για ψάρια! Αφού κτηνίατροι για τα υπόλοιπα ζώα υπήρχαν πολλοί, εκείνος θα γινόταν ψαρογιατρός! Έτσι κανένα άρρωστο ψαράκι δε θα κατέληγε στα σκουπίδια, μόνο και μόνο επειδή είναι φθηνό να το αγοράσεις...
«Μαμά, μαμά! Έχει η κυρία Ελένη εδώ κανένα μεγάλο βάζο που να μην το θέλει;»«Τρελάθηκες παιδάκι μου; Τι βάζο μου λες; Τι να το κάνεις;»«Να, μου είπε να βγάλω ένα άρρωστο ψαράκι από το ενυδρείο και να το βάλω κάπου μόνο του, για να μην κολλήσουν τα υπόλοιπα. Δεν έχει κανένα δοχείο, έστω πλαστικό βρε μαμά; Για ψάξε!»«Λευτέρη, είσαι σίγουρος πως σου είπε να το βάλεις κάπου; Μήπως σου είπε να το πετάξεις και μου λες ψέμματα; Συνήθως έτσι κάνει η κυρία Ελένη με τα άρρωστα ψάρια, πώς της ήρθε τώρα να σου πει να το βάλεις χωριστά; Πες μου την αλήθεια και θα σε βοηθήσω. Πάντα λέμε την αλήθεια, έτσι αγόρι μου;»«Ναι μαμά, συγνώμη. Μου είπε να το πετάξω, αλλά εγώ δε θέλω! Είναι ο Τίτο, το μικρούλη, το πιο αγαπημένο μου! Σε παρακαλώ, βρες μου κάπου να το βάλω και να το φροντίσω να γίνει καλά, σε παρακαλώ!». Τα μάτια του Λευτέρη γέμισαν δάκρυα καθώς κοιτούσε την μητέρα του ικετευτικά.
«Εντάξει αγάπη μου, μην κλαις. Ξέρω πόσο τ’αγαπάς, αλλά να είσαι προετοιμασμένος ότι μπορεί να πεθάνει τελικά ο Τίτο. Είναι ευαίσθητα τα ψαράκια».«Το ξέρω βρε μαμά, αλλά τουλάχιστον εμείς θα έχουμε προσπαθήσει να το σώσουμε και θα νιώθουμε καλύτερα μετά, έτσι δεν είναι;»«Έτσι είναι καλό μου παιδί! Να, πάρε αυτό το βάζο που έχει και καπάκι, είχε μέσα ελιές αλλά το έχω πλύνει καλά. Για πέταμα το είχαν εδώ. Βάλε μέσα το ψαράκι και στο σπίτι θα σου δώσω ένα μεγάλο τάπερ να το βάλεις, εντάξει; Όμως θα μου υποσχεθείς κάτι. Δε θα το πάρεις κρυφά, θα το πεις στην κυρία Ελένη. Κι ας σου είπε να το πετάξεις, εσύ θα πεις την αλήθεια. Δεν παύει να είναι κάτι δικό της και δεν θα το πάρεις χωρίς την άδειά της».
Ο Λευτέρης έλαμψε από χαρά! Έτρεξε γρήγορα και με μεγάλη προσοχή έβγαλε το ψαράκι από το ενυδρείο και το έβαλε στο γυάλινο βάζο, αφού πρώτα το είχε γεμίσει με νερό από το μεγάλο ενυδρείο. Στη συνέχεια έριξε από το φάρμακο που του είπε η κυρία Ελένη και στον Τίτο και στα υπόλοιπα ψαράκια. Έβαλε το βάζο κοντά στο καλοριφέρ κι απέμεινε εκεί να παρακολουθεί το ψαράκι του που έδειχνε εντελώς αδιάφορο για ό,τι του συνέβαινε.Το μεσημέρι που γύρισε η κυρία Ελένη, ο Λευτέρης γεμάτος θάρρος στάθηκε μπροστά της και ζήτησε την άδειά της για να πάρει τον Τίτο σπίτι του. Αρχικά εκείνη γέλασε με την επιθυμία του παιδιού, στη συνέχεια προσπάθησε να τον κάνει να καταλάβει πως το ψάρι θα πέθαινε κι έχανε τον χρόνο του, αλλά η απάντηση του Λευτέρη την έκανε να υποχωρήσει και να συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό ήταν αυτό το ψαράκι για το παιδί.«Εσείς κυρία Ελένη, όταν είστε σίγουρη πως ο ασθενής σας δε θα γίνει καλά γιατί είναι πολύ άρρωστος, απλά τον αφήνετε να πεθάνει; Δεν κάνετε τίποτα γι αυτόν για να ζήσει έστω λίγο περισσότερο, έστω μια μέρα, χάνοντας λίγο από τον δικό σας χρόνο;....»
Έτσι ο Τίτο πήγε μαζί με τον Λευτέρη στο φτωχικό του σπίτι και μπήκε μέσα σ’ένα μεγάλο πλαστικό τάπερ, προκειμένου να γίνει καλά – όπως ήλπιζε ο μικρός. Η κυρία Ελένη τον είχε προμηθεύσει με τροφή αλλά το φάρμακο δε μπορούσε να του το δώσει, το χρειαζόταν για τ’άλλα ψαράκια. Ο Λευτέρης είχε ήδη μάθει πολλά πράγματα για τη λειτουργία του ενυδρείου κι είχε καταλάβει καλά πως στο δοχείο που είχε τον Τίτο δε μπορούσε να δημιουργήσει τις ίδιες συνθήκες που επικρατούσαν στο ενυδρείο. Έκανε όμως το καλύτερο δυνατό να του εξασφαλίσει ένα όσο γινόταν καλύτερο περιβάλλον.Τον έβαλε κοντά στη σόμπα (το δικό τους σπίτι δεν είχε καλοριφέρ) και του άλλαζε μέρος από το νερό του δυο φορές την ημέρα. Το νερό που του έβαζε το είχε σε έναν κουβά από την προηγούμενη μέρα για να φεύγει το χλώριο. Είχε δει πως υπήρχε ειδικό μπουκαλάκι με σταγόνες γι αυτή τη δουλειά, αλλά ντρεπόταν να το ζητήσει από την κυρία Ελένη και βέβαια ούτε διανοούταν να ζητήσει από τους γονείς του χρήματα για ν’αγοράσει κάτι τέτοιο. Τον τάιζε με φειδώ, δυο-τρία φυλλαράκια κάθε μέρα και πρόσθετε στο νερό του λίγο τυροκομικό αλατάκι, απ’αυτό που υπήρχε έτσι κι αλλιώς στο σπίτι τους. Αυτές τις πληροφορίες για τα χρυσόψαρα τις είχε πάρει ο Λευτέρης από ένα πετ σοπ που υπήρχε στη γειτονιά του, όπου πήγαινε πολλές φορές και χάζευε τα ζωάκια. Είχαν γίνει φίλοι με τον ιδιοκτήτη κι αυτός του είχε μάθει πολά πράγματα για τα χρυσόψαρα.Εκτός όμως από αυτή τη φροντίδα που έδινε στον Τίτο, του έδινε και πάρα πολύ αγάπη. Όλο τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε μαζί του. Όταν διάβαζε τα μαθήματά του τον είχε πάντα δίπλα του. Του μιλούσε και τον παρότρυνε να γίνει καλά. Τον διαβεβαίωνε πως αν γινόταν καλά θα τον γύριζε πίσω στο ενυδρείο με τους φίλους του.Τις πρώτες μέρες ο Τίτο ήταν στην ίδια κατάσταση αλλά τουλάχιστον δεν χειροτέρευε. Την τρίτη μέρα ήταν λίγο πιο κινητικός κι έφαγε για πρώτη φορά.
Μετά από μια βδομάδα, το Σάββατο, ο Λευτέρης τον έβαλε πάλι στο βάζο και τον πήρε μαζί του στη βίλα των Πουλόπουλων. Η κυρία Ελένη ξαφνιάστηκε πολύ που είδε ότι ακόμα ζούσε αυτό το ταλαιπωρημένο ψαράκι! Ο Λευτέρης της είπε ότι θα τον κρατούσε μέχρι να γινόταν τελείως καλά και το είπε με τέτοια πεποίθηση που κι η ίδια η κυρία Ελένη άρχισε να τον παίρνει στα σοβαρά.«Κοίτα Λευτεράκη μου. Αφού κατάφερες να τον κρατήσεις ζωντανό μια βδομάδα και τον βλέπω καλύτερα, πάρε από το ντουλάπι ό,τι χρειάζεσαι γι αυτόν. Φάρμακο, αντιχλώριο, τροφή, ξέρεις εσύ τώρα. Έχουμε πολλά μέσα, πάρε ό,τι θες και μου τα επιστρέφεις όταν....εεε..... γίνει καλά, εντάξει;»«Εντάξει, ευχαριστώ πολύ! Πήγατε να πείτε όταν πεθάνει,ε; Δε θα πεθάνει όμως, θα δείτε! Τώρα που μου δώσατε και το φάρμακο θα τον κάνω σίγουρα καλά!»
Πέρασε έτσι άλλη μια βδομάδα. Η ουρά του Τίτου είχε σταματήσει να ξεφτίζει.Ο Λευτέρης χαιρόταν πολύ, αλλά δεν ήξερε αν θα ξαναγινόταν μεγάλη και όμορφη όπως πριν. Όμως κι έτσι να έμενε εκείνος θα τον αγαπούσε το ίδιο, ήταν σίγουρος γι αυτό. Εξακολουθούσε να του αφιερώνει όλο τον χρόνο και τη στοργή του.«Τίτο μου, μη στεναχωριέσαι για την ουρίτσα σου. Να ευχαριστείς τον Θεούλη που είσαι ζωντανός. Εγώ θα σ’αγαπάω όπως κι αν είσαι και οι φίλοι σου στο ενυδρείο το ίδιο. Εμείς στο σχολείο έχουμε ένα παιδάκι που είναι πολύ άσχημο. Είχε καεί όταν ήταν πιο μικρός και το πρόσωπό του είναι χάλια. Όμως ξέρεις πόσο τον αγαπάμε; Όλα τα παιδιά τον παίζουνε και η δασκάλα δεν τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Άμα είσαι καλός δεν έχει σημασία να είσαι πολύ όμορφος, αλήθεια σου λέω.»Ο Τίτο, σα να κατάλαβε τα λόγια του φίλου του, έκανε μια σβούρα μέσα στο δοχείο του κι ανέβηκε στην επιφάνεια να τον κοιτάξει. Μετά αποκαμωμένος, κατέβηκε πάλι στον πάτο και στάθηκε ακίνητος.
Κάποιο βράδυ που τ’αδέλφια κοιμόντουσαν στο δωμάτιό τους, ακούστηκε ένας δυνατός παφλασμός νερού. Ο Λευτέρης ξύπνησε αμέσως κι άναψε το μικρό πορτατίφ για να ελέγξει το δοχείο του Τίτου που βρισκόταν δίπλα του στο κομοδίνο. Τι να δει: ο Τίτο έκανε βουτιές στην επιφάνεια! Στην αρχή καταχάρηκε κι άρχισε να φωνάζει μέσα στη νύχτα:«Ο Τίτο μου έγινε καλά, κάνει βουτιές!»«Συγχαρητήρια! Θα σβήσεις το φως να κοιμηθούμε τώρα καμιά ώρα;», τον αποπήρε ο μεγάλος του αδελφός.Όσο όμως ο Λευτέρης παρατηρούσε το ψαράκι του καλύτερα, ένιωσε πως οι βουτιές του δεν ήταν από χαρά. Ήταν σα να έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να πηδήξει έξω από το δοχείο του. Σηκώθηκε τότε και πήγε στην κουζίνα να φέρει το καπάκι από το τάπερ και το ακούμπησε χαλαρά πάνω στο δοχείο, ίσα να του αφήνει να παίρνει λίγο αέρα. Ο Τίτο τότε σταμάτησε να πηδάει κι ο Λευτέρης έσβησε το φως και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Οι σκέψεις όμως κι η ανησυχία του δεν τον άφηναν. Ήξερε πως το ψαράκι του ήταν δυστυχισμένο. Τώρα που είχε δυναμώσει ήθελε να φύγει από κει, δεν του άρεσε. Ο Λευτέρης σκεφτόταν πως θα έπρεπε ίσως να τον επιστρέψει στο ενυδρείο. Όμως η ουρά του δεν είχε αποκατασταθεί κι η κυρία Ελένη δε θα δεχόταν να τον βάλει με τ’άλλα ψαράκια. Τι να έκανε; Ήταν πολύ προβληματισμένος κι έτσι τον βρήκε το πρωί, όπου έπρεπε να σηκωθεί για να πάει στο σχολείο.
Με το πρώτο φως της μέρας, σήκωσε το καπάκι να δει τον Τίτο. Φαινόταν και πάλι άκεφος. Με το που είδε τον Λευτέρη, ανέβηκε στην επιφάνεια κι έκοβε βόλτες κοιτώντας προς τα πάνω. Τότε ο Λευτέρης κατάλαβε τι του έφταιγε. Το δοχείο ήταν πλαστικό και αδιαφανές κι ο Τίτο δε μπορούσε να δει έξω! Μα πώς δεν το είχε σκεφτεί τόσο καιρό; Έπρεπε οπωσδήποτε να του βρει ένα γυάλινο δοχείο για να μπορεί να βλέπει έξω κι έτσι ο Τίτο να μη νιώθει πως ο χώρος του περιορίζεται τόσο πολύ. Πού να το έβρισκε όμως; Την ώρα που η μητέρα του σερβίριζε το πρωινό, την έπιασε και της μίλησε για τον προβληματισμό του.«Μαμά, ο Τίτο είναι δυστυχισμένος μέσα στο πλαστικό κουτί, δε μπορεί να δει τίποτα από το πλάι. Τη νύχτα τον είδα να προσπαθεί να πηδήξει έξω! Πρέπει να του βρω κάτι γυάλινο να τον βάλουμε και βέβαια όχι εκείνο το βάζο που τον μεταφέραμε, είναι στενό και ψηλό, δεν κάνει. Πρέπει να βρω μια γυάλα στρογγυλή μεγάλη, ή ακόμα καλύτερα τετράγωνη μεγάλη. Τι λες, υπάρχει εδώ στο σπίτι κάτι που να κάνει για τον Τίτο;»
«Πού να το βρω παιδάκι μου; Τι μου ζητάς τώρα; Δε χρειάζεται να στεναχωριέσαι τόσο για το ψαράκι, μια χαρά είναι κι εκεί που είναι. Δεν είδες ότι πάει καλύτερα; Αν δεν τον είχες πάρει εσύ να τον φροντίζεις έτσι, θα είχε πεθάνει σίγουρα. Άστον να γίνει εντελώς καλά και μετά θα τον πάμε πίσω στο ενυδρείο του και θα είναι μια χαρά. Άντε να ετοιμαστείς τώρα για το σχολείο παιδί μου, μην αργήσεις», του απάντησε η μητέρα του με τρυφερότητα. Ο Λευτέρης όμως δεν το έβαλε κάτω.«Βρε μαμά, αφού σου λέω στεναχωριέται! Άμα στεναχωριέται ένα ψάρι δε γίνεται ποτέ καλά! Τις περισσότερες αρρώστιες τις παθαίνουν τα ψαράκια από στρες, το ήξερες αυτό;» «Μήπως θα ήθελες να πάμε τον Τίτο και σε ψυχολόγο Λευτέρη;», του είπε εκείνη καυστικά.
«Καλά, εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ κάνεις πλάκα. Δε γίνεται να του πάρουμε ένα δοχείο πιο κατάλληλο; Ο κύριος Πέτρος στο μαγαζί στη γωνία έχει τέτοια δοχεία, μικρούλικα βέβαια, αλλά τουλάχιστον διάφανα και δεν είναι πολύ ακριβά. Αν μπορούσα να έχω ένα χιλιάρικο...»Η κυρία Κατερίνα άφησε τα πιάτα στο νεροχύτη, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και γύρισε και κοίταξε τον γιο της έκπληκτη.«Λευτέρη τρελάθηκες; Χίλιες δραχμές; Για να πάρουμε γυάλα στο ψάρι; Εγώ δουλεύω τρεις ώρες σε σκάλες για να πάρω ένα χιλιάρικο, το ξέρεις παιδί μου; Με αυτά τα χρήματα παίρνω κρέας για την εβδομάδα μας. Ειλικρινά δεν το πιστεύω που μου ζητάς κάτι τέτοιο! Δεν το περίμενα από σένα Λευτέρη, πολύ με στεναχωρείς. Δεύτερο ζευγάρι παπούτσια δεν έχω για τη δουλειά, μ’αυτά τα σκισμένα πάω κι έρχομαι και δε μου περισσεύουν χρήματα να πάρω καινούργια. Αν είχα ένα χιλιάρικο λες να το έδινα για το ψάρι, πώς το βλέπεις; Είπαμε, τ’αγαπάμε τα ζωάκια, τα φροντίζουμε, αλλά όχι εις βάρος της οικογένειάς μας αγόρι μου. Χαίρομαι που τον αγαπάς τον Τίτο και θέλεις το καλύτερο γι αυτόν, αλλά μη φτάσεις στο άλλο άκρο. Άντε, σήκω τώρα, αρκετά. Έχεις και σχολείο» Μ’αυτά τα λόγια η κυρία Κατερίνα έκλεισε την κουβέντα και γύρισε πάλι στον νεροχύτη της. Ο Λευτέρης κατέβασε το κεφάλι του και σηκώθηκε απρόθυμα να φύγει για το σχολείο. Είχε καταλάβει πως δεν υπήρχε περίπτωση να πείσει τη μητέρα του για κάτι τέτοιο και βέβαια ούτε συζήτηση να το ζητούσε απ’τον πατέρα του.
Έτσι ο Τίτο παρέμεινε στο τάπερ. Κάποιες φορές έδειχνε βελτίωση και κάποιες άλλες η κατάστασή του ήταν σταθερή. Ο Λευτέρης ήταν βέβαιος πια ότι το ψαράκι του δε θα γινόταν ποτέ καλά όσο ήταν εκεί μέσα. Συνέχισε να τον φροντίζει με την ίδια σχολαστικότητα και κάθε μέρα που περνούσε δενόταν μαζί του όλο και περισσότερο. Πέρασαν άλλες δυο βδομάδες. Ο Λευτέρης δεν ξαναπήγε με τη μητέρα του στους Πουλόπουλους, από το φόβο του μην του ζητήσει η κυρία Ελένη πίσω τον Τίτο, εφόσον εκείνος έδειχνε ότι είναι καλά. Αν τον ρωτούσε δε θα μπορούσε να πει ψέμματα, γι αυτό απέφευγε να πάει από κει. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι εκμεταλευόταν τα πρωινά του Σαββάτου για να περνάει περισσότερο χρόνο με τον Τίτο, τον οποίο έβαζε μέσα στη μπανιέρα (αφού την είχε γεμίσει με αρκετό νερό και αντιχλώριο) και τον άφηνε εκεί να κολυμπάει ελεύθερος όση ώρα έλειπε η μητέρα του από το σπίτι. Έδειχνε τόσο χαρούμενο το ψαράκι του εκεί μέσα! Κολυμπούσε γρήγορα και ασταμάτητα από τη μια άκρη στην άλλη σαν τρελό. Όσο χαρούμενο τον έβλεπε ο Λευτέρης μέσα στη μπανιέρα, τόσο περισσότερο στεναχωριόταν για τη στιγμή που θα έπρεπε να τον ξαναβάλει μέσα στο τάπερ.
Μια Δευτέρα που πήγε η κυρία Κατερίνα να πάρει τα παιδιά από το σχολείο, καθώς ήταν ο δρόμος της εκείνη τη μέρα, την φώναξε η δασκάλα του Λευτέρη να της μιλήσει ιδιαιτέρως. Η κυρία Κατερίνα ήταν σίγουρη ότι θ’ακούσει γι άλλη μια φορά κολακευτικά σχόλια για τον γιο της, την εξυπνάδα του και τον χαρακτήρα του. Ήταν το καμάρι της οικογένειας. Όμως εκείνη τη μέρα την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.
«Κυρία Κομνηνού, ανησυχώ για τον Λευτέρη. Τον τελευταίο μήνα έχει πέσει η απόδοσή του στα μαθήματα και δείχνει πολύ... πώς να το πω... αδιάφορος. Είναι αφηρημένος, δεν προσέχει στο μάθημα και πολλές φορές μου έρχεται αδιάβαστος. Θα ήθελα να μου πείτε αν συμβαίνει κάτι στο σπίτι σας που θα μπορούσε να έχει επηρεάσει το παιδί με αυτόν τον τρόπο. Τον έχω από την πρώτη δημοτικού και τον ξέρω καλά. Ο Λευτέρης ξαφνικά άλλαξε, κάτι πρέπει να του συμβαίνει. Εσείς σίγουρα θα ξέρετε καλύτερα, έτσι δεν είναι;»
Η κυρία Κατερίνα κατέβασε τα μάτια της στο πάτωμα κι έδειχνε πολύ σκεφτική. Τι να έλεγε στη δασκάλα; Ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο είχε στεναχωρηθεί το παιδί της από όλη αυτή την ιστορία με τον Τίτο. Κι εκείνη τον είχε αποπάρει μ’αυτόν τον τρόπο... Ορίστε τώρα που δεν πήγαινε καλά και στο σχολείο. «Να, ξέρετε... έχει στεναχωρηθεί μ’ένα χρυσόψαρο που έχει φέρει στο σπίτι. Τι να σας λέω τώρα, δεν δικαιολογείται», είπε στη δασκάλα διστακτικά.«Τον Τίτο λέτε;» τη ρώτησε εκείνη«Τον ξέρετε κι εσείς; Σας έχει μιλήσει;»
«Μα βέβαια! Έχει γράψει κι έκθεση για τον Τίτο! Όλη η τάξη του τον συνεχάρηκε γι αυτό που έκανε και τον έσωσε. Έχει σπουδαίο χαρακτήρα αυτό το παιδί, το ξέρετε άλλωστε, τα έχουμε πει πολλές φορές. Όμως ο Τίτο και το γεγονός ότι αναρρώνει του έδινε πολύ χαρά, γιατί μου λέτε τώρα ότι έχει στεναχωρηθεί; Μήπως πρόκειται να τον αποχωριστεί, να τον πάει πίσω και γι αυτό είναι έτσι;»
«Όχι, δεν είναι αυτό. Πώς να σας το πω, νιώθω λίγο άσχημα. Ήθελε να του πάρουμε ένα ειδικό δοχείο για να τον έχει μέσα, αλλά αυτά τα πράγματα κοστίζουν κι εμείς.... Μου ζήτησε χίλιες δραχμές κυρία Λουκία και δεν είχα να του τα δώσω. Του είπα πως και να τα είχα δε θα τα έδινα για το ψάρι, καταλαβαίνετε. Τέσσερα παιδιά, έχουμε τόσες ανάγκες. Να έδινα ένα χιλιάρικο για ένα χρυσόψαρο και να τα στερήσω από την οικογένειά μου; Δεν το θεώρησα σωστό. Αλλά ο Λευτέρης προφανώς δεν το καταλαβαίνει»
«Κυρία Κατερίνα, ακούστε με. Νομίζω πως το βλέπετε λάθος. Δε θα δίνατε τα χρήματα για το ψάρι. Για το παιδί σας θα τα δίνατε, για τον Λευτέρη. Καμιά φορά εμείς οι μεγάλοι δεν συνειδητοποιούμε τις ανάγκες των παιδιών μας. Δεν ακούμε την ψυχούλα τους όταν μας μιλάνε. Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να ικανοποιούμε κάθε καπρίτσιο τους και να τα κακομαθαίνουμε. Όμως ο γιος σας δεν είναι τέτοιο παιδί. Έχει αρχές και ήθος και το οφείλει σε σας βεβαίως και στο πόσο σωστά τον έχετε μεγαλώσει – κι αυτόν και όλα σας τα παιδιά. Για τον Λευτέρη αυτό που σας ζήτησε ίσως να είναι πιο σημαντικό κι από το ακριβότερο παιχνίδι που θα μπορούσε ν’αποκτήσει. Δεν έχει σημασία το κόστος ή το αντικείμενο, σημασία έχει πώς το νιώθει ο ίδιος. Για μένα και για σας ναι, είναι ανόητο αυτό που ζητάει. Ίσως να είναι κι ανόητο το γεγονός ότι φροντίζει ένα χρυσόψαρο του οποίου η ζωή είναι τόσο σημαντική για τον Λευτέρη. Όμως πρέπει να δεχτούμε ότι για κείνον είναι σπουδαίο. Είναι ουσιαστικό, είναι το κέντρο του κόσμου του αυτή τη στιγμή. Προτείνω να το ξανασκεφτείτε και να το συζητήσετε με τον σύζυγό σας. Φυσικά είναι δική σας απόφαση, δε θέλω να σας επηρεάσω. Όμως πιστέψτε με, θα του έδινε τόση χαρά..»
Η κυρία Κατερίνα έφυγε από το σχολείο πολύ προβληματισμένη. Συνέχεια στο μυαλό της στριφογύριζαν τα λόγια της δασκάλας «δε θα τα δίνετε για το ψάρι, για το παιδί σας θα τα δίνατε». Τόσο λοιπόν κόστιζε η χαρά του παιδιού της; Το χαμόγελό του, η απόδοσή του στο σχολείο, ο ήρεμος ύπνος του; Χίλιες δραχμές που αρνήθηκε η ίδια να πληρώσει;...
Η κυρία Κατερίνα γύρισε στο σπίτι παρέα με τα παιδιά της που μιλούσαν και γελούσαν ανέμελα. Όλοι, εκτός από τον Λευτέρη. Όταν εκείνος την ρώτησε τι την ήθελε η δασκάλα, η μητέρα του απέφυγε ν’απαντήσει κι είπε πως θα τα πούνε στο σπίτι.Μετά το μεσημεριανό φαγητό κι ενώ όλα τα παιδιά διάβαζαν τα μαθήματά τους, η κυρία Κατερίνα έπιασε τον γιο της ιδιαιτέρως για να του μιλήσει για τον προβληματισμό της. Του ανέφερε τα παράπονα της δασκάλας του και άφησε τον ίδιο να της πει πού πιστεύει ότι αφείλεται αυτή η πτώση στην απόδοσή του στο σχολείο.«Δεν ξέρω βρε μαμά. Στεναχωριέμαι για διάφορα πράγματα μα πιο πολύ που δεν έχουμε λεφτά. Γιατί είμαστε τόσο άτυχοι; Άλλα παιδιά έχουν ό,τι θέλουν, παιχνίδια, ρούχα, τα πάντα. Πάνε ταξίδια με τις οικογένειές τους, διακοπές σε ακριβά ξενοδοχεία, πάνε σε ταβέρνες, στο λούνα παρκ κι εμείς πουθενά. Σκέφτομαι πως η κυρία Ελένη θα μπορούσε να αγοράσει ολόκληρο ενυδρείο για να αναρρώσει ο Τίτο, όμως δεν την ενδιαφέρει. Κι εγώ δεν έχω ούτε χίλιες δραχμές να του πάρω μια σκέτη γυάλα για να βλέπει έξω. Δεν είναι άδικο;»
«Ναι αγάπη μου, είναι πολύ άδικο. Να σου πω όμως και τι άλλο είναι άδικο και με στεναχωρεί πιο πολύ απ’όσα είπες; Το γεγονός ότι ένα τόσο καλό και έξυπνο παιδί όπως εσύ, αφήνεις να σε καταβάλει η στεναχώρια, δε διαβάζεις τα μαθήματά σου και δε θα μπορέσεις να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου: να γίνεις κτηνίατρος. Αυτό θα είναι πάρα πολύ άδικο. Γιατί αν δεν σπουδάσεις, ενώ έχεις τα προσόντα, δε θα έχεις μια καλή δουλειά, δε θα βγάζεις πολλά χρήματα κι έτσι θα στεναχωριούνται και τα δικά σου τα παιδάκια που δε θα μπορείς να τους προσφέρεις αυτά που εσύ τώρα λαχταράς να είχες. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Ναι μανούλα, έχεις δίκιο. Πρέπει οπωσδήποτε να σπουδάσω κι όχι μόνο για να βγάλω πολλά χρήματα, αλλά και για να περιποιούμαι τα ζωάκια που τ’αγαπώ τόσο πολύ! Και μην στεναχωριέσαι, θα διαβάζω και να σου πω και κάτι; Το Σάββατο και κάθε Σάββατο από δω και πέρα θα πηγαίνω με τον μπαμπά στην οικοδομή να βοηθάω και θα μου δίνει χαρτζιλίκι, όπως μου είχε πει, θυμάσαι;»
«Πολύ ωραία! Έτσι θα μπορέσεις ν’αγοράσεις αυτό που θέλεις για τον Τίτο σου!»
«Όχι. Πρώτα θα αγοράσω για σένα ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια μαμά. Μετά, αν έχω ακόμα τον Τίτο, θα του πάρω μια γυάλα για να τον βάλω μέσα. Ή μάλλον όχι! Θα περιμένω να μαζέψω περισσότερα λεφτά και θα αγοράσω ένα μικρό ενυδρείο, με το φίλτρο του, με τα όλα του! Και κάποια στιγμή, αφού επιστρέψω τον Τίτο, θα πάρω ένα άλλο ψαράκι να έχω μέσα στο ενυδρείο μου, τι λες; Δεν είναι πολύ καλή ιδέα; Βέβαια, δε θα είναι ο Τίτο, που τον αγαπάω τόσο πολύ, αλλά κι εκείνο θα το αγαπήσω με τον καιρό. Αχ, μαμά, είμαι πολύ χαρούμενος!»Μ’αυτά τα λόγια ο Λευτέρης αγκάλιασε τη μητέρα του σφιχτά και της έσκασε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Εκείνη, που από την συγκίνηση δε μπορούσε να μιλήσει, αρκέστηκε στο να του ανταποδώσει το φιλί. Αυθόρμητα της ήρθε να του πει πολλά πράγματα, όπως το ότι αν έβγαζε ένα χαρτζιλίκι θα ήταν προτιμότερο να αγοράσει για τον εαυτό του κάποια πράγματα που χρειαζόταν, ή να πάει στο λούνα παρκ με τ’αδέλφια και τους φίλους του, αλλά τι νόημα είχε; Ο γιος της είχε κάνει ήδη τις επιλογές του και είχε διαλέξει αυτό που θα τον ικανοποιούσε περισσότερο: ν’αγοράσει ένα ενυδρείο. Σύμφωνα με τη δασκάλα, αυτό ήταν το σημαντικότερο για κείνον και η ίδια δε σκόπευε να προσπαθήσει καν να του αλλάξει γνώμη.
Ο Λευτέρης κράτησε την υπόσχεσή του κι από την ίδια εκείνη μέρα άρχισε να διαβάζει τα μαθήματά του με επιμέλεια. Η διάθεσή του είχε αλλάξει και είχε γίνει πάλι το χαρούμενο και πρόθυμο παιδί που ήξεραν όλοι. Ο Τίτο, λες και είχε νιώσει τη χαρά του Λευτεράκι, έδειχνε πολύ καλύτερα κι ας παρέμενε μέσα στο τάπερ. Η ουρίτσα του είχε αρχίσει πια να αποκαθίσταται εμφανώς.Μετά από δυο Σάββατα, ο Λευτέρης έδωσε στη μητέρα του τις χίλιες δραχμές που της είχε υποσχεθεί για τα παπούτσια της. Ήταν αποφασισμένος να δουλέψει όσο χρειαζόταν προκειμένου να συγκεντρώσει το ποσό που του χρειαζόταν. Είχε ήδη συζητήσει με τον κύριο Πέτρο από το πετ σοπ και είχε βρει το ενυδρείο που θα αγόραζε. Κόστιζε πέντε χιλιάδες δραχμές με όλο τον εξοπλισμό του, ειδική τιμή για τον Λευτέρη. Ένα 30λιτρο ενυδρείο που από τη στιγμή που το είδε το ονειρευόταν με κλειστά και με ανοιχτά μάτια, νύχτα και μέρα. Έπρεπε να δουλέψει ακόμα 6 Σάββατα και μετά θα γινόταν δικό του.
Εκείνο το Σάββατο που η κυρία Κατερίνα αγόρασε τα καινούργια της παπούτσια, δούλευε και το βράδυ στους Πουλόπουλους. Είχαν ένα τραπέζι με εκλεκτούς καλεσμένους στη βίλα τους και την ήθελαν για την κουζίνα και την λάντζα. Το δώρο του Λευτέρη της είχε έρθει κουτί, δεδομένου ότι έπρεπε να έχει περιποιημένη εμφάνιση για τη δεξίωση. Αρχικά δεν ήθελα να πάρει τα χρήματα από το παιδί, αλλά εκείνος επέμενε τόσο πολύ που τελικά υποχώρησε. Η κυρία Κατερίνα είχε πάρει τέτοια χαρά από την χειρονομία του γιού της, που το βράδυ στους Πουλόπουλους έλαμπε ολόκληρη! Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την αφεντικίνα της, την κυρία Ελένη.«Κατερίνα μου κούκλα είσαι σήμερα, μπράβο σου! Μεγειά και τα παπούτσια, πολύ όμορφα και άνετα φαίνονται»
«Ευχαριστώ κυρία Ελένη! Κι άμα σας πω ποιός μου τα πήρε... ο γιος μου, ο Λευτεράκης! Το πουλάκι μου, δουλεύει μεροκάματο τα Σάββατα με τον πατέρα του και με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε μου πήρε δώρο τα παπούτσια! Κι ας ήθελε τόσο πολύ ν’αγοράσει το....»
«Ποιό Κατερίνα; Τι θα έλεγες; Ν’αγοράσει τι;»Η κυρία Κατερίνα κατάλαβε ότι είχε κάνει γκάφα πάνω στον ενθουσιασμό της, αλλά ήταν αργά για να το πάρει πίσω. Έτσι αναγκάστηκε να πει στην κυρία Ελένη όλη την ιστορία με το ενυδρείο που ονειρευόταν να πάρει ο Λευτέρης για τον Τίτο. Της μίλησε για τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε ο γιος της δίπλα στο δοχείο του Τίτου, πόση ανησυχία και αγάπη είχε γι αυτό το ψαράκι κι ότι με την φροντίδα του είχε καταφέρει κυριολεκτικά να το αναστήσει. Της είπε για τα παράπονα της δασκάλας και την συζήτηση που είχε μετά η ίδια με το παιδί, καθώς και για τον στόχο που είχε βάλει ο Λευτέρης να μαζέψει χρήματα δουλεύοντας για να αγοράσει το ενυδρείο.
Όταν τελείωσε, τα μάτια της κυρίας Ελένης ήταν βουρκωμένα. Πήρε τα χέρια της Κατερίνας μέσα στα χέρια της και της είπε με συγκίνηση:«Κατερίνα, τι έχεις κάνει τόσο καλά με τα παιδιά σου που εγώ δεν το κατάφερα ποτέ; Εμείς είμαστε μορφωμένοι, απ’τα παιδιά μας δεν έλειψε ποτέ τίποτα, απολύτως τίποτα. Κι όμως τα βλέπεις τώρα κι είναι όλο παράπονα και γκρίνια κι απαιτήσεις. Τους κάνω ένα σωρό φροντιστήρια για να βγάλουν ένα βαθμό της προκοπής κι αυτό με τα χίλια ζόρια. Παίρνουν χαρτζιλίκι όσο είναι το δικό σου βδομαδιάτικο και ποτέ, μα ποτέ βρε Κατερίνα, δεν μου έχουν κάνει ένα δώρο. Ειλικρινά σε θαυμάζω και σε ζηλεύω ομολογώ. Κι επειδή ο Τίτο ήταν δικό μου ψαράκι, επίτρεψέ μου να το κάνω δώρο εγώ στον Λευτέρη το ενυδρείο. Και να του πεις ότι του τον χαρίζω τον Τίτο, είναι δικός του πια. Πάρε αυτά τα χρήματα και δώστα στο παιδί μαζί με την αγάπη μου και την εκτίμησή μου. Και πες του ότι τον περιμένω το άλλο Σάββατο να του δώσω ένα μεγάλο φιλί. Τον ζητάνε και τα σκυλιά πες του, τους έχει λείψει πολύ!»
«Κυρία Ελένη, ευχαριστώ πολύ, δεν ξέρω τι να πω! Νιώθω πολύ υποχρεωμένη απέναντί σας ειλικρινά»
«Καθόλου υποχρεωμένη μη νιώθεις καλή μου και μη μ’ευχαριστείς. Εγώ σ’ευχαριστώ, με όλη μου την καρδιά, γι αυτό το μάθημα ζωής που μου έδωσες...»

20 χρόνια αργότερα...

«Γιατρέ, έχει έρθει ο κύριος Κούρτης με το λυκόσκυλο για τα εμβόλια, είναι το ραντεβού των 12, να περάσει;»«Έχουμε άλλο ραντεβού πιο πριν; Έχει κόσμο έξω;»«Ναι βέβαια, αλλά δεν έχουν ραντεβού. Είναι μια κυρία μ’ένα γατάκι, ένας κύριος μ’ένα κανίς κι ένα παιδάκι που κρατάει μια γυάλα μ’ένα χρυσόψαρο. Τον ρώτησα τι θέλει και μου είπε πως το ψαράκι του χρειάζεται γιατρό!»«Στείλε μου μέσα το παιδάκι με το χρυσόψαρο Ελπίδα και ζήτα από τους υπόλοιπους να περιμένουν λίγα λεπτά,οκ;»
Ο Λευτέρης σηκώθηκε από το γραφείο του την ώρα που έμπαινε μέσα το μικρό αγόρι αγκαλιά με μια γυάλα. Εκείνο στάθηκε διστακτικά στην πόρτα κι έτεινε προς τον Λευτέρη τη γυάλα με το χρυσόψαρο. Ο Λευτέρης πλησίασε, πήρε τη γυάλα και την ακούμπησε πάνω στο γραφείο του. Βλέποντας το χρυσόψαρο του κόπηκε η ανάσα – ήταν ίδιος ο Τίτο!«Τι πρόβλημα έχεις νεαρέ μου;» ρώτησε το παιδί.«Να, έχω αυτό το ψαράκι εδώ κι ένα μήνα και τώρα ξαφνικά δείχνει άρρωστο, δεν κολυμπάει καλά, γυρίζει συνέχεια στο πλάι. Ούτε τρώει, ούτε τίποτα. Μπορείτε να το κάνετε καλά γιατρέ;»
«Άκουσέ με αγόρι μου. Ο μόνος που μπορεί να το κάνει καλά είσαι εσύ, αν ακολουθήσεις τις συμβουλές μου βέβαια. Καταρχήν, τα ψαράκια δεν ζούνε σε γυάλες. Τουλάχιστον ας πούμε ότι δεν ζούνε καλά και δεν ζούνε για πολύ. Αυτό που καταρχήν χρειάζεται είναι να το αγαπάς πολύ. Το αγαπάς το ψαράκι σου;»
«Και βέβαια το αγαπάω! Αν μου πεθάνει θα στεναχωρηθώ πολύ, αλήθεια σας λέω! Γι αυτό ήρθα σε σας»
«Ωραία λοιπόν. Αφού το αγαπάς, θα το φροντίσεις και ανάλογα. Καταρχήν θα βάλεις στόχο να του πάρεις ένα μικρό ενυδρείο, γύρω στα 30 λίτρα, για να ζει άνετα εκεί μέσα. Θα σου εξηγήσω εγώ τα πάντα, μην ανησυχείς. Μέχρι τότε, θα του αλλάζεις κάθε μέρα το νερό του και θα βάζεις πάντα αντιχλώριο. Τώρα που είναι αρρωστούλι, θα σου δώσω εγώ ένα ειδικό αλάτι να του βάζεις μέσα στο νερό και θα το ταϊζεις βρασμένο αρακά, χωρίς το φλούδι φυσικά. Ό,τι χρειάζεσαι θα με παίρνεις τηλέφωνο κι όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείς. Αν το φροντίσεις σωστά θα ζήσει πολλά χρόνια, όπως ένα τέτοιο ψαράκι που είχα κι εγώ από μικρός. Τίτο τον έλεγαν κι ήταν ίδιος, έτσι, σαν να τον βλέπω τώρα. Έζησε μαζί μου 15 χρόνια και μου έδωσε πολύ χαρά»
«Τίτο, τι ωραίο όνομα! Θα τον ονομάσω κι αυτόν Τίτο! Τώρα που έρχονται Χριστούγεννα θα ζητήσω από τους δικούς μου να μου κάνουν δώρο το ενυδρείο και θα του φτιάξω ένα σπίτι πολύ όμορφο!»
«Μπράβο αγόρι μου! Είναι απλά πραγματάκια που αν τα κάνεις σωστά το ψαράκι σου κι εσύ θα ζήσετε πολλά χρόνια μαζί. Πήγαινε τώρα κι όπως είπαμε. Η Ελπίδα έξω θα σου δώσει το αλατάκι και τις οδηγίες που χρειάζεσαι. Πάρε και την κάρτα μου να μου τηλεφωνείς όποτε θέλεις να με ρωτήσεις κάτι. Κι οπωσδήποτε μόλις πάρεις το ενυδρείο θα μου τηλεφωνήσεις να σου δώσω οδηγίες για την σωστή λειτουργία του, εντάξει;»«Εντάξει γιατρέ! Σας ευχαριστώ πολύ! Κι ο Τίτο σας ευχαριστεί! Θα τα ξαναπούμε σίγουρα!»
Ο Λευτέρης κοίταξε το μικρό αγόρι που με τόση τρυφερότητα και αγάπη πήρε στην αγκαλιά του τη γυάλα με το χρυσόψαρο κι έφυγε καταχαρούμενο από το κτηνιατρείο. Το μυαλό του γύρισε πολλά χρόνια πίσω κι ένιωσε ξανά την ίδια χαρά και συγκίνηση που είχε νιώσει όταν έβαλε για πρώτη φορά τον Τίτο του στο καινούργιο του ενυδρείο. Ο Τίτο του έκανε συντροφιά σε όλα τα χρόνια του σχολείου και μετά στο Πανεπιστήμιο. Ο Τίτο ήρθε μαζί του όταν παντρεύτηκε στο καινούργιο του σπίτι, ο Τίτο ήταν εκεί όταν απέκτησε τον γιο του.Τώρα, ένας άλλος Τίτο θα έδινε τις ίδιες χαρές σ’ένα μικρό αγόρι.
Πόσα συναισθήματα μπορεί τελικά να ζήσει ένας άνθρωπος εξαιτίας μιας τόσο μικρής, πολύχρωμης ψυχούλας...

Μαρία Τζιρίτα