Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρια Τζιριτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μαρια Τζιριτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ - ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΡΙΤΑ



Εκείνο το απόγευμα, κάθονταν στο μόλο, πάνω στα δίχτυα των ψαράδων. Της είχε προτείνει ο Λουκάς να καθίσουν να απολαύσουν το ηλιοβασίλεμα. Η Λένα μύριζε τον αέρα, ανάσαινε την αλμύρα της θάλασσας και ρουφούσε τα λόγια του με ακόρεστη δίψα. "Μακάρι να μπορούσες να το δεις, Λενιώ…" "Το βλέπω, Λουκά. Το βλέπω μέσα από σένα. Εσύ είσαι τα μάτια μου". Ο Λουκάς και η Λένα, η τυφλή φίλη του, αγαπιόνταν από παιδιά. Ονειρεύονταν να παντρευτούν και να ζήσουν ευτυχισμένοι στο χωριό τους. Αλλιώς, όμως, τα 'φερε η τύχη… Τριάντα χρόνια αργότερα, οι ίδιοι πρωταγωνιστές θα ξανασυναντηθούν κάτω από πολύ ιδιόμορφες συνθήκες, σε διαφορετικούς ρόλους αυτή τη φορά. Άραγε, άντεξε στο χρόνο εκείνη η αγάπη; Μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης, έρωτα και πάθους, μέσα από δυο μάτια που δεν είδαν ποτέ το φως του ήλιου.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Ο δολοφόνος του παιδιού μου



Είχα τα μάτια μου καρφωμένα στη μικρή ξύλινη πόρτα. Τον περίμενα. Περίμενα με τόση λαχτάρα να τον δω, που η καρδιά μου είχε ανέβει στο λαιμό μου κι έκανα απελπισμένες προσπάθειες να την κατεβάσω στη θέση της καταπίνοντας, λες κι ήταν μια μπουκιά ψωμί που είχε σταθεί εκεί και δεν έλεγε να πάει κάτω. Η βαβούρα που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έφτανε στ’αυτιά μου σαν ήχος υπόκωφος, από μακριά. Κανέναν δεν έβλεπα, η όρασή μου ήταν θολή και το μόνο σημείο στο οποίο εστίαζα καθαρά ήταν εκείνη η πόρτα. Η πόρτα απ’όπου θα έβγαινε ο Γιώργος Γεωργίου. Ο δολοφόνος του παιδιού μου.
Ο Στέφανος δίπλα μου έβριζε και καταριόταν, τον περίμενε κι εκείνος για να ξεσπάσει πάνω του την οργή και το μίσος που τον έπνιγαν σαν τεράστιο αιμοβόρο φίδι που είχε τυλιχτεί στο λαιμό του. Τ’αδέλφια του δίπλα του προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Οι αστυνομικοί λίγο πιο πίσω βρίσκονταν σ’ετοιμότητα. Όλοι τον κατανοούσαν, αλλά όφειλαν να τηρήσουν την τάξη.
Εγώ πάλι δεν ήθελα να του επιτεθώ. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, όπως ο άντρας μου. Ήθελα μόνο να τον δω. Να τον κοιτάξω στα μάτια, να τον γνωρίσω καλύτερα. Να μάθω τι σκεφτόταν, πώς ένιωθε. Τον ζήλευα. Αυτός είχε δει τον Άγγελο τελευταία φορά ζωντανό. Τον είχε αγγίξει, του είχε μιλήσει, είχε ακούσει τη φωνή του. Για τελευταία φορά. Εκείνος, ο Γιώργος Γεωργίου, ο δολοφόνος του. Μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό αυτός ο άνθρωπος είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Ένιωθα δέος στη σκέψη του. Αυτός είχε πάρει τη ζωή του παιδιού μου. Πόση δύναμη πρέπει να είχε!
Η πόρτα άνοιξε. Ένας αστυνομικός, αυτός κι άλλος ένας αστυνομικός. Στάθηκαν για λίγο κι έπειτα τον κάθησαν στο εδώλιο. Σταμάτησα την προσπάθεια να καταπιώ τον χτύπο της καρδιάς μου κι αφέθηκα με όλες μου τις αισθήσεις στο κοίταγμα του. Τον είχα ξαναδεί, αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τον παρατηρήσω τόσο καλά, με την ησυχία μου. Ο χαμός που επικράτησε στην αίθουσα δεν διέκοψε ούτε στιγμή την συγκέντρωσή μου.
Είχε το κεφάλι του σκυμμένο. Μαύρα σγουρά μαλλιά, λίγο πιο κάτω απ’τα αυτιά. Αναρωτήθηκα αν θα τον κούρευαν στη φυλακή, ή θα του επέτρεπαν να διατηρήσει αυτή την πλούσια χαίτη. Ήταν μετρίου αναστήματος, εκτός κι αν έφταιγε το γεγονός ότι στεκόταν καμπουριαστός. Όχι ιδιαίτερα γεροδεμένος. Παρατήρησα τα μπράτσα του, τις παλάμες του. Απογοητεύτηκα. Περίμενα να δω κάποιον που η σωματική του διάπλαση να δικαιολογούσε την πράξη του. Να την αξίωνε. Αυτός ήταν σαν μπασμένο. Δεν μπορούσε ο Άγγελος να του αντισταθεί; Ένα κι ογδονταπέντε ήταν και πολύ γυμνασμένος.
Έπειτα ήταν κι η ηλικία. Δεν ταίριαζε. Τούτο εδώ το παλικάρι μέχρι κι όμορφο το έλεγες. Μα δε θα’ταν πάνω από είκοσι πέντε χρονών. Νέο παιδί κι ωραίο παιδί δεν κάνει τέτοια πράγματα. Ένας μεσήλικας, ένας διεστραμμένος πενηντάρης, ναι. Πιο λογικό. Αυτός εδώ δεν μπορούσε να είχε όποιον ήθελε; Είτε γυναίκα, είτε άντρα, δεν έχει σημασία. Τι του ζήλεψε του παιδιού μου; Που ήταν και μωρό ακόμα, κι ας ήταν ένα κι ογδόνταπέντε ύψος.
Τότε σήκωσε τα μάτια του και τα έριξε κατευθείαν πάνω μου. Πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλον. Πάνω μου. Καρφώθηκε στα μάτια μου, όπως το βέλος που βρίσκει κατευθείαν το στόχο του. Μου μίλησε. Όχι με λόγια, ούτε με νοήματα. Όμως μου μίλησε κι εγώ τον άκουσα. Όχι με τ’αυτιά, αλλά με κάτι άλλο που βρισκόταν πολύ βαθιά μέσα μου. Δεν ήξερα πώς. Αλλά τον άκουσα. Και του χαμογέλασα. Τα δικά του μάτια, έχοντας πάρει την απάντησή τους, ξαναγύρισαν στο πάτωμα μπροστά του.
Ο Στέφανος με κοίταξε σαστισμένος.
«Μα τι κάνεις; Το έχασες τελείως;»
Το «τελείως» δεν χρησιμοποιήθηκε τυχαία. Όλοι στην οικογένεια πιστεύουν ότι φλερτάρω επικίνδυνα με την τρέλα. Όχι ανέκαθεν – από τότε που έφυγε ο Άγγελος. Τίποτα πάνω μου δεν είναι φυσιολογικό – έτσι τους έχω ακούσει να λένε. Μέχρι την κηδεία του φερόμουν όπως μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της. Μαύρα ρούχα, κλαμμένα και πρησμένα μάτια, κατάρες που στοίχειωναν μέχρι και τον λιγοστό ύπνο μου. Λιποθυμίες, ηρεμιστικά, ενέσεις. Αλλά μετά; Μου έστριψε, έλεγαν τα σόγια. Πώς να τους εξηγήσω να καταλάβουν; Ο Στέφανος βλέποντάς με έτσι, άρχισε να το πιστεύει κι αυτός.
«Κοίταξέ τον Στέφανε. Ο Άγγελος τον έχει συγχωρέσει. Πρέπει να τον συγχωρέσουμε κι εμείς».
«Ποτέ! Κανείς δε θα τον συγχωρέσει! Ούτε η μάνα που τον γέννησε! Στη φυλακή να σαπίσει το κτήνος!»
Ο Στέφανος έφτυσε προς το μέρος του, αλλά το σάλιο του έσκασε λίγο πιο πέρα, λερώνοντας το ξύλινο κιγκλίδωμα. Δεν έφτασε το στόχο του. Δεν ήταν σφαίρα βλέπεις, ούτε τόξο. Ούτε ματιά. Του έπιασα το χέρι.
«Ηρέμησε», του είπα, την ίδια στιγμή που ο δικαστής του έστελνε τη δική του επίπληξη. Έπρεπε ν’αρχίσει η ακροαματική διαδικασία.
Εγώ αρνήθηκα να καταθέσω. Τα είχαμε συμφωνημένα με τον δικηγόρο. Αυτός παρουσίασε χαρτί από ψυχίατρο που με απάλλασε από την ευθύνη αυτή. Το μόνο που περίμενα ήταν η απολογία του κατηγορούμενου. Ήθελα ν’ακούσω και πάλι πώς έγινε, τι του είπε το παιδί πριν φύγει, μήπως κάτι, κάτι είχε ξεχαστεί στην πρώτη κατάθεση και δεν είχε αναφερθεί. Πάνω απ’όλα όμως ήθελα να μπορέσω να ικανοποιήσω το αίτημα του γιού μου. Να τον κοιτάξω στα μάτια και να νιώσω μέσα μου ότι ναι, τον συγχωρώ. Αυτό δεν το είχα καταφέρει ακόμα. Δεν είχα φτάσει μέχρι εκεί.
Τώρα άκουγα τον άντρα μου που μιλούσε για τον γιο μας. Πόσο καλό παιδί ήταν, πόσο ηθικό, δεν έδινε ποτέ δικαίωμα σε κανέναν. Καλός μαθητής, αγαπητός σε καθηγητές και συμμαθητές. Ασχολούταν με τον αθλητισμό κι είχε πάρει αρκετές διακρίσεις σε σχολικούς αγώνες. Αγαπούσε τη μουσική, έπαιζε κιθάρα. Ήταν υπάκουος, είχε καλή σχέση με τους γονείς του, δεν είχαμε προβλήματα.
Μα τι σημασία είχαν όλα αυτά; Αν δηλαδή ήταν κακό παιδί, αν δεν ήταν καλός μαθητής, αν δεν τον συμπαθούσαν όλοι, αν δεν ήταν αθλητής και δεν έπαιζε κιθάρα, θα δικαιολογούσαν οι δικαστές τον φόνο του; Και όχι, δεν ήταν υπάκουο παιδί. Ήταν ένα φυσιολογικά οργισμένο παιδί στην εφηβεία. Και δεν είχε και τόσο καλή σχέση μαζί μας. Νομίζω πως αφού έφυγε και μετά αποκτήσαμε καλή σχέση. Τη σχέση που έχουμε τώρα. Είχαμε προβλήματα. Όπως έχουν όλοι οι γονείς με τα παιδιά τους. Για ποιό λόγο πρέπει να το κρύβουμε αυτό; Μάλλον επειδή δεν έχει κάτι να προσθέσει στην υπόθεση. Ή επειδή όταν κάποιος πεθαίνει αγιοποιείται κι όλα τα παραπτώματα διαγράφονται. Σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Πόσο ανόητοι λόγοι μου φαινόντουσαν τώρα αυτοί για τους οποίους τσακωνόμασταν τότε. Ας τον είχα τον γιο μου κοντά μου ζωντανό κι ας μην πάταγε ποτέ στο φροντιστήριο. Κι ας άκουγε δυνατά μουσική μέσα στο μεσημέρι, προκαλώντας την αγανάκτηση των γειτόνων. Κι ας μη μάζευε ποτέ το δωμάτιο του – αν είναι δυνατόν, για τέτοια γελοία πράγματα τον μάλωνα; Ας τον είχα μόνο, μια στιγμή μοναχά να τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Οι άκρες των χειλιών μου στράφηκαν προς τα κάτω και αυτό το ανάποδο χαμόγελο συνοδεύτηκε από καυτά δάκρυα.
Ο Στέφανος βλέποντάς με να κλαίω, δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί. Μάλλον έκλινε προς τη χαρά και την ανακούφιση. Τον έκανε να νιώθει λιγότερο μόνος – στο κάτω κάτω αυτό ήταν το φυσιολογικό. Δε γινόταν να υποφέρει μόνο αυτός, να πονάει χωρίς συντροφιά. ΄Επρεπε να υποφέρω κι εγώ. Μάνα ήμουν. Ήμουν. Δεν είμαι πια. Μα, όταν γίνεις μάνα, παύεις να είσαι ποτέ; Είναι ιδιότητα που χάνεται, όπως το να λες «ήμουν βαρκάρης, αλλά δεν είμαι πια, γιατί δεν έχω βάρκα;»
Ο Γιώργος Γεωργίου κλήθηκε να καταθέσει. Μιλούσε τόσο σιγά, που ο πρόεδρος αναγκάστηκε έξι φορές να του κάνει σύσταση. Σ’αυτόν για να μιλάει πιο δυνατά και στον κόσμο από κάτω για να μη μιλάει καθόλου. Ο δικαστής μπορούσε να το κάνει αυτό. Ν’αποφασίσει ποιός θα μιλήσει και ποιός θα σιωπήσει. Ποιός θα μπει στη φυλακή και ποιός θα γυρίσει σπίτι του. Δε μπορούσε όμως ν’αποφασίσει ποιός θα ζήσει και ποιός θα πεθάνει. Τουλάχιστον όχι στη χώρα μας. Και σίγουρα δε μπορούσε ν’αποφασίσει ποιός θ’αγαπηθεί και ποιός θα μισηθεί. Σε καμία χώρα.
Έτσι ο Γιώργος Γεωργίου αποφασίστηκε να μπει στη φυλακή και μάλιστα ισόβεια. Όταν θα πέθαινε ήταν ελεύθερος να πάει όπου ήθελε. Αυτό θα το αποφάσιζε ο ίδιος. Θα είχε πολύ χρόνο για να το αποφασίσει. Ο Στέφανος ορκιζόταν ότι δε θα τον άφηνε να ζήσει. Ότι σκοπός της ζωής του από κει και πέρα θα ήταν η εκδίκηση για το χαμό του παιδιού μας. Θα έβρισκε έναν τρόπο να μπει στη φυλακή και να τον σκοτώσει. Μόνο τότε θα ηρεμούσε η ψυχή του. Ο Στέφανος είχε αποφασίσει να ζήσει για πάντα μ’ένα μίσος που θα δηλητηρίαζε την καρδιά του, τη σκέψη του και τις πράξεις του.
Εγώ πάλι δεν είχα αποφασίσει για τίποτα. Ο Άγγελος θα αποφάσιζε για μένα...

Μαρία Τζιρίτα

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Η ιστορία του Μέμου

Η ιστορία που ακολουθεί εμπεριέχεται στο "Παιδί της Αγάπης" της Μαριας Τζιρίτα και είναι ένα παραμύθι για μικρά αλλά και μεγάλα παιδιά..


«Μαρίνα, ο πόνος δεν δόθηκε τυχαία στους ανθρώπους. Όπως ακριβώς στο σώμα σου σε πονάει κάτι για να σε προειδοποιήσει ότι κάτι δεν πάει καλά, κάτι έχει αρρωστήσει και πρέπει να το γιατρέψεις, έτσι ακριβώς και ο πόνος της ψυχής σε προτρέπει ν’ασχοληθείς μαζί της. Κι ενδεχομένως να την γιατρέψεις. Αν τον αγνοήσεις, αν τον προσπεράσεις, κοροϊδεύεις τον εαυτό σου – αυτός είναι πάντα εκεί. Λοιπόν, άκου. Θα σου πω μια ιστορία που την λέγαμε στα παιδιά στο ίδρυμα, αλλά μας αφορά όλους.
Κάποτε υπήρχε ένα χωριό ψηλά σ’ένα βουνό, με λιγοστούς κατοίκους, γύρω στις εκατό οικογένειες. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πολύ αρμονικά κι ευτυχισμένα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, ήταν πάντα γελαστοί κι αισιόδοξοι.
Μια μέρα εμφανίστηκε στο χωριό ένας δράκος. Κατέβηκε από τα βουνά κι εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τα σπίτια τους. Κάθε τόσο κατέβαινε στο χωριό κι έτρωγε κι από έναν χωρικό. Είτε άντρα, είτε γυναίκα, είτε καμιά φορά και παιδί, δεν έκανε διακρίσεις. Οι χωρικοί είχαν πανικοβληθεί, δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν. Ένας, ένας οι πιο γενναίοι άντρες του χωριού, οπλίζονταν και πήγαιναν να παλέψουν μαζί του. Όμως ο δράκος πάντα νικούσε και τους σκότωνε.
Οργάνωσαν μια επίθεση από δέκα άντρες, οπλισμένους με μαχαίρια και κάθε λογής όπλα και του επιτέθηκαν στη φωλιά του. Ο δράκος, με μια ανάσα γεμάτη φωτιά, τους έκαψε όλους μονομιάς. Όταν πια είχαν απελπιστεί, μάζεψαν τα υπάρχοντά τους και μετακόμισαν σ’ένα γειτονικό χωριό εκεί κοντά. Ο δράκος όμως τους ακολούθησε κι εξακολουθούσε να τους επιτίθεται και να τους σκοτώνει έναν έναν.
Τότε εμφανίστηκε στο χωριό ένας άντρας νέος, κοντός κι αδύνατος και τους είπε: ‘εγώ θα τον σκοτώσω τον δράκο’.
Όλοι γέλασαν μαζί του και τον κορόιδεψαν, έμοιαζε στη δύναμη με μικρό παιδί!
‘Θα σε κάνει μια χαψιά’, του έλεγαν. Εκείνος όμως, Μέμος ήταν τ’όνομά του, πήρε ένα μικρό μαχαίρι, ένα μπουκάλι νερό κι ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε για τη φωλιά του δράκου.
Πλησίασε αργά και σιγά, για να μην τον πάρει χαμπάρι, και του έστησε καραούλι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά κι όταν ο δράκος αποκοιμήθηκε κι άρχισε να ροχαλίζει, πήδηξε γρήγορα-γρήγορα μέσα στο στόμα του και κατέβηκε στην κοιλιά του. Εκεί κάθησε ήσυχα σε μια γωνιά, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του κι άρχισε να κόβει την κοιλιά του δράκου από μέσα. Κάθε μέρα που περνούσε έκοβε κι από ένα μικρό κομματάκι.
Ο δράκος, που ήταν τεράστιος, στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτα. Μετά από λίγες μέρες, άρχισε να έχει αφόρητους πόνους και να μη μπορεί πια να φάει τίποτα. Ο Μέμος, με υπομονή κι επιμονή, έκοβε κάθε μέρα και λίγο περισσότερο από την κοιλιά του. Ακόμα κι όταν σώθηκε το νερό και το ψωμί που είχε πάρει μαζί του, εκείνος εξαντλημένος και πεινασμένος, συνέχιζε να κόβει.
Οι χωρικοί πίστεψαν ότι ο Μέμος είχε πεθάνει, ότι τον είχε φάει ο δράκος, όπως τους υπόλοιπους. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν τόσο ανόητος αυτός, που πήγε και μπήκε μόνος του στο στόμα του δράκου! Καθώς περνούσαν οι μέρες κι ο δράκος σταμάτησε τις επιθέσεις, παραξενεύτηκαν.
Μετά από ένα μήνα, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του δράκου και τον παρακολουθούσαν να σφαδάζει από τους πόνους, να χτυπιέται, να βγάζει φωτιές, αλλά χωρίς να μπορεί να σηκωθεί.
Ξαφνικά ο δράκος ξεψύχησε μ’ένα εκκωφαντικό αγκομαχητό. Και τότε, άνοιξε η κοιλιά του και βγήκε από μέσα ο Μέμος! Οι χωρικοί έμειναν άφωνοι για λίγο και μετά άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν τον ήρωά τους. Τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού για να του αποδώσουν τις τιμές που του έπρεπαν.
Αφού του έδωσαν να πιει νερό και να φάει καλά, τον ρώτησαν πώς τα κατάφερε, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, να σκοτώσει τον δράκο που δεν είχαν καταφέρει δέκα δυνατοί άντρες μαζί. Κι ο Μέμος τους είπε:
‘Το μυστικό είναι να μπεις μέσα στο θεριό, πριν προλάβει εκείνο να σε φάει. Να μπεις με τη θέλησή σου, καλά προετοιμασμένος και να έχεις υπομονή κι επιμονή. Θα σου πάρει καιρό, αλλά τελικά θα καταφέρεις να το σκοτώσεις. Όταν είσαι μέσα του ζωντανός, δε μπορεί να σε πολεμήσει. Ο χρόνος είναι ο σύμμαχός σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα μικρό μαχαίρι’.»
Η Μαρίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά του είπε:
«Υπέροχη ιστορία Αλέκο μου, πραγματικά. Δε νομίζω όμως πως καταλαβαίνω τι θες να μου πεις»
«Ο δράκος Μαρίνα είναι η θλίψη, το πένθος. Μπορεί να παρουσιαστεί στη ζωή σου εντελώς ξαφνικά κι αν δεν ξέρεις πως να το αντιμετωπίσεις, θα σε φάει. Αν προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, είσαι σίγουρα χαμένος. Αν πάλι πας να το πολεμήσεις βιαστικά και να το χτυπήσεις όντας απ’έξω, θα σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να το νικήσεις είναι να μπεις μέσα του και να το πολεμήσεις σιγά-σιγά. Κάθε μέρα κι από λίγο. Με υπομονή κι επιμονή. Το μαχαίρι του Μέμου είναι η δύναμη της θέλησης που έχει ο καθένας μας. Κι ο χρόνος ο σύμμαχός μας. Καταλαβαίνεις τώρα;»
«Και το ψωμί και το νερό;»
«Αυτά είναι τα εφόδια που χρειάζεσαι για να παραμείνεις ζωντανός και να παλέψεις. Είναι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι που είναι δίπλα μας και μας στηρίζουν, που μπορεί να τους έχουμε σα δεδομένο στην καθημερινή μας ζωή – ποιός εκτιμάει λίγο νερό κι ένα κομμάτι ψωμί; - αλλά που στη δεδομένη στιγμή, χωρίς αυτά δε θα μπορούσες να ζήσεις για να νικήσεις τον δράκο σου»....

Μαρία Τζιρίτα

Δευτέρα 13 Απριλίου 2009

Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΙΤΟ


Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια πολύ φτωχή οικογένεια με τέσσερα μικρά παιδιά. Ο μπαμπάς τους δούλευε οικοδόμος κι η μαμά τους καθάριζε σπίτια για ένα μεροκάματο. Τα παιδάκια, δυο αγόρια και δυο κορίτσια, πήγαιναν σχολείο και βοηθούσαν όσο μπορούσαν με τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν όλα τους καλά παιδιά, φρόνιμα και υπάκουα, με σεβασμό και αγάπη προς τους γονείς τους. Ποτέ δε ζητούσαν τίποτα παραπάνω απ’όσα μπορούσαν να έχουν, για να μην τους στεναχωρούν που δεν είχαν χρήματα να τους το προσφέρουν. Τους πρόσφεραν όμως πολύ αγάπη και τα παιδιά τους το εκτιμούσαν αυτό κι ένιωθαν ευτυχισμένα μέσα στη φτώχια τους.Το μικρότερο από τα παιδιά αυτά, ο Λευτέρης, αγαπούσε πάρα πολύ τα ζώα. Όλοι τ’αγαπούσαν σ’αυτή την οικογένεια, αλλά ο Λευτέρης τους είχε παθολογική αδυναμία. Αν έβρισκε πεινασμένο σκυλάκι ή γατούλα στο δρόμο, το τάιζε με το κολατσιό του κι εκείνος έμενε νηστικός. Επειδή στο σπίτι δε γινόταν να έχει ένα δικό του ζωάκι, είχε γεμίσει το παιδικό δωμάτιο με ζωγραφιές και εικόνες από διάφορα ζώα – σκύλους, γάτες, πουλιά, άλογα, ό,τι μπορείς να φανταστείς! Ήταν οκτώ χρονών κι επειδή ήταν άριστος μαθητής έλεγε πως θα γίνει κτηνίατρος, για να βοηθάει και ν’ανακουφίζει τους μικρούς του φίλους.Τα Σάββατα η μητέρα του Λευτέρη, η κυρία Κατερίνα, δούλευε στο σπίτι των Πουλόπουλων, μια βίλα στα βόρεια προάστεια. Ήταν μια πλούσια οικογένεια γιατρών, οι οποίοι είχαν δυο σκυλιά στον κήπο τους και ένα μεγάλο ενυδρείο μέσα στο σπίτι τους. Το γεγονός αυτό έκανε τον Λευτέρη να πηγαίνει κάθε Σάββατο μαζί με τη μητέρα του, τάχα για να την βοηθάει, αλλά στην πραγματικότητα για να βρίσκεται κοντά στα ζώα. Ακόμα κι αυτά τα σκυλιά που ήταν φύλακες κι ήταν άγρια με όλους, όταν έβλεπαν τον Λευτέρη έκαναν τόσες χαρές και παιχνίδια που δεν το πίστευε άνθρωπος! Αφού έπαιζε κάμποση ώρα μαζί τους στον κήπο, στη συνέχεια ο Λευτέρης στηνόταν μπροστά στο ενυδρείο και χάζευε τα ψάρια με τις ώρες! Είχε βγάλει ονόματα σε όλα και πίστευε πως κι εκείνα μετά από τόσο καιρό τον γνώριζαν κι ανταποκρίνονταν στην παρουσία του. Η μητέρα του φυσικά τον κορόιδευε όταν της το έλεγε αυτό – τα σκυλιά εντάξει, αλλά και τα ψάρια; - όμως εκείνος ήξερε πως ήταν αλήθεια.
Εκείνο το Σάββατο που η κυρία Κατερίνα πήγε στους Πουλόπουλους παρέα με το γιο της, μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τον Λευτεράκη. Το πιο μικρό ψαράκι στο ενυδρείο είχε αρρωστήσει. Η ουρίτσα του ήταν ξεφτισμένη και το κακόμοιρο καθόταν άκεφα στο βυθό ακίνητο. Τα υπόλοιπα χρυσόψαρα μαζεύτηκαν στο μπροστινό τζάμι να χαιρετήσουν τον φίλο τους, ο Τίτο όμως παρέμενε ακίνητος. Η καρδιά του Λευτέρη σταμάτησε απ’το φόβο και την ανησυχία του. Έτρεξε γρήγορα στο γκαράζ να προλάβει την κυρία του σπιτιού που έφευγε εκείνη την ώρα.«Κυρία Ελένη, σταθείτε, περιμένετε!»
Εκείνη φρέναρε το αμάξι της τρομαγμένη και κατέβασε το παράθυρό της.«Τι είναι αγόρι μου, τι συμβαίνει; Έχει η μητέρα σου κάποιο πρόβλημα;», ρώτησε ανήσυχη.
«Όχι, συγνώμη που σας καθυστερώ, αλλά είδα ότι το μικρό χρυσόψαρο κάτι έχει, φαίνεται άρρωστο, το έχετε δει;»
«Αχ βρε Λευτέρη μου, αυτό ήταν και με τρόμαξες; Ναι έχει αρρωστήσει, δεν πάει καλά. Ευτυχώς που μου το θύμησες δηλαδή, πρέπει να το βγάλουμε μην κολλήσουν και τα υπόλοιπα. Πες στη μαμά σου να το βγάλει με την απόχη που έχω από κάτω στο ντουλάπι και να το πετάξει. Εσύ τάισέ τα κανονικά όπως κάνεις πάντα και ρίξε και λίγες σταγόνες απ’το φάρμακο μέσα στο ενυδρείο, εκείνο το μπλε μπουκάλι που σου είχα δείξει, να προλάβουμε τα υπόλοιπα, εντάξει αγόρι μου;»
«Όταν λέτε να το πετάξει, τι εννοείται; Να το πετάξει στα σκουπίδια; Αφού είναι ακόμα ζωντανό! Εσείς γιατρός είστε δεν μπορείτε να το κάνετε καλά;»
«Χα,χα,χα, τι πλάκα που έχεις! Δεν είμαι γιατρός για ψάρια Λευτεράκη! Και ούτε νομίζω πως υπάρχει τέτοιος γιατρός, όπως για τα σκυλιά για παράδειγμα. Όταν αρρωσταίνει ένα ψάρι παίδι μου το πετάμε και παίρνουμε άλλο. Χρυσόψαρα είναι, δεν κοστίζουν τίποτα! Έλα, σ’αφήνω τώρα, πρέπει να πάω στο ιατρείο. Πήγαινε μέσα κι όπως είπαμε, έτσι;» Η κυρία Ελένη πάτησε το γκάζι του πανάκριβου αυτοκινήτου της κι εξαφανίστηκε αφήνοντας πίσω της ένα σύννεφο σκόνης κι έναν Λευτέρη με κομματιασμένη την καρδούλα του.
Μα να πετάξουν τον Τίτο; Ζωντανό; Το πιο αγαπημένο του χρυσόψαρο; Ήταν τόσο όμορφος ο Τίτο! Μόλις έξη μηνών κι είχε μεγαλώσει σ’αυτό το ενυδρείο. Είχε πολλά χρώματα, πορτοκαλί, καφέ και μπλε, ναι μπλε! Ήταν πολύ σπάνιο χρυσόψαρο, έτσι του είχε πει η κυρία Ελένη. Η ουρά του ήταν μεγάλη κι εντυπωσιακή – τουλάχιστον πριν αρρωστήσει, γιατί τώρα έμοιαζε με πολυχρησιμοποιημένη σκούπα. Ήταν ο πιο αγαπημένος του ο Τίτος. Πολύ παιχνιδιάρης και κοινωνικός, όχι με όλους, αλλά με τον Λευτέρη σίγουρα. Και να τον πετάξουν; Όχι, σε καμία περίπτωση δε θα συνέβαινε αυτό! Δεν θα το επέτρεπε ο Λευτέρης, θα έκανε το παν για να τον σώσει! Εκείνη την ίδια στιγμή, τρέχοντας προς το σπίτι, ο Λευτέρης πήρε άλλη μια απόφαση: Όταν θα μεγάλωνε, θα γινόταν γιατρός για ψάρια! Αφού κτηνίατροι για τα υπόλοιπα ζώα υπήρχαν πολλοί, εκείνος θα γινόταν ψαρογιατρός! Έτσι κανένα άρρωστο ψαράκι δε θα κατέληγε στα σκουπίδια, μόνο και μόνο επειδή είναι φθηνό να το αγοράσεις...
«Μαμά, μαμά! Έχει η κυρία Ελένη εδώ κανένα μεγάλο βάζο που να μην το θέλει;»«Τρελάθηκες παιδάκι μου; Τι βάζο μου λες; Τι να το κάνεις;»«Να, μου είπε να βγάλω ένα άρρωστο ψαράκι από το ενυδρείο και να το βάλω κάπου μόνο του, για να μην κολλήσουν τα υπόλοιπα. Δεν έχει κανένα δοχείο, έστω πλαστικό βρε μαμά; Για ψάξε!»«Λευτέρη, είσαι σίγουρος πως σου είπε να το βάλεις κάπου; Μήπως σου είπε να το πετάξεις και μου λες ψέμματα; Συνήθως έτσι κάνει η κυρία Ελένη με τα άρρωστα ψάρια, πώς της ήρθε τώρα να σου πει να το βάλεις χωριστά; Πες μου την αλήθεια και θα σε βοηθήσω. Πάντα λέμε την αλήθεια, έτσι αγόρι μου;»«Ναι μαμά, συγνώμη. Μου είπε να το πετάξω, αλλά εγώ δε θέλω! Είναι ο Τίτο, το μικρούλη, το πιο αγαπημένο μου! Σε παρακαλώ, βρες μου κάπου να το βάλω και να το φροντίσω να γίνει καλά, σε παρακαλώ!». Τα μάτια του Λευτέρη γέμισαν δάκρυα καθώς κοιτούσε την μητέρα του ικετευτικά.
«Εντάξει αγάπη μου, μην κλαις. Ξέρω πόσο τ’αγαπάς, αλλά να είσαι προετοιμασμένος ότι μπορεί να πεθάνει τελικά ο Τίτο. Είναι ευαίσθητα τα ψαράκια».«Το ξέρω βρε μαμά, αλλά τουλάχιστον εμείς θα έχουμε προσπαθήσει να το σώσουμε και θα νιώθουμε καλύτερα μετά, έτσι δεν είναι;»«Έτσι είναι καλό μου παιδί! Να, πάρε αυτό το βάζο που έχει και καπάκι, είχε μέσα ελιές αλλά το έχω πλύνει καλά. Για πέταμα το είχαν εδώ. Βάλε μέσα το ψαράκι και στο σπίτι θα σου δώσω ένα μεγάλο τάπερ να το βάλεις, εντάξει; Όμως θα μου υποσχεθείς κάτι. Δε θα το πάρεις κρυφά, θα το πεις στην κυρία Ελένη. Κι ας σου είπε να το πετάξεις, εσύ θα πεις την αλήθεια. Δεν παύει να είναι κάτι δικό της και δεν θα το πάρεις χωρίς την άδειά της».
Ο Λευτέρης έλαμψε από χαρά! Έτρεξε γρήγορα και με μεγάλη προσοχή έβγαλε το ψαράκι από το ενυδρείο και το έβαλε στο γυάλινο βάζο, αφού πρώτα το είχε γεμίσει με νερό από το μεγάλο ενυδρείο. Στη συνέχεια έριξε από το φάρμακο που του είπε η κυρία Ελένη και στον Τίτο και στα υπόλοιπα ψαράκια. Έβαλε το βάζο κοντά στο καλοριφέρ κι απέμεινε εκεί να παρακολουθεί το ψαράκι του που έδειχνε εντελώς αδιάφορο για ό,τι του συνέβαινε.Το μεσημέρι που γύρισε η κυρία Ελένη, ο Λευτέρης γεμάτος θάρρος στάθηκε μπροστά της και ζήτησε την άδειά της για να πάρει τον Τίτο σπίτι του. Αρχικά εκείνη γέλασε με την επιθυμία του παιδιού, στη συνέχεια προσπάθησε να τον κάνει να καταλάβει πως το ψάρι θα πέθαινε κι έχανε τον χρόνο του, αλλά η απάντηση του Λευτέρη την έκανε να υποχωρήσει και να συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό ήταν αυτό το ψαράκι για το παιδί.«Εσείς κυρία Ελένη, όταν είστε σίγουρη πως ο ασθενής σας δε θα γίνει καλά γιατί είναι πολύ άρρωστος, απλά τον αφήνετε να πεθάνει; Δεν κάνετε τίποτα γι αυτόν για να ζήσει έστω λίγο περισσότερο, έστω μια μέρα, χάνοντας λίγο από τον δικό σας χρόνο;....»
Έτσι ο Τίτο πήγε μαζί με τον Λευτέρη στο φτωχικό του σπίτι και μπήκε μέσα σ’ένα μεγάλο πλαστικό τάπερ, προκειμένου να γίνει καλά – όπως ήλπιζε ο μικρός. Η κυρία Ελένη τον είχε προμηθεύσει με τροφή αλλά το φάρμακο δε μπορούσε να του το δώσει, το χρειαζόταν για τ’άλλα ψαράκια. Ο Λευτέρης είχε ήδη μάθει πολλά πράγματα για τη λειτουργία του ενυδρείου κι είχε καταλάβει καλά πως στο δοχείο που είχε τον Τίτο δε μπορούσε να δημιουργήσει τις ίδιες συνθήκες που επικρατούσαν στο ενυδρείο. Έκανε όμως το καλύτερο δυνατό να του εξασφαλίσει ένα όσο γινόταν καλύτερο περιβάλλον.Τον έβαλε κοντά στη σόμπα (το δικό τους σπίτι δεν είχε καλοριφέρ) και του άλλαζε μέρος από το νερό του δυο φορές την ημέρα. Το νερό που του έβαζε το είχε σε έναν κουβά από την προηγούμενη μέρα για να φεύγει το χλώριο. Είχε δει πως υπήρχε ειδικό μπουκαλάκι με σταγόνες γι αυτή τη δουλειά, αλλά ντρεπόταν να το ζητήσει από την κυρία Ελένη και βέβαια ούτε διανοούταν να ζητήσει από τους γονείς του χρήματα για ν’αγοράσει κάτι τέτοιο. Τον τάιζε με φειδώ, δυο-τρία φυλλαράκια κάθε μέρα και πρόσθετε στο νερό του λίγο τυροκομικό αλατάκι, απ’αυτό που υπήρχε έτσι κι αλλιώς στο σπίτι τους. Αυτές τις πληροφορίες για τα χρυσόψαρα τις είχε πάρει ο Λευτέρης από ένα πετ σοπ που υπήρχε στη γειτονιά του, όπου πήγαινε πολλές φορές και χάζευε τα ζωάκια. Είχαν γίνει φίλοι με τον ιδιοκτήτη κι αυτός του είχε μάθει πολά πράγματα για τα χρυσόψαρα.Εκτός όμως από αυτή τη φροντίδα που έδινε στον Τίτο, του έδινε και πάρα πολύ αγάπη. Όλο τον ελεύθερο χρόνο του τον περνούσε μαζί του. Όταν διάβαζε τα μαθήματά του τον είχε πάντα δίπλα του. Του μιλούσε και τον παρότρυνε να γίνει καλά. Τον διαβεβαίωνε πως αν γινόταν καλά θα τον γύριζε πίσω στο ενυδρείο με τους φίλους του.Τις πρώτες μέρες ο Τίτο ήταν στην ίδια κατάσταση αλλά τουλάχιστον δεν χειροτέρευε. Την τρίτη μέρα ήταν λίγο πιο κινητικός κι έφαγε για πρώτη φορά.
Μετά από μια βδομάδα, το Σάββατο, ο Λευτέρης τον έβαλε πάλι στο βάζο και τον πήρε μαζί του στη βίλα των Πουλόπουλων. Η κυρία Ελένη ξαφνιάστηκε πολύ που είδε ότι ακόμα ζούσε αυτό το ταλαιπωρημένο ψαράκι! Ο Λευτέρης της είπε ότι θα τον κρατούσε μέχρι να γινόταν τελείως καλά και το είπε με τέτοια πεποίθηση που κι η ίδια η κυρία Ελένη άρχισε να τον παίρνει στα σοβαρά.«Κοίτα Λευτεράκη μου. Αφού κατάφερες να τον κρατήσεις ζωντανό μια βδομάδα και τον βλέπω καλύτερα, πάρε από το ντουλάπι ό,τι χρειάζεσαι γι αυτόν. Φάρμακο, αντιχλώριο, τροφή, ξέρεις εσύ τώρα. Έχουμε πολλά μέσα, πάρε ό,τι θες και μου τα επιστρέφεις όταν....εεε..... γίνει καλά, εντάξει;»«Εντάξει, ευχαριστώ πολύ! Πήγατε να πείτε όταν πεθάνει,ε; Δε θα πεθάνει όμως, θα δείτε! Τώρα που μου δώσατε και το φάρμακο θα τον κάνω σίγουρα καλά!»
Πέρασε έτσι άλλη μια βδομάδα. Η ουρά του Τίτου είχε σταματήσει να ξεφτίζει.Ο Λευτέρης χαιρόταν πολύ, αλλά δεν ήξερε αν θα ξαναγινόταν μεγάλη και όμορφη όπως πριν. Όμως κι έτσι να έμενε εκείνος θα τον αγαπούσε το ίδιο, ήταν σίγουρος γι αυτό. Εξακολουθούσε να του αφιερώνει όλο τον χρόνο και τη στοργή του.«Τίτο μου, μη στεναχωριέσαι για την ουρίτσα σου. Να ευχαριστείς τον Θεούλη που είσαι ζωντανός. Εγώ θα σ’αγαπάω όπως κι αν είσαι και οι φίλοι σου στο ενυδρείο το ίδιο. Εμείς στο σχολείο έχουμε ένα παιδάκι που είναι πολύ άσχημο. Είχε καεί όταν ήταν πιο μικρός και το πρόσωπό του είναι χάλια. Όμως ξέρεις πόσο τον αγαπάμε; Όλα τα παιδιά τον παίζουνε και η δασκάλα δεν τον ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους. Άμα είσαι καλός δεν έχει σημασία να είσαι πολύ όμορφος, αλήθεια σου λέω.»Ο Τίτο, σα να κατάλαβε τα λόγια του φίλου του, έκανε μια σβούρα μέσα στο δοχείο του κι ανέβηκε στην επιφάνεια να τον κοιτάξει. Μετά αποκαμωμένος, κατέβηκε πάλι στον πάτο και στάθηκε ακίνητος.
Κάποιο βράδυ που τ’αδέλφια κοιμόντουσαν στο δωμάτιό τους, ακούστηκε ένας δυνατός παφλασμός νερού. Ο Λευτέρης ξύπνησε αμέσως κι άναψε το μικρό πορτατίφ για να ελέγξει το δοχείο του Τίτου που βρισκόταν δίπλα του στο κομοδίνο. Τι να δει: ο Τίτο έκανε βουτιές στην επιφάνεια! Στην αρχή καταχάρηκε κι άρχισε να φωνάζει μέσα στη νύχτα:«Ο Τίτο μου έγινε καλά, κάνει βουτιές!»«Συγχαρητήρια! Θα σβήσεις το φως να κοιμηθούμε τώρα καμιά ώρα;», τον αποπήρε ο μεγάλος του αδελφός.Όσο όμως ο Λευτέρης παρατηρούσε το ψαράκι του καλύτερα, ένιωσε πως οι βουτιές του δεν ήταν από χαρά. Ήταν σα να έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να πηδήξει έξω από το δοχείο του. Σηκώθηκε τότε και πήγε στην κουζίνα να φέρει το καπάκι από το τάπερ και το ακούμπησε χαλαρά πάνω στο δοχείο, ίσα να του αφήνει να παίρνει λίγο αέρα. Ο Τίτο τότε σταμάτησε να πηδάει κι ο Λευτέρης έσβησε το φως και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Οι σκέψεις όμως κι η ανησυχία του δεν τον άφηναν. Ήξερε πως το ψαράκι του ήταν δυστυχισμένο. Τώρα που είχε δυναμώσει ήθελε να φύγει από κει, δεν του άρεσε. Ο Λευτέρης σκεφτόταν πως θα έπρεπε ίσως να τον επιστρέψει στο ενυδρείο. Όμως η ουρά του δεν είχε αποκατασταθεί κι η κυρία Ελένη δε θα δεχόταν να τον βάλει με τ’άλλα ψαράκια. Τι να έκανε; Ήταν πολύ προβληματισμένος κι έτσι τον βρήκε το πρωί, όπου έπρεπε να σηκωθεί για να πάει στο σχολείο.
Με το πρώτο φως της μέρας, σήκωσε το καπάκι να δει τον Τίτο. Φαινόταν και πάλι άκεφος. Με το που είδε τον Λευτέρη, ανέβηκε στην επιφάνεια κι έκοβε βόλτες κοιτώντας προς τα πάνω. Τότε ο Λευτέρης κατάλαβε τι του έφταιγε. Το δοχείο ήταν πλαστικό και αδιαφανές κι ο Τίτο δε μπορούσε να δει έξω! Μα πώς δεν το είχε σκεφτεί τόσο καιρό; Έπρεπε οπωσδήποτε να του βρει ένα γυάλινο δοχείο για να μπορεί να βλέπει έξω κι έτσι ο Τίτο να μη νιώθει πως ο χώρος του περιορίζεται τόσο πολύ. Πού να το έβρισκε όμως; Την ώρα που η μητέρα του σερβίριζε το πρωινό, την έπιασε και της μίλησε για τον προβληματισμό του.«Μαμά, ο Τίτο είναι δυστυχισμένος μέσα στο πλαστικό κουτί, δε μπορεί να δει τίποτα από το πλάι. Τη νύχτα τον είδα να προσπαθεί να πηδήξει έξω! Πρέπει να του βρω κάτι γυάλινο να τον βάλουμε και βέβαια όχι εκείνο το βάζο που τον μεταφέραμε, είναι στενό και ψηλό, δεν κάνει. Πρέπει να βρω μια γυάλα στρογγυλή μεγάλη, ή ακόμα καλύτερα τετράγωνη μεγάλη. Τι λες, υπάρχει εδώ στο σπίτι κάτι που να κάνει για τον Τίτο;»
«Πού να το βρω παιδάκι μου; Τι μου ζητάς τώρα; Δε χρειάζεται να στεναχωριέσαι τόσο για το ψαράκι, μια χαρά είναι κι εκεί που είναι. Δεν είδες ότι πάει καλύτερα; Αν δεν τον είχες πάρει εσύ να τον φροντίζεις έτσι, θα είχε πεθάνει σίγουρα. Άστον να γίνει εντελώς καλά και μετά θα τον πάμε πίσω στο ενυδρείο του και θα είναι μια χαρά. Άντε να ετοιμαστείς τώρα για το σχολείο παιδί μου, μην αργήσεις», του απάντησε η μητέρα του με τρυφερότητα. Ο Λευτέρης όμως δεν το έβαλε κάτω.«Βρε μαμά, αφού σου λέω στεναχωριέται! Άμα στεναχωριέται ένα ψάρι δε γίνεται ποτέ καλά! Τις περισσότερες αρρώστιες τις παθαίνουν τα ψαράκια από στρες, το ήξερες αυτό;» «Μήπως θα ήθελες να πάμε τον Τίτο και σε ψυχολόγο Λευτέρη;», του είπε εκείνη καυστικά.
«Καλά, εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ κάνεις πλάκα. Δε γίνεται να του πάρουμε ένα δοχείο πιο κατάλληλο; Ο κύριος Πέτρος στο μαγαζί στη γωνία έχει τέτοια δοχεία, μικρούλικα βέβαια, αλλά τουλάχιστον διάφανα και δεν είναι πολύ ακριβά. Αν μπορούσα να έχω ένα χιλιάρικο...»Η κυρία Κατερίνα άφησε τα πιάτα στο νεροχύτη, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και γύρισε και κοίταξε τον γιο της έκπληκτη.«Λευτέρη τρελάθηκες; Χίλιες δραχμές; Για να πάρουμε γυάλα στο ψάρι; Εγώ δουλεύω τρεις ώρες σε σκάλες για να πάρω ένα χιλιάρικο, το ξέρεις παιδί μου; Με αυτά τα χρήματα παίρνω κρέας για την εβδομάδα μας. Ειλικρινά δεν το πιστεύω που μου ζητάς κάτι τέτοιο! Δεν το περίμενα από σένα Λευτέρη, πολύ με στεναχωρείς. Δεύτερο ζευγάρι παπούτσια δεν έχω για τη δουλειά, μ’αυτά τα σκισμένα πάω κι έρχομαι και δε μου περισσεύουν χρήματα να πάρω καινούργια. Αν είχα ένα χιλιάρικο λες να το έδινα για το ψάρι, πώς το βλέπεις; Είπαμε, τ’αγαπάμε τα ζωάκια, τα φροντίζουμε, αλλά όχι εις βάρος της οικογένειάς μας αγόρι μου. Χαίρομαι που τον αγαπάς τον Τίτο και θέλεις το καλύτερο γι αυτόν, αλλά μη φτάσεις στο άλλο άκρο. Άντε, σήκω τώρα, αρκετά. Έχεις και σχολείο» Μ’αυτά τα λόγια η κυρία Κατερίνα έκλεισε την κουβέντα και γύρισε πάλι στον νεροχύτη της. Ο Λευτέρης κατέβασε το κεφάλι του και σηκώθηκε απρόθυμα να φύγει για το σχολείο. Είχε καταλάβει πως δεν υπήρχε περίπτωση να πείσει τη μητέρα του για κάτι τέτοιο και βέβαια ούτε συζήτηση να το ζητούσε απ’τον πατέρα του.
Έτσι ο Τίτο παρέμεινε στο τάπερ. Κάποιες φορές έδειχνε βελτίωση και κάποιες άλλες η κατάστασή του ήταν σταθερή. Ο Λευτέρης ήταν βέβαιος πια ότι το ψαράκι του δε θα γινόταν ποτέ καλά όσο ήταν εκεί μέσα. Συνέχισε να τον φροντίζει με την ίδια σχολαστικότητα και κάθε μέρα που περνούσε δενόταν μαζί του όλο και περισσότερο. Πέρασαν άλλες δυο βδομάδες. Ο Λευτέρης δεν ξαναπήγε με τη μητέρα του στους Πουλόπουλους, από το φόβο του μην του ζητήσει η κυρία Ελένη πίσω τον Τίτο, εφόσον εκείνος έδειχνε ότι είναι καλά. Αν τον ρωτούσε δε θα μπορούσε να πει ψέμματα, γι αυτό απέφευγε να πάει από κει. Ένας άλλος λόγος ήταν ότι εκμεταλευόταν τα πρωινά του Σαββάτου για να περνάει περισσότερο χρόνο με τον Τίτο, τον οποίο έβαζε μέσα στη μπανιέρα (αφού την είχε γεμίσει με αρκετό νερό και αντιχλώριο) και τον άφηνε εκεί να κολυμπάει ελεύθερος όση ώρα έλειπε η μητέρα του από το σπίτι. Έδειχνε τόσο χαρούμενο το ψαράκι του εκεί μέσα! Κολυμπούσε γρήγορα και ασταμάτητα από τη μια άκρη στην άλλη σαν τρελό. Όσο χαρούμενο τον έβλεπε ο Λευτέρης μέσα στη μπανιέρα, τόσο περισσότερο στεναχωριόταν για τη στιγμή που θα έπρεπε να τον ξαναβάλει μέσα στο τάπερ.
Μια Δευτέρα που πήγε η κυρία Κατερίνα να πάρει τα παιδιά από το σχολείο, καθώς ήταν ο δρόμος της εκείνη τη μέρα, την φώναξε η δασκάλα του Λευτέρη να της μιλήσει ιδιαιτέρως. Η κυρία Κατερίνα ήταν σίγουρη ότι θ’ακούσει γι άλλη μια φορά κολακευτικά σχόλια για τον γιο της, την εξυπνάδα του και τον χαρακτήρα του. Ήταν το καμάρι της οικογένειας. Όμως εκείνη τη μέρα την περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη.
«Κυρία Κομνηνού, ανησυχώ για τον Λευτέρη. Τον τελευταίο μήνα έχει πέσει η απόδοσή του στα μαθήματα και δείχνει πολύ... πώς να το πω... αδιάφορος. Είναι αφηρημένος, δεν προσέχει στο μάθημα και πολλές φορές μου έρχεται αδιάβαστος. Θα ήθελα να μου πείτε αν συμβαίνει κάτι στο σπίτι σας που θα μπορούσε να έχει επηρεάσει το παιδί με αυτόν τον τρόπο. Τον έχω από την πρώτη δημοτικού και τον ξέρω καλά. Ο Λευτέρης ξαφνικά άλλαξε, κάτι πρέπει να του συμβαίνει. Εσείς σίγουρα θα ξέρετε καλύτερα, έτσι δεν είναι;»
Η κυρία Κατερίνα κατέβασε τα μάτια της στο πάτωμα κι έδειχνε πολύ σκεφτική. Τι να έλεγε στη δασκάλα; Ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο είχε στεναχωρηθεί το παιδί της από όλη αυτή την ιστορία με τον Τίτο. Κι εκείνη τον είχε αποπάρει μ’αυτόν τον τρόπο... Ορίστε τώρα που δεν πήγαινε καλά και στο σχολείο. «Να, ξέρετε... έχει στεναχωρηθεί μ’ένα χρυσόψαρο που έχει φέρει στο σπίτι. Τι να σας λέω τώρα, δεν δικαιολογείται», είπε στη δασκάλα διστακτικά.«Τον Τίτο λέτε;» τη ρώτησε εκείνη«Τον ξέρετε κι εσείς; Σας έχει μιλήσει;»
«Μα βέβαια! Έχει γράψει κι έκθεση για τον Τίτο! Όλη η τάξη του τον συνεχάρηκε γι αυτό που έκανε και τον έσωσε. Έχει σπουδαίο χαρακτήρα αυτό το παιδί, το ξέρετε άλλωστε, τα έχουμε πει πολλές φορές. Όμως ο Τίτο και το γεγονός ότι αναρρώνει του έδινε πολύ χαρά, γιατί μου λέτε τώρα ότι έχει στεναχωρηθεί; Μήπως πρόκειται να τον αποχωριστεί, να τον πάει πίσω και γι αυτό είναι έτσι;»
«Όχι, δεν είναι αυτό. Πώς να σας το πω, νιώθω λίγο άσχημα. Ήθελε να του πάρουμε ένα ειδικό δοχείο για να τον έχει μέσα, αλλά αυτά τα πράγματα κοστίζουν κι εμείς.... Μου ζήτησε χίλιες δραχμές κυρία Λουκία και δεν είχα να του τα δώσω. Του είπα πως και να τα είχα δε θα τα έδινα για το ψάρι, καταλαβαίνετε. Τέσσερα παιδιά, έχουμε τόσες ανάγκες. Να έδινα ένα χιλιάρικο για ένα χρυσόψαρο και να τα στερήσω από την οικογένειά μου; Δεν το θεώρησα σωστό. Αλλά ο Λευτέρης προφανώς δεν το καταλαβαίνει»
«Κυρία Κατερίνα, ακούστε με. Νομίζω πως το βλέπετε λάθος. Δε θα δίνατε τα χρήματα για το ψάρι. Για το παιδί σας θα τα δίνατε, για τον Λευτέρη. Καμιά φορά εμείς οι μεγάλοι δεν συνειδητοποιούμε τις ανάγκες των παιδιών μας. Δεν ακούμε την ψυχούλα τους όταν μας μιλάνε. Συμφωνώ ότι δεν πρέπει να ικανοποιούμε κάθε καπρίτσιο τους και να τα κακομαθαίνουμε. Όμως ο γιος σας δεν είναι τέτοιο παιδί. Έχει αρχές και ήθος και το οφείλει σε σας βεβαίως και στο πόσο σωστά τον έχετε μεγαλώσει – κι αυτόν και όλα σας τα παιδιά. Για τον Λευτέρη αυτό που σας ζήτησε ίσως να είναι πιο σημαντικό κι από το ακριβότερο παιχνίδι που θα μπορούσε ν’αποκτήσει. Δεν έχει σημασία το κόστος ή το αντικείμενο, σημασία έχει πώς το νιώθει ο ίδιος. Για μένα και για σας ναι, είναι ανόητο αυτό που ζητάει. Ίσως να είναι κι ανόητο το γεγονός ότι φροντίζει ένα χρυσόψαρο του οποίου η ζωή είναι τόσο σημαντική για τον Λευτέρη. Όμως πρέπει να δεχτούμε ότι για κείνον είναι σπουδαίο. Είναι ουσιαστικό, είναι το κέντρο του κόσμου του αυτή τη στιγμή. Προτείνω να το ξανασκεφτείτε και να το συζητήσετε με τον σύζυγό σας. Φυσικά είναι δική σας απόφαση, δε θέλω να σας επηρεάσω. Όμως πιστέψτε με, θα του έδινε τόση χαρά..»
Η κυρία Κατερίνα έφυγε από το σχολείο πολύ προβληματισμένη. Συνέχεια στο μυαλό της στριφογύριζαν τα λόγια της δασκάλας «δε θα τα δίνετε για το ψάρι, για το παιδί σας θα τα δίνατε». Τόσο λοιπόν κόστιζε η χαρά του παιδιού της; Το χαμόγελό του, η απόδοσή του στο σχολείο, ο ήρεμος ύπνος του; Χίλιες δραχμές που αρνήθηκε η ίδια να πληρώσει;...
Η κυρία Κατερίνα γύρισε στο σπίτι παρέα με τα παιδιά της που μιλούσαν και γελούσαν ανέμελα. Όλοι, εκτός από τον Λευτέρη. Όταν εκείνος την ρώτησε τι την ήθελε η δασκάλα, η μητέρα του απέφυγε ν’απαντήσει κι είπε πως θα τα πούνε στο σπίτι.Μετά το μεσημεριανό φαγητό κι ενώ όλα τα παιδιά διάβαζαν τα μαθήματά τους, η κυρία Κατερίνα έπιασε τον γιο της ιδιαιτέρως για να του μιλήσει για τον προβληματισμό της. Του ανέφερε τα παράπονα της δασκάλας του και άφησε τον ίδιο να της πει πού πιστεύει ότι αφείλεται αυτή η πτώση στην απόδοσή του στο σχολείο.«Δεν ξέρω βρε μαμά. Στεναχωριέμαι για διάφορα πράγματα μα πιο πολύ που δεν έχουμε λεφτά. Γιατί είμαστε τόσο άτυχοι; Άλλα παιδιά έχουν ό,τι θέλουν, παιχνίδια, ρούχα, τα πάντα. Πάνε ταξίδια με τις οικογένειές τους, διακοπές σε ακριβά ξενοδοχεία, πάνε σε ταβέρνες, στο λούνα παρκ κι εμείς πουθενά. Σκέφτομαι πως η κυρία Ελένη θα μπορούσε να αγοράσει ολόκληρο ενυδρείο για να αναρρώσει ο Τίτο, όμως δεν την ενδιαφέρει. Κι εγώ δεν έχω ούτε χίλιες δραχμές να του πάρω μια σκέτη γυάλα για να βλέπει έξω. Δεν είναι άδικο;»
«Ναι αγάπη μου, είναι πολύ άδικο. Να σου πω όμως και τι άλλο είναι άδικο και με στεναχωρεί πιο πολύ απ’όσα είπες; Το γεγονός ότι ένα τόσο καλό και έξυπνο παιδί όπως εσύ, αφήνεις να σε καταβάλει η στεναχώρια, δε διαβάζεις τα μαθήματά σου και δε θα μπορέσεις να πραγματοποιήσεις το όνειρό σου: να γίνεις κτηνίατρος. Αυτό θα είναι πάρα πολύ άδικο. Γιατί αν δεν σπουδάσεις, ενώ έχεις τα προσόντα, δε θα έχεις μια καλή δουλειά, δε θα βγάζεις πολλά χρήματα κι έτσι θα στεναχωριούνται και τα δικά σου τα παιδάκια που δε θα μπορείς να τους προσφέρεις αυτά που εσύ τώρα λαχταράς να είχες. Το καταλαβαίνεις αυτό;»
«Ναι μανούλα, έχεις δίκιο. Πρέπει οπωσδήποτε να σπουδάσω κι όχι μόνο για να βγάλω πολλά χρήματα, αλλά και για να περιποιούμαι τα ζωάκια που τ’αγαπώ τόσο πολύ! Και μην στεναχωριέσαι, θα διαβάζω και να σου πω και κάτι; Το Σάββατο και κάθε Σάββατο από δω και πέρα θα πηγαίνω με τον μπαμπά στην οικοδομή να βοηθάω και θα μου δίνει χαρτζιλίκι, όπως μου είχε πει, θυμάσαι;»
«Πολύ ωραία! Έτσι θα μπορέσεις ν’αγοράσεις αυτό που θέλεις για τον Τίτο σου!»
«Όχι. Πρώτα θα αγοράσω για σένα ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια μαμά. Μετά, αν έχω ακόμα τον Τίτο, θα του πάρω μια γυάλα για να τον βάλω μέσα. Ή μάλλον όχι! Θα περιμένω να μαζέψω περισσότερα λεφτά και θα αγοράσω ένα μικρό ενυδρείο, με το φίλτρο του, με τα όλα του! Και κάποια στιγμή, αφού επιστρέψω τον Τίτο, θα πάρω ένα άλλο ψαράκι να έχω μέσα στο ενυδρείο μου, τι λες; Δεν είναι πολύ καλή ιδέα; Βέβαια, δε θα είναι ο Τίτο, που τον αγαπάω τόσο πολύ, αλλά κι εκείνο θα το αγαπήσω με τον καιρό. Αχ, μαμά, είμαι πολύ χαρούμενος!»Μ’αυτά τα λόγια ο Λευτέρης αγκάλιασε τη μητέρα του σφιχτά και της έσκασε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Εκείνη, που από την συγκίνηση δε μπορούσε να μιλήσει, αρκέστηκε στο να του ανταποδώσει το φιλί. Αυθόρμητα της ήρθε να του πει πολλά πράγματα, όπως το ότι αν έβγαζε ένα χαρτζιλίκι θα ήταν προτιμότερο να αγοράσει για τον εαυτό του κάποια πράγματα που χρειαζόταν, ή να πάει στο λούνα παρκ με τ’αδέλφια και τους φίλους του, αλλά τι νόημα είχε; Ο γιος της είχε κάνει ήδη τις επιλογές του και είχε διαλέξει αυτό που θα τον ικανοποιούσε περισσότερο: ν’αγοράσει ένα ενυδρείο. Σύμφωνα με τη δασκάλα, αυτό ήταν το σημαντικότερο για κείνον και η ίδια δε σκόπευε να προσπαθήσει καν να του αλλάξει γνώμη.
Ο Λευτέρης κράτησε την υπόσχεσή του κι από την ίδια εκείνη μέρα άρχισε να διαβάζει τα μαθήματά του με επιμέλεια. Η διάθεσή του είχε αλλάξει και είχε γίνει πάλι το χαρούμενο και πρόθυμο παιδί που ήξεραν όλοι. Ο Τίτο, λες και είχε νιώσει τη χαρά του Λευτεράκι, έδειχνε πολύ καλύτερα κι ας παρέμενε μέσα στο τάπερ. Η ουρίτσα του είχε αρχίσει πια να αποκαθίσταται εμφανώς.Μετά από δυο Σάββατα, ο Λευτέρης έδωσε στη μητέρα του τις χίλιες δραχμές που της είχε υποσχεθεί για τα παπούτσια της. Ήταν αποφασισμένος να δουλέψει όσο χρειαζόταν προκειμένου να συγκεντρώσει το ποσό που του χρειαζόταν. Είχε ήδη συζητήσει με τον κύριο Πέτρο από το πετ σοπ και είχε βρει το ενυδρείο που θα αγόραζε. Κόστιζε πέντε χιλιάδες δραχμές με όλο τον εξοπλισμό του, ειδική τιμή για τον Λευτέρη. Ένα 30λιτρο ενυδρείο που από τη στιγμή που το είδε το ονειρευόταν με κλειστά και με ανοιχτά μάτια, νύχτα και μέρα. Έπρεπε να δουλέψει ακόμα 6 Σάββατα και μετά θα γινόταν δικό του.
Εκείνο το Σάββατο που η κυρία Κατερίνα αγόρασε τα καινούργια της παπούτσια, δούλευε και το βράδυ στους Πουλόπουλους. Είχαν ένα τραπέζι με εκλεκτούς καλεσμένους στη βίλα τους και την ήθελαν για την κουζίνα και την λάντζα. Το δώρο του Λευτέρη της είχε έρθει κουτί, δεδομένου ότι έπρεπε να έχει περιποιημένη εμφάνιση για τη δεξίωση. Αρχικά δεν ήθελα να πάρει τα χρήματα από το παιδί, αλλά εκείνος επέμενε τόσο πολύ που τελικά υποχώρησε. Η κυρία Κατερίνα είχε πάρει τέτοια χαρά από την χειρονομία του γιού της, που το βράδυ στους Πουλόπουλους έλαμπε ολόκληρη! Αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την αφεντικίνα της, την κυρία Ελένη.«Κατερίνα μου κούκλα είσαι σήμερα, μπράβο σου! Μεγειά και τα παπούτσια, πολύ όμορφα και άνετα φαίνονται»
«Ευχαριστώ κυρία Ελένη! Κι άμα σας πω ποιός μου τα πήρε... ο γιος μου, ο Λευτεράκης! Το πουλάκι μου, δουλεύει μεροκάματο τα Σάββατα με τον πατέρα του και με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε μου πήρε δώρο τα παπούτσια! Κι ας ήθελε τόσο πολύ ν’αγοράσει το....»
«Ποιό Κατερίνα; Τι θα έλεγες; Ν’αγοράσει τι;»Η κυρία Κατερίνα κατάλαβε ότι είχε κάνει γκάφα πάνω στον ενθουσιασμό της, αλλά ήταν αργά για να το πάρει πίσω. Έτσι αναγκάστηκε να πει στην κυρία Ελένη όλη την ιστορία με το ενυδρείο που ονειρευόταν να πάρει ο Λευτέρης για τον Τίτο. Της μίλησε για τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε ο γιος της δίπλα στο δοχείο του Τίτου, πόση ανησυχία και αγάπη είχε γι αυτό το ψαράκι κι ότι με την φροντίδα του είχε καταφέρει κυριολεκτικά να το αναστήσει. Της είπε για τα παράπονα της δασκάλας και την συζήτηση που είχε μετά η ίδια με το παιδί, καθώς και για τον στόχο που είχε βάλει ο Λευτέρης να μαζέψει χρήματα δουλεύοντας για να αγοράσει το ενυδρείο.
Όταν τελείωσε, τα μάτια της κυρίας Ελένης ήταν βουρκωμένα. Πήρε τα χέρια της Κατερίνας μέσα στα χέρια της και της είπε με συγκίνηση:«Κατερίνα, τι έχεις κάνει τόσο καλά με τα παιδιά σου που εγώ δεν το κατάφερα ποτέ; Εμείς είμαστε μορφωμένοι, απ’τα παιδιά μας δεν έλειψε ποτέ τίποτα, απολύτως τίποτα. Κι όμως τα βλέπεις τώρα κι είναι όλο παράπονα και γκρίνια κι απαιτήσεις. Τους κάνω ένα σωρό φροντιστήρια για να βγάλουν ένα βαθμό της προκοπής κι αυτό με τα χίλια ζόρια. Παίρνουν χαρτζιλίκι όσο είναι το δικό σου βδομαδιάτικο και ποτέ, μα ποτέ βρε Κατερίνα, δεν μου έχουν κάνει ένα δώρο. Ειλικρινά σε θαυμάζω και σε ζηλεύω ομολογώ. Κι επειδή ο Τίτο ήταν δικό μου ψαράκι, επίτρεψέ μου να το κάνω δώρο εγώ στον Λευτέρη το ενυδρείο. Και να του πεις ότι του τον χαρίζω τον Τίτο, είναι δικός του πια. Πάρε αυτά τα χρήματα και δώστα στο παιδί μαζί με την αγάπη μου και την εκτίμησή μου. Και πες του ότι τον περιμένω το άλλο Σάββατο να του δώσω ένα μεγάλο φιλί. Τον ζητάνε και τα σκυλιά πες του, τους έχει λείψει πολύ!»
«Κυρία Ελένη, ευχαριστώ πολύ, δεν ξέρω τι να πω! Νιώθω πολύ υποχρεωμένη απέναντί σας ειλικρινά»
«Καθόλου υποχρεωμένη μη νιώθεις καλή μου και μη μ’ευχαριστείς. Εγώ σ’ευχαριστώ, με όλη μου την καρδιά, γι αυτό το μάθημα ζωής που μου έδωσες...»

20 χρόνια αργότερα...

«Γιατρέ, έχει έρθει ο κύριος Κούρτης με το λυκόσκυλο για τα εμβόλια, είναι το ραντεβού των 12, να περάσει;»«Έχουμε άλλο ραντεβού πιο πριν; Έχει κόσμο έξω;»«Ναι βέβαια, αλλά δεν έχουν ραντεβού. Είναι μια κυρία μ’ένα γατάκι, ένας κύριος μ’ένα κανίς κι ένα παιδάκι που κρατάει μια γυάλα μ’ένα χρυσόψαρο. Τον ρώτησα τι θέλει και μου είπε πως το ψαράκι του χρειάζεται γιατρό!»«Στείλε μου μέσα το παιδάκι με το χρυσόψαρο Ελπίδα και ζήτα από τους υπόλοιπους να περιμένουν λίγα λεπτά,οκ;»
Ο Λευτέρης σηκώθηκε από το γραφείο του την ώρα που έμπαινε μέσα το μικρό αγόρι αγκαλιά με μια γυάλα. Εκείνο στάθηκε διστακτικά στην πόρτα κι έτεινε προς τον Λευτέρη τη γυάλα με το χρυσόψαρο. Ο Λευτέρης πλησίασε, πήρε τη γυάλα και την ακούμπησε πάνω στο γραφείο του. Βλέποντας το χρυσόψαρο του κόπηκε η ανάσα – ήταν ίδιος ο Τίτο!«Τι πρόβλημα έχεις νεαρέ μου;» ρώτησε το παιδί.«Να, έχω αυτό το ψαράκι εδώ κι ένα μήνα και τώρα ξαφνικά δείχνει άρρωστο, δεν κολυμπάει καλά, γυρίζει συνέχεια στο πλάι. Ούτε τρώει, ούτε τίποτα. Μπορείτε να το κάνετε καλά γιατρέ;»
«Άκουσέ με αγόρι μου. Ο μόνος που μπορεί να το κάνει καλά είσαι εσύ, αν ακολουθήσεις τις συμβουλές μου βέβαια. Καταρχήν, τα ψαράκια δεν ζούνε σε γυάλες. Τουλάχιστον ας πούμε ότι δεν ζούνε καλά και δεν ζούνε για πολύ. Αυτό που καταρχήν χρειάζεται είναι να το αγαπάς πολύ. Το αγαπάς το ψαράκι σου;»
«Και βέβαια το αγαπάω! Αν μου πεθάνει θα στεναχωρηθώ πολύ, αλήθεια σας λέω! Γι αυτό ήρθα σε σας»
«Ωραία λοιπόν. Αφού το αγαπάς, θα το φροντίσεις και ανάλογα. Καταρχήν θα βάλεις στόχο να του πάρεις ένα μικρό ενυδρείο, γύρω στα 30 λίτρα, για να ζει άνετα εκεί μέσα. Θα σου εξηγήσω εγώ τα πάντα, μην ανησυχείς. Μέχρι τότε, θα του αλλάζεις κάθε μέρα το νερό του και θα βάζεις πάντα αντιχλώριο. Τώρα που είναι αρρωστούλι, θα σου δώσω εγώ ένα ειδικό αλάτι να του βάζεις μέσα στο νερό και θα το ταϊζεις βρασμένο αρακά, χωρίς το φλούδι φυσικά. Ό,τι χρειάζεσαι θα με παίρνεις τηλέφωνο κι όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείς. Αν το φροντίσεις σωστά θα ζήσει πολλά χρόνια, όπως ένα τέτοιο ψαράκι που είχα κι εγώ από μικρός. Τίτο τον έλεγαν κι ήταν ίδιος, έτσι, σαν να τον βλέπω τώρα. Έζησε μαζί μου 15 χρόνια και μου έδωσε πολύ χαρά»
«Τίτο, τι ωραίο όνομα! Θα τον ονομάσω κι αυτόν Τίτο! Τώρα που έρχονται Χριστούγεννα θα ζητήσω από τους δικούς μου να μου κάνουν δώρο το ενυδρείο και θα του φτιάξω ένα σπίτι πολύ όμορφο!»
«Μπράβο αγόρι μου! Είναι απλά πραγματάκια που αν τα κάνεις σωστά το ψαράκι σου κι εσύ θα ζήσετε πολλά χρόνια μαζί. Πήγαινε τώρα κι όπως είπαμε. Η Ελπίδα έξω θα σου δώσει το αλατάκι και τις οδηγίες που χρειάζεσαι. Πάρε και την κάρτα μου να μου τηλεφωνείς όποτε θέλεις να με ρωτήσεις κάτι. Κι οπωσδήποτε μόλις πάρεις το ενυδρείο θα μου τηλεφωνήσεις να σου δώσω οδηγίες για την σωστή λειτουργία του, εντάξει;»«Εντάξει γιατρέ! Σας ευχαριστώ πολύ! Κι ο Τίτο σας ευχαριστεί! Θα τα ξαναπούμε σίγουρα!»
Ο Λευτέρης κοίταξε το μικρό αγόρι που με τόση τρυφερότητα και αγάπη πήρε στην αγκαλιά του τη γυάλα με το χρυσόψαρο κι έφυγε καταχαρούμενο από το κτηνιατρείο. Το μυαλό του γύρισε πολλά χρόνια πίσω κι ένιωσε ξανά την ίδια χαρά και συγκίνηση που είχε νιώσει όταν έβαλε για πρώτη φορά τον Τίτο του στο καινούργιο του ενυδρείο. Ο Τίτο του έκανε συντροφιά σε όλα τα χρόνια του σχολείου και μετά στο Πανεπιστήμιο. Ο Τίτο ήρθε μαζί του όταν παντρεύτηκε στο καινούργιο του σπίτι, ο Τίτο ήταν εκεί όταν απέκτησε τον γιο του.Τώρα, ένας άλλος Τίτο θα έδινε τις ίδιες χαρές σ’ένα μικρό αγόρι.
Πόσα συναισθήματα μπορεί τελικά να ζήσει ένας άνθρωπος εξαιτίας μιας τόσο μικρής, πολύχρωμης ψυχούλας...

Μαρία Τζιρίτα

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - το τέλος της ιστορίας


Ο Μέμος αφέθηκε ελεύθερος και πάλι μέσα στη λίμνη. Ήταν ένα γκρίζο πρωινό του Οκτώβρη κι η λίμνη ήταν ακόμα σκοτεινή. Ο Μέμος, ζαλισμένος από τη διαδρομή, πήγε αμέσως και κρύφτηκε πίσω από ένα βραχάκι και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Ο κυρ Διονύσης έμεινε για λίγο να τον ψάχνει με το βλέμμα του και μετά απομακρύνθηκε.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και διάφορα χρυσόψαρα άρχισαν να μαζεύονται γύρω από τον σαστισμένο φίλο τους. Γνωστοί, άγνωστοι, συγγενείς, το νέο διαδόθηκε γρήγορα μέχρι την άλλη μεριά της λίμνης κι όλοι έσπευσαν να δουν το χρυσόψαρο «ήρωα» που κατάφερε να ξαναγυρίσει στη λίμνη μετά από μήνες αιχμαλωσίας. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο! Μετά από μια ώρα είχε στηθεί πανηγύρι κανονικό! Μόνο που ο Μέμος δεν μπορούσε να χαρεί το κατόρθωμά του, δεν ένιωθε σε καμιά περίπτωση νικητής, ούτε ήρωας. Ήταν τόσο δυστυχισμένος όσο ποτέ πριν στη ζωή του. Πού ήταν η Λέλα του; Πού ήταν η αγαπημένη του; Τι νόημα είχε αυτός ο άθλος χωρίς εκείνην;
«Μέμο παιδί μου! Δεν το πιστεύω ότι σε ξαναβλέπω! Μέμο, αγόρι μου, να’ξερες πόσο μου έλειψες παιδί μου! Ο Θεός άκουσε τις προσευχές μου και σ’έφερε πίσω, τι ευτυχία είναι αυτή!» Ο Μέμος γύρισε και κοίταξε τη μητέρα του που κολυμπούσε προς τη μεριά του κλαίγοντας από χαρά. Την αγκάλιασε κι άρχισε να κλαίει κι εκείνος. Ποτέ κανείς δεν τον είχε δει ξανά να κλαίει.
«Κλαις αγόρι μου; Γιατί κλαις; Γύρισες πάλι κοντά μας, γιατί δεν είσαι χαρούμενος;» τον ρώτησε εκείνη τρυφερά.
«Μάνα, που να στα λέω. Αν ήξερα ότι θα γίνονταν έτσι τα πράγματα, θα έμενα στο ενυδρείο. Εκεί γνώρισα μια χρυσοψαρίνα και την αγάπησα όσο με αγάπησε κι αυτή. Καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο για να καταφέρουμε να γυρίσουμε μαζί στη λίμνη κι εκείνη τώρα χάθηκε, ούτε ξέρω που την πήγαν! Την πήρα στο λαιμό μου μάνα, καταλαβαίνεις; Εκείνη ήθελε να γυρίσω στη λίμνη γιατί ένιωθα νοσταλγία εκεί και μου λείπατε όλοι και θέλησε να έρθει μαζί μου, τέτοια θυσία έκανε για μένα. Αλλά κάτι δεν πήγε καλά, δεν καταλαβαίνω, γιατί δεν την πέταξε μαζί μου στη λίμνη ο κυρ Διονύσης, γιατί, γιατί;»
«Ηρέμησε αγόρι μου, εσύ γύρισες κι είσαι καλά, αυτό έχει σημασία! Από χρυσοψαρίνες εδώ άλλο τίποτα, θα βρεις άλλη, θα την ξεχάσεις.»
«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο; Οι δικοί της οι γονείς μας συμπαραστάθηκαν, μας βοήθησαν, πίστεψαν στην αγάπη μας. Εσύ πώς μπορείς να είσαι τόσο σκληρή; Δε βλέπεις ότι υποφέρω;»
«Επειδή το βλέπω, γι αυτό σου μιλάω έτσι. Τι άλλο να κάνεις αγόρι μου; Μπορείς να κάνεις κάτι τώρα πια;»
«Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω, πάντως δε θα ησυχάσω αν δε βρω τη Λέλα!», είπε ο Μέμος κι έφυγε μακριά απ’όλους.
Τις επόμενες μέρες ο Μέμος, αν και ελεύθερος πια στο φυσικό του περιβάλλον, ήταν σα θηρίο στο κλουβί. Δεν ήθελε να μιλάει με κανέναν, είχε βαρεθεί να τον ρωτάνε όλοι τα ίδια πράγματα. Κανείς εξάλλου δεν καταλάβαινε τον πόνο του και μερικοί «φίλοι» τον κορόιδευαν πίσω από την πλάτη του. Τα βράδια ξαγρυπνούσε κοιτώντας το φεγγάρι, όπως ακριβώς το ονειρευόταν όταν ήταν στο ενυδρείο. Τώρα όμως μετάνοιωνε κι ένιωθε τόσο βλάκας που πήρε αυτή την απόφαση. Και τι δεν θα έδινε να ήταν πίσω στο ενυδρείο – ακόμα και σε γυάλα – αρκεί να είχε κοντά του τη Λέλα του. Με τον σκληρό τρόπο συνειδητοποίησε ότι πιο μεγάλη σημασία από το μέρος που ζεις έχει το ποιόν έχεις δίπλα σου για να ζεις μαζί. Πόσο λάθος έκανε και πόσο πολύ τον πονούσε που την έχασε...
Πέρασε έτσι ένας ολόκληρος μήνας. Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά κι η θερμοκρασία στη λίμνη είχε πέσει αισθητά. Ο Μέμος ήταν συνηθισμένος, δεν τον ενδιέφερε. Σκεφτόταν πόσο θα κρύωνε η μικρή του Λέλα αν ήταν εδώ μαζί του κι αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα της ότι θα φρόντιζε να της εξασφαλίσει τις καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Τι σημασία είχε όμως τώρα πια; Πιθανόν εκείνη να είχε γυρίσει ήδη πίσω στους δικούς της κι ίσως τελικά να ήταν καλύτερα χωρίς αυτόν. Μόνο κακό της είχε κάνει από τότε που μπήκε στη ζωή της. Καλύτερα να τον ξεχνούσε και να ζούσε ευτυχισμένη.
Εκείνος όμως δεν ήταν. Ποτέ δε θα ήταν το ίδιο χωρίς τη Λέλα. Η αγάπη είναι να μην την γνωρίσεις. Άμα την γνωρίσεις και την νιώσεις, ποτέ δε γίνεσαι όπως πριν. Όπου κι αν πήγαινε την έβλεπε μπροστά του. Όποια χρυσοψαρίνα κοιτούσε την σύγκρινε με την Λέλα. Και φυσικά καμιά δεν ήταν τόσο όμορφη και τόσο καλή. Οι δικοί του τον μάλωναν γιατί ζούσε ριψοκίνδυνα, σα να μην τον ενδιέφερε για τη ζωή του. Κι ήταν αλήθεια, δεν τον ενδιέφερε. Ο χρόνος για τον Μέμο είχε σταματήσει στη στιγμή που είδε την αγαπημένη του για τελευταία φορά μέσα σε κείνη την πλαστική σακουλίτσα.
Μια μέρα που έβρεχε πολύ κι όλα τα ψάρια είχαν μείνει κρυμμένα στις φωλιές τους, ο Μέμος πήγε στο σημείο απ’όπου τον είχε πιάσει ο κυρ Διονύσης. Πήγαινε συχνά εκεί, ελπίζοντας να τον ξαναδεί και – γιατί όχι – να τον ξαναπιάσει. Ανέβηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε στην επιφάνεια, αλλά η βροχή τον εμπόδιζε να δει έξω. Άκουσε ανθρώπινες φωνές κι η καρδιά του πετάρισε. Έκανε υπερ-ψάρινη προσπάθεια να βγει όσο πιο ψηλά μπορούσε στην επιφάνεια. Διέκρινε ανθρώπινες μορφές κι άκουσε χαρούμενες φωνές. Ήταν παιδιά. Πάλι κάποια εκδρομή σχολείου προφανώς - αλλά μ’αυτό τον καιρό; Έμεινε εκεί προσπαθώντας ν’ακούσει τι έλεγαν. Κάποιο παιδάκι τον είδε κι έσκυψε προς το μέρος του. Ο Μέμος άκουσε τους υπόλοιπους να του φωνάζουν «έλα, θα γίνουμε μούσκεμα, πάμε να φύγουμε από δω!», αλλά εκείνο επέμενε να δει τον Μέμο από πιο κοντά. Ξαφνικά ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος κι ο Μέμος είδε το παιδί να πέφτει μέσα στη λίμνη! Τρόμαξε πολύ κι έκανε να φύγει, αλλά η περιέργεια τον κράτησε εκεί. Με τη φασαρία βγήκαν κι άλλα ψάρια απ’τις φωλιές τους κι έτρεξαν να δουν τι συνέβαινε. Το παιδάκι τα είχε χάσει εντελώς και χτυπιόταν μέσα στο νερό, μην ξέροντας προς τα που είναι η επιφάνεια.
Ο Μέμος τότε, χωρίς κανένα δισταγμό, πήγε κοντά στο παιδί και πιάνοντας με το στόμα του μια τούφα απ’τα μαλλιά του, προσπάθησε να τον τραβήξει προς τα πάνω. Ήταν ανώφελο, το παιδάκι χτυπιόταν σαν τρελό. Ο Μέμος δεν το έβαλε κάτω και φώναξε όλους όσους κοιτούσαν από γύρω σε βοήθεια. Με ικανότητες πραγματικού αρχηγού, τους έπεισε μέσα σε δευτερόλεπτα να ξεπεράσουν το φόβο τους και να τον ακολουθήσουν στην προσπάθειά του. Έτσι, περίπου 15 χρυσόψαρα, βούτηξαν από μια τούφα μαλλιά ο καθένας τους και κατάφεραν να κάνουν το παιδάκι να σηκώσει το κεφάλι του προς τη σωστή κατεύθυνση και να βρει τον προσανατολισμό του προς την επιφάνεια. Εκείνο τότε με γρήγορες κινήσεις βγήκε έξω απ’το νερό κι ανέπνευσε με ανακούφιση. Τα ψάρια εξαφανίστηκαν και πάλι στις φωλιές τους και μόνο ο Μέμος έμεινε να κοιτάζει από κοντά το παιδάκι που το τραβούσαν οι φίλοι του τώρα έξω από το νερό.
Ήταν φανερά σοκαρισμένο και προσπαθούσε να εξηγήσει στους άλλους τι συνέβει, αλλά φυσικά κανείς δεν τον πίστεψε. «Τα χρυσόψαρα σε τράβηξαν από τα μαλλιά και βγήκες στην επιφάνεια; Πολλά έργα φαντασίας βλέπεις τελευταία», του έλεγαν γελώντας. Εκείνος όμως γύρισε και κοίταξε τον Μέμο που παρέμενε κοντά στην επιφάνεια του νερού και πριν τον πάρουν οι φίλοι του να φύγουν, του φώναξε: «Σ’ευχαριστώ και σένα και τους φίλους σου! Δε θα σε ξεχάσω ποτέ, θα έρθω να σε ξαναβρώ!».
Μετά από αυτό το περιστατικό ο Μέμος είχε πλέον αποκτήσει τη φήμη του σούπερ ήρωα στη λίμνη! Όλοι τον θεωρούσαν αρχηγό τους, τον θαύμαζαν και τον ακολουθούσαν πιστά. Όλες οι χρυσοψαρίνες ήθελαν να τον πάρουν γι άντρα τους και καθημερινά τον πολιορκούσαν. Η καρδιά του Μέμου όμως χτυπούσε μόνο για τη Λέλα. Δεν είχε πάψει στιγμή να την σκέφτεται και να ελπίζει ότι θα την ξαναβρεί.
Μερικές μέρες μετά το περιστατικό με το παιδάκι, ένα Κυριακάτικο ηλιόλουστο πρωινό του Νοέμβρη πολύς κόσμος είχε βγει βόλτα στη λίμνη, να δουν τα χρυσόψαρα και να τα ταϊσουν όπως συνήθιζαν. Ο Μέμος τα βαριόταν όλα αυτά και ποτέ δεν πήγαινε με τους άλλους κοντά στον κόσμο. Όμως εκείνη τη μέρα, ο κολλητός του φίλος ο Μπομπ ήρθε και τον φώναξε.
«Έλα Μέμο! Σε ψάχνει εκείνο το παιδάκι που είχαμε σώσει! Το είδα καθαρά, είναι το ίδιο παιδάκι και φέρνει γύρω γύρω τη λίμνη ψάχνοντας να βρει εσένα!»
«Άσε με βρε Μπομπ στην ησυχία μου. Τι ψάχνει να με βρει να με κάνει; Να μου ρίξει φαγητό; Δε θέλω, πήγαινε εσύ».
«Έλα σου λέω! Να δεις το καημένο με τι αγωνία σε ψάχνει! Κρίμα είναι, έλα!»
Ο Μέμος ακολούθησε τελικά τον φίλο του απρόθυμα, μόνο και μόνο για να του κάνει το χατήρι. Εντόπισαν εύκολα το παιδάκι μέσα σε όλο τον κόσμο, τον είχαν δει από πολύ κοντά εξάλλου εκείνη την άτυχη μέρα. Καθόταν στεναχωρημένο κι απογοητευμένο κοντά στην άκρη της λίμνης. Ο Μέμος πλησίασε και έβγαλε το κεφάλι του απ’το νερό δημιουργώντας παφλασμό. Αυτό του τράβηξε την προσοχή κι αμέσως τον είδε!
«Γειά σου ψαράκι! Εσένα έψαχνα να βρω! Είσαι το πιο όμορφο και το πιο θαρραλέο χρυσόψαρο σε όλη τη λίμνη! Το ξέρω ότι μ’έσωσες εκείνη τη μέρα κι ας μη με πιστεύει κανείς. Με λένε Κωστή και σου έχω φέρει ένα δώρο. Εγώ τ’αγαπάω πολύ τα χρυσόψαρα και τα λυπάμαι να τα κρατάω αιχμάλωτα. Προτιμώ να έρχομαι να τα βλέπω εδώ να κολυμπούν ελεύθερα. Μου έφεραν κι εμένα ένα χρυσόψαρο πριν από λίγο καιρό, πολύ όμορφο, αλλά πολύ δυστυχισμένο. Ήταν άρρωστο κι ήθελα να το κάνω καλά, αλλά δεν τα καταφέρνω. Πιστεύω πως εδώ θα είναι πολύ καλύτερα, μαζί σας. Είναι κοριτσάκι, πολύ όμορφο, χρυσό στην κυριολεξία! Την εμπιστεύομαι σε σένα. Να γίνετε φίλοι, να την φροντίζεις και θα έρχομαι κάθε Κυριακή να σας βλέπω».
Λέγοντας αυτά ο Κωστής, άνοιξε την τσάντα του κι έβγαλε από μέσα μια σακουλίτσα μ’ένα χρυσόψαρο. Ο Μέμος που μέχρι εκείνη τη στιγμή άκουγε με περιέργεια τα όσα του έλεγε ο μικρός του φίλος, κάρφωσε τα μάτια του στη σακούλα κι η καρδιά του σταμάτησε. Όσο η σακούλα πλησίαζε το νερό νόμιζε πως ονειρευόταν. Ήταν αλήθεια ή γι άλλη μια φορά η επιθυμία του τον έκανε να βλέπει παραισθήσεις; Ο Κωστής έβαλε τη σακούλα μέσα στο νερό, την αναποδογύρισε κι ελευθέρωσε το χρυσόψαρό του, που δεν ήταν άλλο από την γλυκιά, την αγαπημένη του Λέλα!
Εκείνη εντελώς ζαλισμένη, έκανε μια τούμπα μέσα στο νερό κι έμεινε ακίνητη κοιτώντας τριγύρω. Ο Μέμος την πλησίασε δειλά.
«Λέλα; Αγάπη μου εσύ είσαι; Είναι αλήθεια ή ονειρεύομαι; Θα τρελαθώ! Λέλα μου!» Κολυμπούσε σαν τρελός γύρω της μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του. Η Λέλα, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, τον αγκάλιασε και δάκρυα χαράς έτρεξαν απ’τα μάτια της. Ο Κωστής τους παρακολουθούσε χαρούμενος και σίγουρος πια ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Τα δυο ψαράκια κολύμπησαν μαζί σε όλη τη λίμνη κι ήταν σα να χόρευαν. Τα υπόλοιπα χρυσόψαρα τους κοιτούσαν παραξενεμένα και δεν άργησαν να καταλάβουν ότι ο αρχηγός τους είχε βρει επιτέλους την αγαπημένη του. Ποτέ ξανά δεν τον είχαν δει τόσο χαρούμενο. Πηδούσε έξω απ’το νερό σα να ήταν δελφίνι! Αφού πέρασαν έτσι αρκετή ώρα κι ο Μέμος της έδειξε όλη τη λίμνη, κάθησαν σε μια μεριά και διηγήθηκαν ο ένας στον άλλον τι είχε συμβεί από εκείνη την τελευταία μέρα που τους χώρισαν. Ο Μέμος δεν είχε και πολλά να της πει, εκτός από εκείνο το περιστατικό με τον Κωστή που είχε πέσει στη λίμνη.
Τελικά η ατυχία συτού του παιδιού ήταν το τυχερό τους! Ο Κωστής ήταν ένα πολύ καλό παιδί, απ’ότι είπε η Λέλα στο Μέμο και πραγματικά τ’αγαπούσε τα χρυσόψαρα. Όταν η Λέλα έφτασε στα χέρια του, εκείνος την έβαλε σ’ένα μικρό ενυδρείο και προσπαθούσε να την κάνει καλά με πολύ φροντίδα και πολύ αγάπη. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα ήταν πολύ ευτυχισμένη εκεί. Η Λέλα όμως – όπως κι ο Μέμος – το μόνο που ήθελε ήταν να ξανασμίξει με τον αγαπημένο της. Έτσι, συνέχισε να προσποιείται την άρρωστη και δε χρειαζόταν να προσπαθεί και πολύ, γιατί ήταν τόσο δυστυχισμένη που κόντευε ν’αρρωστήσει στην πραγματικότητα.
«Την ημέρα που έπεσε ο Κωστής στη λίμνη και τον σώσατε, ήρθε σπίτι και μου τα διηγήθηκε όλα. Μόνο σε μένα τα έλεγε, κανείς από τους ανθρώπους δεν τον πίστευε! Εγώ όμως τρελαινόμουν να μαθαίνω ιστορίες από τη λίμνη, γιατί μέσα μου ήξερα πως εσύ ήσουν εδώ και με περίμενες. Κι επίσης ήξερα πως για σένα μιλούσε ο Κωστής, όταν μου περιέγραφε ένα θαρραλέο, όμορφο χρυσόψαρο!»
«Όσο σε σκέφτομαι εκεί μόνη σου, τόσο φοβισμένη και τόσο λυπημένη... Εγώ φταίω για όλα, είχα τόσες τύψεις που μου ήταν αδύνατον να ησυχάσω. Και φυσικά να σε ξεχάσω – ούτε λόγος! Για σένα ζούσα, με την ελπίδα να σε ξαναβρώ. Πήγαινα εκεί, σε κείνο το σημείο που με είχε πρωτοπιάσει ο κυρ Διονύσης, μπας και τον έβλεπα να φέρνει και σένα. Γιατί σε πήγε εκεί άραγε; Γιατί σε πήγε στον Κωστή;»
«Όταν μας έβγαλε από το ενυδρείο και χωριστήκαμε, νόμιζα πως θα τρελαθώ! Ήμουνα μόνη μου σ’εκείνη τη σακούλα κι ούτε ήξερα που με πήγαιναν! Με πήρε εκείνος ο κύριος, που είναι ο πατέρας του Κωστή, και με πήγε σπίτι του. Όταν κατάλαβα ότι ήμουν πάλι σ’ενυδρείο απελπίστηκα. Ήμουν ολομόναχη, νόμιζαν ότι είμαι άρρωστη βλέπεις! Γύρω μου έβλεπα κι άλλα ενυδρεία, με κάτι ψάρια παράξενα, όχι χρυσόψαρα πάντως. Με αγαπούσαν – δεν έχω παράπονο. Ο Κωστής το είχε βάλει πείσμα να με κάνει καλά και τον λυπόμουν. Όταν μου μιλούσε πήγαινα κοντά στο τζάμι και τον άκουγα, όταν με τάιζε έτρωγα, για να μην τον στεναχωρώ. Όμως αυτό το παιδάκι μ’ένιωθε, ένιωθε τον πόνο μου, καταλάβαινε πως εκεί υπέφερα. Μετά από την ημέρα που έπεσε στη λίμνη του μπήκε η ιδέα να με ελευθερώσει εδώ. Ήταν ένα δώρο ευγνωμοσύνης προς όλα τα χρυσόψαρα που τον έσωσαν».
«Το θέλαμε τόσο πολύ να είμαστε μαζί που τελικά το καταφέραμε! Με σένα εδώ, έχω τα πάντα. Εδώ θα φτιάξουμε τη δική μας οικογένεια και θα πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας αγαπημένη μου! Θα αντιμετωπίσουμε και δυσκολίες και αναποδιές – όμως θα είμαστε μαζί κι αυτό θα μας δίνει δύναμη. Την δύναμη της αγάπης».
Κι έτσι κι έγινε.
Ο Μέμος με τη Λέλα έκαναν πολλά όμορφα χρυσόψαρα και ζούσαν όλοι μαζί ευτυχισμένοι στη λίμνη. Η Λέλα προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα στο νέο της περιβάλλον, χάρη στη βοήθεια του Μέμου φυσικά. Όλοι την αγάπησαν στη λίμνη και την θαύμαζαν για την καλή της την καρδιά και την αφοσίωσή της στην οικογένειά της. Κάθε Κυριακή, για πολλά πολλά χρόνια, το ζευγάρι πήγαινε στο σημείο της λίμνης που είχε σημαδέψει τη ζωή τους. Πολύ συχνά ερχόταν ο Κωστής και τους έβλεπε κι αυτό τους έδινε μεγάλη χαρά. Συχνά συναντούσαν και τον κυρ Διονύση, ο οποίος φυσικά τους γνώριζε και τους καμάρωνε. Μέσα τους κρατούσαν πάντα ζωντανή την ελπίδα να ξαναδούν κάποιον από την οικογένεια της Λέλας να ελευθερώνεται στη λίμνη. Δεν ξέχασαν ποτέ κανέναν από τους αγαπημένους τους. Η αγάπη έχει τόση δύναμη που μπορεί και νικάει τον χρόνο...
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα..

Μαρία Τζιρίτα

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - 3ο μερος




«Λέλα; Τι έχεις κορίτσι μου, γιατί δε μου μιλάς; Εγώ είμαι ο Μέμος»
«................»
«Λέλα άκουσέ με. Ξέρω πως μπορείς να μ’ακούσεις. Πρέπει να συνέλθεις, να κολυμπήσεις, να φας.Αν σε πάρει χαμπάρι ο κυρ Διονύσης θα σε βγάλει απ’το ενυδρείο. Κι αυτό δε θα το αντέξω Λέλα. Δε μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, τ’ακούς; Εγώ φταίω για όλα, είμαι εγωιστής και περήφανος και δεν ήθελα να καταλάβεις πόσο σ’αγαπάω και πόσο σε χρειάζομαι. Θύμωσα με τον εαυτό μου που ενώ είχα ένα στόχο, να γυρίσω σπίτι μου, άρχισα να νιώθω πως δεν το θέλω πια, για να είμαι εδώ μαζί σου. Προσπάθησα να σε ξεχάσω, είπα πως όταν γυρίσω πίσω θα μου περάσει, αλλά έκανα λάθος. Και τώρα που κινδυνεύω να σε χάσω καταλαβαίνω πόσο βλάκας ήμουνα και σε πλήγωσα καρδιά μου. Δε θα το συγχωρέσω ποτέ στον εαυτό μου, ποτέ...»
«Μέμο.... μ’αγαπάς στ’αλήθεια λοιπόν;»
«Και βέβαια σ’αγαπάω βρε κουτό! Και δε θα σ’αφήσω ποτέ στο υπόσχομαι! Κάνε μια προσπάθεια τώρα να κολυμπήσεις καλή μου, έλα για χάρη μου»
Η Λέλα, με τη βοήθεια του αγαπημένου της, κολύμπησε μέχρι την οικογένειά της. Όταν την είδαν τρελάθηκαν από τη χαρά τους! Την αγκάλιαζαν και τη φιλούσαν και δεν το πίστευαν πόσο είχε συνέλθει ξαφνικά. Η Βιβή κοίταξε τον Μέμο με νόημα και του χαμογέλασε, ο Σούλης τον ευχαρίστησε, αλλά ο Πίπης εξακολούθουσε να κρατάει σκληρή στάση απέναντί του.
Η Λέλα από την επόμενη μέρα είχε συνέλθει εντελώς. Ο κυρ Διονύσης πρόσεξε τα σημαδάκια στο σώμα της κι έριξε αλάτι στο ενυδρείο, πράγμα που βοήθησε πολύ στην ταχύτατη ανάρρωσή της. Ο Μέμος κράτησε την υπόσχεσή του και δεν την άφησε ξανά στιγμή από δίπλα του.
Ήταν πολύ ευτυχισμένοι οι δυο τους. Δυο ερωτευμένα ψαράκια που κολυμπούσαν όλη μέρα παρέα κι έπαιζαν λες κι ο κόσμος ολόκληρος ήταν αυτοί οι δυο. Τα βράδια κοιμόντουσαν στην ίδια κρυψώνα, αφού πρώτα μιλούσαν με τις ώρες. Η Λέλα είχε μάθει πια τα πάντα για τη λίμνη, λες και τα είχε ζήσει αυτή η ίδια!
Ο Μέμος είχε αλλάξει εντελώς. Η δύναμη της αγάπης τον είχε μεταμορφώσει. Έγινε φίλος και με τα άλλα παιδιά κι όλοι μαζί ήταν πια μια χαρούμενη παρέα. Μόνο ο Πίπης δεν έβλεπε με καλό μάτι την αλλαγή του Μέμου.
«Δε θα έχουμε καλό τέλος, θα το δεις», έλεγε στη γυναίκα του.
«Γιατί Πίπη μου το λες αυτό; Τα παιδιά αγαπιούνται, κοίτα πόσο ευτυχισμένοι είναι! Πάντα δεν ήθελες για την κόρη σου μια καλή τύχη; Να παντρευτεί να κάνει οικογένεια; Τώρα γιατί είσαι έτσι;»
«Και είναι καλή τύχη ο Μέμος; Με δουλεύεις βρε γυναίκα; Αυτός είναι όπου πάει το κύμα. Δεν είναι σαν εμάς, ποτέ δε θα μπορέσει να κάνει την κόρη μας πραγματικά ευτυχισμένη. Και να σου πω γιατί; Γιατί είναι μαθημένος αλλιώς. Μόλις περάσει λίγος καιρός θα την βαρεθεί και θ’αρχίσει ν’αναζητάει το σπίτι του. Η λίμνη δε θα φύγει ποτέ από το μυαλό του. Αν μείνει εδώ για να είναι με τη Λέλα θα καταπιέζεται και δε θα είναι ευτυχισμένος. Λάθος έκανε ο κυρ Διονύσης, λάθος. Έπρεπε να μας φέρει γαμπρούς από άλλα ενυδρεία, να είναι σαν εμάς»
«Εσύ κάνεις λάθος Πίπη μου. Ψάρι σαν εμάς είναι κι ο Μέμος, μην γίνεσαι έτσι ρατσιστής. Η αγάπη κάνει θαύματα, το ξέρεις»
«Ναι, αλλά κανείς ποτέ δεν αλλάζει το χαρακτήρα του και τις ανάγκες της ψυχής του, όσο κι αν αγαπάει. Δυο πλάσματα δεν αρκεί ν’αγαπιούνται για να μπορούν να ζήσουν μαζί. Πρέπει οι καρδιές τους να χτυπάνε στον ίδιο παλμό. Άκου με, κάτι ξέρω παραπάνω»
Κι ήταν αλήθεια. Μπορεί ο Πίπης να μεγάλωσε στα ενυδρεία, αλλά η εμπειρία του τον είχε διδάξει πολλά πράγματα. Ήξερε κι από νεανικές τρέλες κι από έρωτες. Και δεν άργησε η μέρα που βγήκε αληθινός.

Δυο βδομάδες πέρασαν ο Μέμος με τη Λέλα, μέσα στον έρωτα και την ευτυχία. Τίποτα δε φαινόταν ικανό να σκιάσει τον παράδεισό τους. Μέρα με τη μέρα η αγάπη τους γινόταν όλο και πιο δυνατή. Μόνο κάποια βράδια όταν ξυπνούσε η Λέλα έβλεπε ότι ο Μέμος δεν ήταν πλάι της και τον έβρισκε στο σημείο που πήγαινε και παλιά, όταν νοσταλγούσε το σπίτι του. Τα βράδια αυτά, περνώντας ο καιρός, γίνονταν περισσότερα, μέχρι που έγιναν καθημερινά.
Στην αρχή η Λέλα τον πλησίαζε και τον ρωτούσε τι τρέχει, αλλά εκείνος έσπευδε να την καθησυχάσει πως όλα ήταν μια χαρά. Από ένα σημείο και μετά τον άφηνε μόνο του – αν ήθελε να της μιλήσει θα το έκανε καλύτερα χωρίς πίεση από την ίδια.
Όλους τους ξεγελούσε ο Μέμος, αλλά τη Λέλα – που τον λάτρευε τόσο πολύ – δε μπορούσε να την γελάσει. Εκείνη ένιωθε πως όσο περνούσε ο καιρός, οι στιγμές που ο καλός της μελαγχολούσε πύκνωναν και της έσφιγγαν την καρδιά.
Κάποια μέρα αποφάσισε να μιλήσει στον Σούλη, τον μεγάλο της αδελφό, με τον οποίον ο Μέμος είχε πλέον αναπτύξει ιδιαίτερη φιλία. Κι εκείνος παραδέχτηκε ότι το είχε καταλάβει αλλά δεν της έλεγε τίποτα μην την στεναχωρέσει.
«Νομίζεις Σούλη μου πως θα μπορούσε να υπάρξει κάτι που να με στεναχωρέσει περισσότερο από το να βλέπω τον Μέμο μου να υποφέρει;» του είπε
«Αδελφούλα, νομίζω πως είσαι υπερβολική. Δεν υποφέρει ο Μέμος. Σ’αγαπάει πολύ και περνάει καλά εδώ μαζί μας. Απλά, νοσταλγεί το σπίτι του, τη λίμνη, τους δικούς του. Φυσικό είναι, αλλά μην ανησυχείς, θα του περάσει. Μόλις κάνετε δική σας οικογένεια, θα τα ξεχάσει όλα και θ’αφοσιωθεί σε σας.»
«Μα τι λες τώρα Σούλη; Να ξεχάσει τις ρίζες του, τον τόπο που μεγάλωσε, την οικογένειά του; Κι εγώ έτσι θα είμαι ευχαριστημένη; Είναι φρικτό αυτό που λες κι αν έκανε κάτι τέτοιο ο Μέμος δε θα ήταν το χρυσόψαρο που αγάπησα, θα ήταν κάποιος άλλος που δε θα εκτιμούσα καθόλου! Τον αγαπάω και δε θέλω να είναι δυστυχισμένος εξ αιτίας της αγάπης μας.»
«Δε σε καταλαβαίνω βρε Λέλα. Όταν δεν τον είχες κόντεψες να πεθάνεις από τη στεναχώρια σου. Τώρα που τον έχεις, πάλι γκρινιάζεις. Τι θες επιτέλους;»
«Θέλω να είναι ευτυχισμένος. Θέλω να είναι καλά. Θέλω ό,τι είναι καλύτερο για κείνον. Τι είναι τόσο δύσκολο να καταλάβεις; Αυτό δεν είναι η αγάπη; Αλλά που να ξέρεις εσύ....»
«Ναι, εντάξει, εγώ δεν ξέρω κι έχω και το κεφάλι μου ήσυχο! Μίλα του λοιπόν και μάθε τι θέλει. Βοήθησέ τον να κάνει αυτό που θέλει. Αφού τον αγαπάς τόσο πολύ, άστον ελεύθερο να φύγει. Αν είναι αυτό που θέλει πραγματικά.»
Εκείνο το ίδιο βράδυ, όταν ξύπνησε η Λέλα κι είδε πως ο Μέμος πάλι έλειπε από κοντά της, πήγε και τον βρήκε στο γνωστό σημείο. Έκανε την καρδιά της πέτρα και του μίλησε. Του εξήγησε πως δε θα μπορούσε κι η ίδια ποτέ να είναι ευτυχισμένη μαζί του όσο τον ένιωθε μοιρασμένο στα δυο. Και τον προέτρεψε ν’ακολουθήσει το αρχικό του σχέδιο και να επιστρέψει στη λίμνη.
«Δε μπορεί να μιλάς σοβαρά! Λέλα τρελάθηκες; Μου ζητάς να φύγω;»
«Όχι καλέ μου. Σου ζητάω ν’ακολουθήσεις την καρδιά σου και να κάνεις αυτό που πραγματικά θες»
«Αυτό που πραγματικά θέλω είναι να είμαι μαζί σου. Σ’αγαπάω, δε θέλω να σ’αφήσω!»
«Μ’αγαπάς ή με λυπάσαι; Αν είχες άλλη επιλογή θα με διάλεγες για γυναίκα σου; Αν δε σ’αγαπούσα εγώ τόσο πολύ θα με αγαπούσες; Αγαπάς εμένα ή αγαπάς τον εαυτό σου μέσα από μένα; Τα έχεις σκεφτεί ποτέ όλα αυτά; Έχεις αναρωτηθεί;»
«Βρε αγάπη μου, τι σ’έπιασε; Γιατί τόσος προβληματισμός;»
«Γιατί Μέμο δεν είσαι καλά. Κάθε μέρα που περνάει ο πόνος σου γίνεται και πιο φανερός. Εγώ σε νιώθω, σε καταλαβαίνω από τον τρόπο και μόνο που θα κουνήσεις το πτερύγιό σου. Δεν είναι καλύτερα να φύγεις τώρα παρά αργότερα που η νοσταλγία σου θα έχει γίνει αφόρητη και δε θα ξέρεις τι σου φταίει;»
«Άκουσε να δεις Λέλα. Δεν το αρνούμαι ότι μου λείπει η λίμνη κι ο τρόπος ζωής εκεί. Εδώ μέσα πνίγομαι ώρες ώρες, ασφυκτιώ. Όμως ακόμα κι αν έφευγα, πώς θα ζούσα χωρίς εσένα; Χωρίς την αγάπη σου, τη γλυκιά σου την κουβέντα, το τρυφερό σου χάδι; Α,πα,πα, ξέχνα το! Εκεί ο πόνος θα ήταν ακόμα χειρότερος, όχι, αποκλείεται, μην το συζητάς, εδώ θα μείνω μαζί σου. Δεν έχει μα και ξε-μά, τελείωσε η κουβέντα, πήγαινε να κοιμηθείς και ξέχνα τα αυτά!»
Η Λέλα όμως δεν τα ξέχασε κι ούτε μπορούσε να ησυχάσει. Φοβόταν πολύ την αντίδραση της μητέρας της και – κυρίως – του πατέρα της, παρ’όλα αυτά είχε πάρει την απόφασή της κι ένα πρωί τους την ανακοίνωσε: «Θα φύγω με τον Μέμο στη λίμνη».
Η Βιβή άρχισε να κλαίει κι ο Πίπης να χτυπιέται έξαλλος από θυμό! Η Λέλα τους κοιτούσε ψύχραιμη και περίμενε να ηρεμήσουν για να τους εξηγήσει. Να τους δώσει να καταλάβουν ότι αυτή ήταν η μόνη λύση για να είναι ευτυχισμένος ο Μέμος της.
«Κι εσύ;» ρώτησε ο πατέρας της. «Εσύ θα είσαι ευτυχισμένη;»
«Όταν είμαι μαζί του κι είναι εκείνος ευτυχισμένος, είμαι κι εγώ», απάντησε η Λέλα απλά.
«Βρε κοριτσάκι μου, έχεις ιδέα τι σε περιμένει; Νομίζεις πως η λίμνη είναι σαν ένα τεράστιο ενυδρείο; Καμία σχέση δεν έχει! Θα είσαι άγνωστη μεταξύ αγνώστων, θα πρέπει να κυνηγάς για να εξασφαλίσεις την τροφή σου, το χειμώνα θα παγώνεις απ’το κρύο! Άσε που θα κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή από τα αρπακτικά κι από τους ανθρώπους. Νομίζεις πως όλοι είναι σαν τον κυρ Διονύση; Αχ, θα το φας το κεφάλι σου και θα το μετανιώσεις παιδί μου. Και μετά δεν έχει επιστροφή, θα σε χάσουμε για πάντα...»
«Πατέρα μου, όλα αυτά που λες τα έχω σκεφτεί, δεν αλλάζω όμως την απόφασή μου. Πρέπει να το ρισκάρω. Ξέρω πως αν το πω του Μέμου, επειδή κι εκείνος μ’αγαπάει και νοιάζεται για μένα, θα φοβηθεί και θα μου πει να μείνουμε εδώ. Όμως ο καημός του δε θα γιατρευτεί ποτέ, δε μπορώ να του το κάνω αυτό, δεν καταλαβαίνεις;»
«Λέλα μου», επενέβει η μητέρα της, «είσαι πολύ μικρή ακόμα. Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη για τα αισθήματά σου; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη για τα δικά του; Κι αν πας εκεί και δεν περνάς καλά και θες να γυρίσεις πίσω σε μας; Αν πάθεις αυτό που έπαθε ο Μέμος εδώ; Τότε δε θα είσαι εσύ ποτέ απόλυτα ευτυχισμένη. Μη βιάζεσαι να πάρεις μια τέτοια απόφαση, σε παρακαλώ, σκέψου το»
«Μαμά, δεν κάνω τίποτε άλλο. Συνέχεια αυτά σκέφτομαι. Είναι ένα ρίσκο, αλλά θα το πάρω. Και μη συγκρίνεις το ενυδρείο με τη λίμνη. Εκεί είναι το φυσικό μας περιβάλλον, έτσι έπρεπε να ζούμε όλοι κι όχι στην αιχμαλωσία. Δε λέω, έχουμε τα πάντα, ζούμε σ’ένα χρυσό κλουβί. Δεν παύει όμως να είναι κλουβί.... Κι ακόμα κι αν ο Μέμος δε με θέλει πια, εγώ είμαι διατεθημένη να ζήσω για πάντα στη λίμνη. Την θέλω αυτή την εμπειρία, την ονειρεύομαι κάθε βράδυ που κοιμάμαι. Εκεί θέλω να ζήσω. Με τον Μέμο, ή χωρίς αυτόν. Θα με εμποδίσετε να πραγματοποιήσω το όνειρό μου;»
Οι αντιρρήσεις των γονιών της Λέλας κάμφθηκαν από τα ακλόνητα επιχειρήματα της μικρής και την αποφασιστικότητά της. Φοβόντουσαν για κείνην, της είχαν τρομερή αδυναμία, δε μπορούσαν όμως να την κρατήσουν κοντά τους με το ζόρι. Το θέμα τώρα για τη Λέλα ήταν να πείσει τον Μέμο να δεχτεί την απόφασή της. Και δεν υπήρχε πιο κατάλληλος γι αυτή τη δουλειά από τον ίδιο της τον πατέρα. Αυτός που πάντα είχε μια κόντρα με τον Μέμο, αυτός που πάντα προστάτευε την κόρη του κι ό,τι έκανε το έκανε για το καλό της, ήταν ο μόνος που είχε τη δύναμη να πείσει τον Μέμο ότι έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα.
Του πήρε δυο μέρες για να το καταφέρει. Στην αρχή ο Μέμος νόμιζε πως τον κορόιδευε, πως τον δοκίμαζε για να δει πόσο αγαπάει την κόρη του πραγματικά. Έτσι, δεν παραδεχόταν καν στον Πίπη ότι κι ο ίδιος ήθελε να επιστρέψει στη λίμνη. Βλέποντας όμως ότι εκείνος σοβαρολογούσε κι αφού είχε κάνει ατέλειωτες συζητήσεις με τη Λέλα, η οποία ήταν αμετακίνητη στην απόφασή της, άρχισε να το σκέφτεται. Κι όσο το σκεφτόταν, τόσο του έρεσε η ιδέα. Στο τέλος η σκέψη και μόνο ότι θα γυρίσει στη λίμνη έχοντας κοντά του και την αγαπημένη του, τον έκανε απίστευτα χαρούμενο!
«Πίπη, μην ανησυχείς για τίποτα. Θα είμαι συνεχώς κοντά της, θα της μάθω τα πάντα. Εγώ θα της φέρνω την τροφή, εγώ θα την φροντίζω. Σε λίγο καιρό θα είναι τόσο εξοικειωμένη με τη λίμνη, σα να ζούσε εκεί από τότε που γεννήθηκε!»
«Σα γονιός δε θα πάψω ποτέ ν’ανησυχώ. Θα μας λείπει και θα την θυμόμαστε πάντα. Όμως εφόσον αυτή είναι η επιθυμία της, έχετε την ευχή μου. Σου έχω εμπιστοσύνη, είσαι δυνατός και καλός χαρακτήρας. Και την αγαπάς την κόρη μου πραγματικά. Εμένα το χρέος μου τελειώνει εδώ. Τώρα αρχίζει το δικό σου Μέμο παιδί μου»
Μ’αυτά τα λόγια τα δυο χρυσόψαρα ήρθαν πιο κοντά από ποτέ. Όσες διαφορετικότητες κι αν είχαν, το κοινό τους σημείο ήταν πιο δυνατό: η αγάπη τους για τη Λέλα.
Αμέσως αφού πάρθηκε η τελική απόφαση, μαζεύτηκαν όλοι μαζί για να βρουν τον τρόπο να πραγματοποιήσουν το σχέδιο των παιδιών. Τώρα έπρεπε να πειστεί ο κυρ Διονύσης να ρίξει και τη Λέλα στη λίμνη μαζί με τον Μέμο. Πώς θα γινόταν αυτό; Ήδη τους έβλεπε μαζί τόσες μέρες κι έτριβε τα χέρια του από ευχαρίστηση, σίγουρος πως αυτό το ζευγάρι θα του έδινε όμορφους απογόνους. Ό,τι και να σκεφτόντουσαν έπεφτε στο κενό. Μέχρι που η Τέτα, η δίδυμη αδελφή της Λέλας, έριξε μια ιδέα!
«Θυμάστε τότε που είχε αρρωστήσει η Λέλα από τη στεναχώρια της; Θυμάστε τι λέγατε τότε; Λέγατε πως έπρεπε να συνέλθει γρήγορα γιατί αν την έβλεπε ο κυρ Διονύσης θα μας την έπαιρνε! Πού θα την πήγαινε; Στα σκουπίδια; Όχι βέβαια, αφού δεν ήταν πεθαμένη! Στη λίμνη θα την πέταγε, από το φόβο του μην κολλήσουμε κι οι υπόλοιποι!»
«Μπράβο βρε Τέτα!», φώναξε ο Σούλης. «Τέλεια ιδέα! Θα κάνουν κι οι δυο τους άρρωστους κι έτσι θα καταλήξουν στη λίμνη! Ιδιοφυές! Πώς δεν το είχα σκεφτεί εγώ;...»
«Καθήστε παιδιά, μη βιαζόσαστε», είπε ο Πίπης, «δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα! Πώς θα κάνουν τους άρρωστους δηλαδή; Ή είσαι άρρωστος ή δεν είσαι! Έτσι εύκολα ξεγελάς τον κυρ Διονύση;»
«Μη σας νοιάζει κύριε Πίπη, ξέρω εγώ τον τρόπο», είπε ο Μέμος. «Στη λίμνη έχω δει πολλά άρρωστα ψάρια κι έχω μελετήσει τις αντιδράσεις τους. Θα πρέπει να μην κολυμπάμε σωστά, να γέρνουμε κάπως στο πλάι, να, έτσι. Έπειτα δε θα τρώμε, θα κρατάμε τα πτερύγιά μας κολλημένα στο σώμα και θα είμαστε στο βυθό την περισσότερη ώρα. Δεν είναι δύσκολο, θα τα καταφέρουμε!»
«Πώς δε θα τρώμε βρε Μέμο μου; Θα πεθάνουμε στ’αλήθεια! Εγώ πεινάω, δε μπορώ!», διαμαρτυρήθηκε η Λέλα.
«Αγάπη μου, όταν είναι μπροστά ο κυρ Διονύσης θα τα κάνουμε αυτά! Θα μας κρατάνε φαγητό οι υπόλοιποι και θα το τρώμε όταν φεύγει! Δε σου είπα ότι θα είσαι όλη τη μέρα έτσι! Δεν έχουμε άλλη επιλογή Λέλα μου, πρέπει να το κάνουμε»
«Θα σας βοηθήσουμε εμείς», είπαν τ’αδέλφια της Λέλας με μια φωνή κι η μητέρα της της έκλεισε το μάτι.
Από την επόμενη κιόλας μέρα, το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Όλο το προηγούμενο βράδυ ο Μέμος με τη Λέλα το περάσανε κάνοντας πρόβα υπό την καθοδήγηση των υπολοίπων. Κάποιες φορές τα καταφέρνανε καλά, άλλες φορές σκάγανε στα γέλια με το γελοίο της κατάστασης. Ο κυρ Διονύσης βλέπετε τα είχε τόσο φροντισμένα τα ψαράκια του που κανένα ποτέ δεν είχε αρρωστήσει κι όλα αυτά τους φαίνονταν πολύ παράξενα!
Εκείνο το πρωινό λοιπόν, με το που ξημέρωσε, ο κυρ Διονύσης – πιστός στο ραντεβού τους – πήγε στα ψαράκια του να τα ταΐσει και να τα καθαρίσει. Καθόταν κάμποση ώρα μαζί τους κάθε πρωί, τα φρόντιζε, τους μιλούσε και μετά έφευγε για τη δουλειά του. Ο Μέμος με τη Λέλα πήραν τις θέσεις τους στο βυθό του ενυδρείου, τα πτερύγια μαζεμένα και δεν κουνήθηκαν καθόλου όταν έπεφτε το φαγητό. Ο κυρ Διονύσης παρεξενεύτηκε πολύ βλέποντας το αγαπημένο του ζευγάρι σ’αυτή την κατάσταση. Έβαλε το χέρι του μέσα στο ενυδρείο και τα πλησίασε. Η Λέλα κατάφερε να κρατήσει την ψυχραιμία της, ο Μέμος όχι. Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος στην ανθρώπινη επαφή. Κολύμπησε μακριά και στάθηκε στην άλλη πλευρά του ενυδρείου. Ο κυρ Διονύσης δεν επέμεινε περισσότερο εκείνη τη μέρα. Έριξε λίγο αλάτι στο ενυδρείο μαζί με βιταμίνες κι έφυγε για τη δουλειά του.
Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες. Ο Μέμος με τη Λέλα έπαιζαν πολύ καλά το ρόλο τους. Ο κυρ Διονύσης μετά από δυο-τρεις μέρες, περνούσε περισσότερο χρόνο μπροστά στο ενυδρείο παρακολουθώντας τα ψαράκια του. Δοκίμασε και μερικά φάρμακα, αλλά μετά από μια βδομάδα έδειξε πια ότι ανησυχούσε σοβαρά γι αυτούς. Ο Μέμος είχε τέτοιο πείσμα να τα καταφέρει που άντεξε μέχρι και το άγγιγμα του κυρ Διονύση!
Με το ίδιο του το χέρι τους έπιασε την όγδοη μέρα και τους έβγαλε από το ενυδρείο. Όπως περνούσε η Λέλα από την οικογένειά της, σηκωμένη από το χέρι του κυρ Διονύση, τους κοίταξε μέσα στα μάτια με νόημα και τους φώναξε «Σας αγαπώ! Δε θα σας ξεχάσω ποτέ!». Έτσι κι αλλιώς οι άνθρωποι δεν άκουγαν τη φωνή των ψαριών κι ο κυρ Διονύσης δεν πήρε τίποτα χαμπάρι. Ο Μέμος ήταν τόσο τρομοκρατημένος που δεν πρόλαβε να πει σε κανέναν τίποτα. Όλοι οι υπόλοιποι κόλησαν στο τζάμι και κοιτούσαν τους αγαπημένους τους που απομακρύνονταν. Προς μεγάλη έκπληξη όλων, ο κυρ Διονύσης δεν τους έβαλε στο ίδιο σακουλάκι. Τους έβαλε σε δυο ξεχωριστά σακουλάκια, πήρε τα κλειδιά του και βγήκε από το σπίτι.
Ο Μέμος έβλεπε γύρω του, όλα και πάλι του φαίνονταν περίεργα μέσα από την πλαστική σακούλα, όπως και την προηγούμενη φορά που είχε κάνει την αντίθετη διαδρομή. Φανταζόταν πόσο θα είχε τρομάξει η Λέλα, αλλά δεν μπορούσε καν να της μιλήσει από κει που ήταν. Την έβλεπε θολά μέσα στο διπλανό σακουλάκι, αλλά δεν μπορούσε να δει τα μάτια της για να την καθησυχάσει έστω μ’ένα νεύμα. Όταν βγήκαν έξω, το μόνο που πρόλαβε να δει ο Μέμος ήταν τον κυρ Διονύση ν’απλώνει το χέρι του και να δίνει το σακουλάκι με τη Λέλα σε κάποιον άλλον άνθρωπο. Μίλησαν για λίγο αλλά ο Μέμος δεν άκουγε τίποτα – η σακούλα ήταν καλά κλεισμένη. Μετά εκείνος απομακρύνθηκε κι ο κυρ Διονύσης κρατώντας πάντα τον Μέμο μπήκε στο αυτοκίνητό του κι έφυγε με κατεύθυνση προς τη λίμνη...
Συνεχίζεται...

Μαρια Τζιρίτα

Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - 2ο μέρος


Από την επόμενη κιόλας μέρα η Λέλα έγινε η σκιά του Μέμου. Τον ακολουθούσε διαρκώς, προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα, εκείνος όμως συστηματικά την αγνούσε. Η αλλαγή στη συμπεριφορά της μικρής χρυσοψαρίνας δεν πέρασε απαρατήρητη από τους δικούς της. Οι αδελφές της συνεχώς την ρωτούσαν τι τρέχει με τον Μέμο και ο αδελφός της την κοιτούσε καχύποπτα. Ο πατέρας της της απαγόρευσε να τον ξαναπλησιάσει, δεν τον ήθελε για γαμπρό του. Καλύτερα να απογοητευόταν ο κυρ Διονύσης και να τον έπαιρνε από κει μέσα. Τους ήταν ανεπιθύμητος.
Όμως η Λέλα δεν άκουγε κανέναν. Στα μάτια της ο Μέμος ήταν ένας ήρωας, ανυπόταχτος και ατρόμητος. Τον θαύμαζε και κάθε φορά που τον κοιτούσε η μικρή καρδούλα της χτυπούσε σαν τρελή. Ήθελε να βρίσκεται συνεχώς κοντά του, να του μιλάει, να τον αγγίζει τυχαία με τα πτερυγιάκια της. Ήταν πολύ πεισματάρα κι επίμονη και δεν το έβαζε κάτω με τίποτα. Τι κι αν αυτός την αγνοούσε, τι κι αν της μιλούσε απότομα καμιά φορά – εκείνη το χαβά της! Πάντα γλυκομίλητη, πάντα με το χαμόγελο. Κάτι μέσα της της έλεγε ότι ο Μέμος δεν είναι αυτό που δείχνει. Και η γυναικεία της διαίσθηση την έκανε να νιώθει πως κι εκείνου του άρεσε κι ας μην το έδειχνε.
Είχε καταφέρει καποιες νύχτες που όλοι κοιμόντουσαν (κι ο Μέμος ήταν πιο ευάλωτος λόγω της νοσταλγίας που ένιωθε τα βράδια), να τον πλησιάσει και να τον κάνει να της μιλήσει. Δειλά δειλά της ανοιγότανε και της εξιστορούσε τις περιπέτειες που είχε ζήσει στη λίμνη. Μόλις εκείνη όμως του έκανε πιο προσωπικές ερωτήσεις, για την αγάπη, για τον έρωτα, εκείνος κλεινόταν και πάλι στον εαυτό του κι η συζήτηση σταματούσε εκεί.
Πέρασε έτσι ένας μήνας. Το μόνο που είχε αλλάξει στη ρουτίνα του ενυδρείου ήταν ότι ο Μέμος πήγαινε να φάει με τους υπόλοιπους κάθε φορά που ερχόταν το φαγητό. Με τον Πίπη εξακολουθούσε να μην τα πηγαίνει καθόλου καλά κι αρπαζόντουσαν σε κάθε ευκαιρία. Με τον Σούλη λέγανε πέντε κουβέντες, αλλά δε θα το έλεγες ότι κάνουν και παρέα. Οι υπόλοιποι του ήταν αδιάφοροι. Εκτός από τη Λέλα. Όλη την ημέρα ο Μέμος ζούσε για τη στιγμή που θα νύχτωνε κι η Λέλα θα τον πλησίαζε κρυφά. Αυτή είχε γίνει η μοναδική του χαρά. Ποτέ δεν της το έδειχνε, ούτε στον εαυτό του δεν το παραδεχόταν πόσο του είχε γίνει απαραίτητη η συντροφιά της.
Ένα απ’αυτά τα βράδια η Λέλα πήγε κοντά του κρατώντας στο στόμα της ένα σκουληκάκι. Τον πλησίασε και το άφησε δίπλα του.
«Το έφερα για σένα. Το πρωί που μας τα φέρανε δεν πρόλαβες να φας».
«Κι εσύ που το βρήκες;»
«Το είχα κρύψει, το είχα φυλαγμένο όλη μέρα. Δικό μου είναι ό,τι ήθελα το έκανα. Στο κάνω δώρο, φάτο»
«Δεν το θέλω, φάτο εσύ. Δε μου έχουν λείψει εμένα τα σκουλήκια στη λίμνη, κάθε μέρα τέτοια έτρωγα».
«Ένας λόγος παραπάνω Μέμο μου. Επειδή είσαι πολύ καιρό εδώ σίγουρα θα σου έχουν λείψει. Έλα πάρτο, μην κάνεις σαν παιδί»
Ο Μέμος δίστασε για λίγο, αλλά τελικά το καταβρόχθισε!
«Ευχαριστώ. Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί έρχεσαι τα βράδια και μου κάνεις παρέα, γιατί με φροντίζεις; Εγώ δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω»
«Κάνεις λάθος! Μου προσφέρεις πολλά πράγματα. Κάνεις την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά, με κάνεις να νιώθω πως η ζωή ξαφνικά είναι όμορφη, τα πάντα έχουν ένα πιο φωτεινό χρώμα. Μου λες σημαντικά πράγματα για τον έξω κόσμο που εγώ ποτέ δε θα είχα την ευκαιρία να μάθω. Θα ήθελα πολύ να γίνω σαν έσένα, τολμηρή, δυνατή, έξυπνη»
«Έλα τώρα! Δεν έχω τίποτα να ζηλέψεις! Και έξυπνη είσαι και όμορφη. Εξάλλου εσύ μου έλεγες ότι εδώ μέσα έχεις τα πάντα, δε σου λείπει τίποτα»
«Ναι έτσι ήταν. Πριν σε γνωρίσω. Γιατί από τότε που σε γνώρισα κατάλαβα πως μου έλειπε το πιο βασικό πράγμα για τη ζωή. Αυτό που τ’αλλάζει όλα, που τα κάνει να φαίνονται ασήμαντα και ανούσια μπροστά του»
«Και ποιό είναι αυτό;»
«Η αγάπη Μέμο. Η αγάπη....»
Ο Μέμος έγινε ακόμα πιο κόκκινος απ’ότι ήταν! Τα έχασε κι απέστρεψε το βλέμμα του απ’το δικό της. Για πρώτη φορά έχασε τα λόγια του και δεν ήξερε τι να πει. Κανένα άλλο θηλυκό δεν του είχε μιλήσει ποτέ έτσι. Κι ας είχε γνωρίσει τόσες πολλές.
Η Λέλα τον πλησίασε περισσότερο και του έδωσε ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Μετά έφυγε αθόρυβα, όπως είχε έρθει.
Από κείνο το βράδυ ο Μέμος κλείστηκε ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Συμπεριφερόταν άσχημα σε όλους και ξεσπούσε με το παραμικρό. Οι καυγάδες με τα άλλα αρσενικά μπήκαν σε ημερησία διάταξη! Τα βράδια κρυβόταν από νωρίς κι έκανε πως κοιμάται. Η Λέλα δεν κατάφερε ούτε μια φορά να του ξαναμιλήσει.
Η καημένη η Λέλα είχε πέσει σε απελπισία. Ο πόνος της καρδιάς της ήταν τόσο μεγάλος και δυνατός που δεν μπορούσε να φάει, δεν μπορούσε να παίξει, δεν είχε όρεξη για τίποτα.
Κάποια μέρα η μητέρα της αποφάσισε να της μιλήσει.
«Λέλα μου; Γλυκό μου κορίτσι τι σου συμβαίνει; Μέρες τώρα είσαι στεναχωρημένη και δε μιλάς σε κανέναν. Έχεις αλλάξει καρδούλα μου, γιατί;»
«Δεν ξέρω μαμά, άσε με. Απλά δεν έχω όρεξη»
«Αχ, Λέλα μου, όταν εσύ πήγαινες εγώ γύριζα!»
«Τι πάει να πει αυτό τώρα;»
«Πάει να πει ότι ξέρω καλά τι σου συμβαίνει. Κι ο πατέρας σου το έχει καταλάβει, μην κοιτάς που δε μιλάμε. Αυτός ο Μέμος σου’χει πάρει τα μυαλά, έτσι δεν είναι; Τον αγάπησες κι εκείνος δε σε θέλει και στεναχωριέσαι. Σωστά;»
Η Λέλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά κι άρχισε να κλαίει.
«Το βλέπει κι ο πατέρας σου που σου έχει αδυναμία, γι αυτό τον έχει συνέχεια στην κόντρα. Καμιά μέρα θα τον δείρει με τα νεύρα που του έχει, είμαι σίγουρη»
«Αχ μαμά όχι! Σε παρακαλώ! Μην τον πειράξει πες του, μην του κάνει κακό, τον αγαπάω μαμά, δε θέλω να πάθει κάτι!»
«Αγάπη μου, αυτός θα φύγει, το βλέπεις. Ήδη ο κυρ Διονύσης με μισό μάτι τον κοιτάει έτσι που φέρεται μέσα στο ενυδρείο. Νομίζεις έχει το μυαλό του γι αγάπες κι έρωτες; Αυτός το μόνο που θέλει είναι να γυρίσει σπίτι του. Είναι πολύ πιθανό να έχει άλλο κορίτσι εκεί, το σκέφτηκες αυτό;»
«Όχι δεν έχει! Τον ρώτησα! Γιατί δε με θέλει μαμά μου; Δεν είμαι όμορφη; Δεν είμαι καλή; Τα θηλυκά της λίμνης είναι πολύ καλύτερα από μας;»
«Κούκλα είσαι! Η καλύτερη που θα μπορούσε ποτέ να βρει. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Είσαι διαφορετική, δεν ταιριάζετε. Αλλιώς έχει μάθει αυτός, ελεύθερος εκεί έξω. Πάρτο απόφαση Λέλα μου και βγάλτον απ’την καρδιά σου. Το μόνο που θα καταφέρεις είναι να πληγωθείς περισσότερο και δε σου αξίζει κοριτσάκι μου».
Με τα λόγια αυτά και μια γλυκιά αγκαλιά, η Βιβή παρηγόρησε την κόρη της.
Όμως η καρδιά της Λέλας δε γιατρεύτηκε έτσι εύκολα. Και μετά από λίγες μέρες από τη στεναχώρια της αρρώστησε. Έχασε εντελώς την όρεξη της, ένιωθε τρομερή αδυναμία και το κορμάκι της γέμισε σπυράκια. Οι γονείς της ανησύχησαν πολύ και προσπάθησαν να την συνεφέρουν, αλλά μάταια. Ο Μέμος στην αρχή παρακολουθούσε από μακριά το σημείο που είχαν μαζευτεί όλοι γύρω από τη Λέλα. Τον έτρωγε η αγωνία αλλά ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να πλησιάσει. Τελικά, βλέποντας να περνάει η ώρα και η Λέλα να μένει ακίνητη, πήγε κι αυτός κοντά της.
Ο Πίπης τον κοίταξε άγρια και δεν τον άφησε να την πλησιάσει. «Αρκετό κακό της έχεις κάνει, φύγε! Κοίτα πώς κατάντησε το κοριτσάκι μου! Αν πάθει κάτι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια!»
Η Βιβή, για πρώτη φορά μπήκε μπροστά στον άντρα της
«Άστον Πίπη μου. Άστον να πάει κοντά της. Μόνο αυτός μπορεί να την κάνει καλά. Άστον και δεν έχουμε πολύ χρόνο. Αν την δει ο κυρ Διονύσης έτσι, θα μας την πάρει»
Ο Πίπης παραμέρισε απρόθυμα κι ο Μέμος έτρεξε στην αγαπημένη του. Άρχισε να την χαιδεύει με τα πτερύγιά του και να της μιλάει. Εκείνη έδειχνε να μην καταλαβαίνει τίποτα πια. Η Βιβή έκανε νόημα στους υπόλοιπους κι απομακρύνθηκαν από το ζευγάρι. Ο Μέμος ήταν η τελευταία τους ελπίδα για να σωθεί η μικρή τους Λέλα.
Συνεχίζεται...

Μαρία Τζιρίτα

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ - 1ο μέρος




Μια φορά κι έναν καιρό ο Μέμος ζούσε ελεύθερος κι ευτυχισμένος σε μια μεγάλη λίμνη, σ’ένα όμορφο ελληνικό νησί. Ήταν ένα όμορφο χρυσόψαρο με ζωηρό πορτοκαλί χρώμα και μεγάλη ουρά. Είχε μια μεγάλη παρέα από άλλα χρυσόψαρα της λίμνης κι όλη μέρα έπαιζαν και κολυμπούσαν ξένοιαστα στα θολά νερά. Γεννήθηκε εκεί και δεν είχε γνωρίσει άλλο σπίτι. Στα δυο χρόνια της ζωής του είχε μάθει πώς να κυνηγά για να εξασφαλίσει την τροφή του και πως να παλεύει με τα άλλα αρσενικά για να κερδίσει το κορίτσι που του άρεσε. Μέχρι που μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, βρέθηκε μέσα στην απόχη του κυρ Διονύση.
Ο κυρ Διονύσης είχε τρέλα με τα χρυσόψαρα. Τ’αγαπούσε πολύ και τα φρόντιζε. Τον χειμώνα πήγαινε μέρα παρά μέρα στη λίμνη και τάιζε όλα τα ψάρια που ζούσαν εκεί. Στο σπίτι του είχε ένα μεγάλο ενυδρείο 200 λίτρων, όπου έκανε αναπαραγωγές με χρυσόψαρα. Καιρό τώρα έψαχνε να βρει ένα όμορφο γερό αρσενικό για να ζευγαρώσει με τα θηλυκά του ενυδρείου. Αυτά που είχε ήδη ήταν συγγενείς μεταξύ τους κι έτσι έψαχνε για νέο αίμα. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να πιάσει τον Μέμο και να τον μεταφέρει στο σπίτι του, στο ενυδρείο του με τα έξη χρυσόψαρα.
Ας γνωρίσουμε όμως τους κατοίκους του ενυδρείου που έμελε να γίνει το νέο σπίτι του Μέμου.
Αρχηγός ήταν ο Πίπης, ο γηραιότερος. Ήταν επτά χρονών και δεν ήταν κοινό χρυσόψαρο. Είχε ένα γκρίζο χρώμα με κίτρινες ανταύγιες και τα πτερύγια και η ουρά του ήταν λευκά. Τον είχε πιάσει ο κυρ Διονύσης από τη λίμνη όταν ήταν ακόμα πολύ μωρό, έτσι δε θυμόταν τίποτα από το φυσικό του περιβάλλον. Ήταν πολύ σοβαρός και αυστηρός με όλους τους άλλους και είχε λατρεία στο πρόσωπο του αφεντικού του. Ανέβαινε στο χέρι του και δεν κατέβαινε από κει μέχρι να τον αφήσει ο ίδιος. Ο Πίπης ήταν παντρεμένος με την Βιβή, μια χρυσοψαρίνα δυο χρόνια μικρότερή του.
Η Βιβή ήταν κλασσικό κοινό χρυσόψαρο, πορτοκαλί χρώματος με κοντά πτερύγια, επίσης πορτοκαλιά, όπως και η ουρά της. Είχε χρυσή καρδιά κι ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στον άντρα και τα παιδιά της. Δεν έτρωγε αν δεν είχαν φάει οι άλλοι πρώτα, τους παραχωρούσε τα καλύτερα μέρη για να κοιμούνται, πάντα γινόταν θυσία για όλους δηλαδή. Με τον κυρ Διονύση ήταν λίγο ντροπαλή, δεν τον φοβόταν βέβαια αλλά δεν τον πλησίαζε κι εύκολα. Σε αντίθεση με τον Πίπη, προτιμούσε τη συντροφιά των άλλων ψαριών από την συντροφιά των ανθρώπων. Η Βιβή είχε γεννηθεί σ’ένα άλλο ενυδρείο, ενός φίλου του κυρ Διονύση κι εκείνος την πήρε όταν ήταν περίπου ενός έτους. Εκεί γνώρισε τον Πίπη κι από τότε έγιναν αχώριστοι. Απέκτησαν πολλά παιδιά στα τέσσερα χρόνια της συμβίωσής τους, αλλά όλα τους έφευγαν αργά ή γρήγορα. Στην αρχή η Βιβή στεναχωριόταν πολύ, στο τέλος όμως το συνήθισε.
Είχαν κοντά τους εξάλλου από τότε που γεννήθηκαν, τέσσερα από τα παιδάκια τους. Τον Σούλη και την Μπούλα, δίδυμα δυο χρονών και την Λέλα με την Τέτα, δίδυμες μόλις έξη μηνών. Τα δυο πρώτα αδελφάκια έμοιαζαν στη μητέρα τους, είχαν το ίδιο χρώμα με κείνην, αλλά λίγο μεγαλύτερα πτερύγια. Τα μικρά έμοιαζαν στον μπαμπά. Η Λέλα είχε πάρει το κίτρινο χρώμα του στο σώμα και τα λευκά του πτερύγια κι ήταν ένα πολύ σπάνιο χρυσόψαρο. Χρυσή στην κυριολεξία! Η Τέτα ήταν περισσότερο γκρίζα και λιγότερο κίτρινη.
Αυτή η οικογένεια ζούσε ευτυχισμένη στο ενυδρείο του κυρ Διονύση, με άπειρη φροντίδα εκ μέρους του. Τους είχε εξασφαλίσει ένα όμορφο περιβάλλον με φυσικά φυτά, ξύλα και πέτρες από τη λίμνη και δεν τους έλειπε κυριολεκτικά τίποτα. Είχαν τα μικροπροβλήματά τους, όπως καθε οικογένεια, όμως ήταν κατά βάση πολύ αγαπημένοι και περνούσαν καλά όλοι μαζί.
Την ημέρα που ήρθε ο Μέμος στο ενυδρείο αναποδογυρίστηκε ο κόσμος τους! Στην αρχή τρόμαξαν πάρα πολύ, όταν ο κυρ Διονύσης άνοιξε το καπάκι κι αντί για φαγητό έβαλε μέσα στο νερό τους μια σακούλα μ’ένα ξένο ψάρι μέσα! Μαζεύτηκαν όλοι δειλά γύρω από τη διάφανη σακούλα και κοιτούσαν με περιέργεια το μεγάλο χρυσόψαρο που χτυπιόταν ανήσυχα. Καταλάβαιναν ότι ήταν σαν εκείνους κι όμως ήταν τόσο διαφορετικός. Το βλέμμα του ήταν άγριο, οι κινήσεις του σπαστικές, τους προξενούσε φόβο και απέχθεια ταυτόχρονα!
Μετά από λίγη ώρα ο Μέμος ελευθερώθηκε στο ενυδρείο κι η σακούλα απομακρύνθηκε. Άρχισε να κολυμπάει σαν τρελός από τζάμι σε τζάμι, χωρίς να δίνει σημασία σε κανέναν άλλον εκεί μέσα. Τα μικρά κορίτσια είχαν κρυφτεί πίσω από ένα φυτό μαζί με τη μητέρα τους και τον παρακολουθούσαν τρομαγμένες. Οι υπόλοιποι απλά στέκονταν ακίνητοι και περίμεναν να δουν τι θα κάνει. Τελικά εκείνος αποκαμωμένος, κάθησε στο βυθό κι έμεινε εκεί ακίνητος, προσπαθώντας να καταλάβει τι του συμβαίνει.
Πρώτος τον πλησίασε ο Πίπης φυσικά. Κράτησε μια απόσταση ασφαλείας, φούσκωσε τα πτερύγιά του και του μίλησε.
«Ποιός είσαι εσύ; Από που σ’έφερε;»
Ο Μέμος τον κοίταξε βλοσυρά και γύρισε το κεφάλι του από την άλλη μεριά. Ο Πίπης άρχισε να θυμώνει
«Όταν σου μιλάω εγώ να με κοιτάς! Αυτό είναι το σπίτι μου κι εγώ είμαι ο αρχηγός εδώ μέσα! Κοίτα να συμμορφωθείς και να δείχνεις υποταγή, αν θες να τα πάμε καλά! Σε ρώτησα ποιός είσαι!»
« Με λένε Μέμο και ζούσα στη λίμνη. Αλλά τι σου λέω τώρα, πού να ξέρεις εσύ τι είναι η λίμνη! Όλοι εσείς εδώ μέσα προφανώς νομίζετε ότι αυτό είναι το φυσικό σας περιβάλλον. Πειραματόζωα είσαστε, όλοι στη λίμνη ξέρουν για τα ψάρια που οι άνθρωποι τα κρατάνε αιχμάλωτα στα σπίτια τους. Αλλά εγώ δεν είμαι σαν εσάς, ούτε θα γίνω ποτέ!»
«Φιλαράκο, μη σηκώνεις τα πτερύγιά σου, δε σε παίρνει. Ό,τι και να λες, εδώ είσαι κι εδώ θα μείνεις. Γι αυτό φρόντισε να προσαρμοστείς. Δε θέλω προβλήματα με την οικογένειά μου. Ζούμε εδώ όλη μας τη ζωή κι είμαστε μια χαρά. Ξέρουμε τι είναι η λίμνη – νομίζεις είσαι ο πρώτος που φέρνει από κει μέσα; Για μας όμως είναι ένα τρομακτικό μέρος και στους χειρότερους εφιάλτες μας βλέπουμε ότι μας πετάνε εκεί μέσα. Εδώ για μας είναι ο παράδεισος φίλε μου. Πάντα όσο ζεστά θέλουμε, πάντα όσο φωτεινά θέλουμε και με άφθονο φαγητό για όλους. Όταν κάποιος αρρωστήσει ο κυρ Διονύσης αμέσως θα του δώσει φάρμακα και θα γίνει καλά. Έρχεται κόσμος, μας βλέπουν, μας θαυμάζουν, μας αγαπούν. Δεν κινδυνεύουμε από κανένα αρπακτικό, από κανέναν ψαρά, από τίποτα. Τι έχουμε να ζηλέψουμε από τη λίμνη σου λοιπόν και μας μιλάς με τέτοια υπεροψία σα να είσαι ανώτερός μας;»
«Είμαι ανώτερός σας! Η φύση μας παρέχει όλα τα αγαθά που χρειαζόμαστε, δεν έχουμε ανάγκη τους ανθρώπους! Αν δε ζήσεις λίγο τον κίνδυνο, το κυνήγι, πώς θα καταλάβεις και θα εκτιμήσεις τη ζωή; Εκεί δεν αρρωσταίνουμε ποτέ, γι αυτό δεν έχουμε ανάγκη από φάρμακα. Εδώ, μέσα στις γυάλες αρρωσταίνουν τα ψάρια. Κι αρρωσταίνουν στην ψυχή περισσότερο απ’ότι στο σώμα.»
«Εμείς δε ζούμε σε γυάλα! Ζούμε σ’ενυδρείο, δε νιώθεις πόσο καθαρό είναι το νερό; Σίγουρα πολύ καλύτερο από το δικό σας με όλες τις βρωμιές μέσα! Κοίτα τα λέπια σου και κοίτα τα δικά μου! Εμένα είναι γυαλιστερά, λεία, τέλεια!»
«Καλλιστεία θα κάνουμε τώρα; Μπορείς να φύγεις και να μ’αφήσεις ήσυχο; Δε σας πειράζω και μη με πειράζετε. Έτσι κι αλλιώς δε θα μείνω για πολύ, αποκλείεται να ζήσω εδώ μέσα!»
«Καλά, όλοι έτσι έλεγαν! Φρόντισε να χαλαρώσεις και να περνάς καλά γιατί σε βλέπω να καταλήγεις στα σκουπίδια, όχι στη λίμνη! Ο κυρ Διονύσης σίγουρα σ’έφερε για να παντρευτείς μια από τις κόρες μου. Κοίτα να τους φερθείς καλά, αλλιώς θα έχεις να κάνεις μαζί μου».
Αυτά είπε ο Πίπης και απομακρύνθηκε από τον δύσθυμο Μέμο.
Εκείνος στριμώχτηκε ακόμα περισσότερο στη γωνιά του και σκεφτόταν τρόπο ν’αποδράσει. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μόνο αν έδειχνε άσχημη συμπεριφορά και δε ζευγάρωνε με κανένα από τα θηλυκά, το αφεντικό θ’αναγκαζόταν να τον πετάξει πίσω στη λίμνη. Κι έτσι έκανε.
Κάθε μέρα καθόταν μακριά από τους υπόλοιπους και κάθε φορά που αντιλαμβανόταν την παρουσία του κυρ Διονύση κολυμπούσε νευρικά και χτυπιόταν στα τζάμια. Δεν πήγαινε ποτέ στην επιφάνεια να φάει με τους υπόλοιπους, έτρωγε μόνο την τροφή που έμενε στον πάτο – ό,τι έμενε δηλαδή. Ήταν πολύ περήφανος κι εγωιστής. Όσες φορές κι να τον πλησίασε ο Σούλης για να γίνουνε φίλοι, τον έδιωχνε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και βέβαια ούτε λόγος για να ζευγαρώσει μει κάποια από τις κοπέλες, οι οποίες τον φοβόντουσαν και δεν τον πλησίαζαν ούτε από απόσταση!
Ένα βράδυ που όλοι κοιμόντουσαν στις κρυψώνες τους, ο Μέμος ανέβηκε στην επιφάνεια και προσπαθούσε να δει έξω. Δεν έβλεπε παρά μόνο έπιπλα, φωτιστικά και πίνακες στους τοίχους. Η νεκρική σιγή που επικρατούσε μέσα στο σπίτι του έσπαγε τα νεύρα. Νοσταλγούσε τους ήχους της νύχτας, το πάφλασμα του νερού στις όχθες της λίμνης, το κλάμα της κουκουβάγιας. Έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας του τον έναστρο ουρανό και τις ανταύγιες του φωτός που έριχνε το φεγγάρι στην επιφάνεια του νερού. Η καρδιά του σφίχτηκε κι ένα δάκρυ κύλησε απ’τα μάτια του. Ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο και γυρνώντας είδε δίπλα του τη Λέλα που τον κοιτούσε απορημένη. Στη στιγμή ξαναπήρε το βλοσυρό του ύφος και τα μάτια του σκοτείνιασαν.
«Τι θες εσύ εδώ; Γιατί δεν κοιμάσαι;»
«Σε άκουσα που τριγυρνούσες ανήσυχος. Σε παρακολουθώ αρκετή ώρα, δείχνεις πολύ στεναχωρημένος. Είπα να σου κάνω λίγη παρέα».
«Δε θέλω τον οίκτο σου, πήγαινε για ύπνο! Μια χαρά είμαι», είπε ο Μέμος και κολύμπησε προς την απέναντι μεριά του ενυδρείου. Η Λέλα τον ακολούθησε.
«Σκέφτεσαι το σπίτι σου; Σου λείπουν οι αγαπημένοι σου; Όχι στο λέω γιατί αν μου είχε συμβεί εμένα αυτό που συνέβει σε σένα θα ήμουν απαρηγόρητη!».
«Πολύ επίμονη δεν είσαι μικρή μου; Γιατί μ’ακολουθείς; Σου ζήτησα εγώ παρηγοριά;»
«Μέμο.... Γιατί είσαι έτσι; Τόσες μέρες τώρα όλοι προσπαθούμε να σε κάνουμε να νιώσεις άνετα μαζί μας αλλά εσύ συμπεριφέρεσαι σαν κάβουρας, όχι σαν χρυσόψαρο! Κλείνεσαι στο καβούκι σου και δε μιλάς σε κανέναν. Παριστάνεις τον σκληρό, όμως εγώ καταλαβαίνω πως έχεις καρδιά και μάλιστα πονάει πολύ. Χθες που παίζαμε με το σαλιγκαράκι το μωρό, σε πήρε το μάτι μου που παρακολουθούσες από μακριά και χαμογελούσες. Γιατί δεν προσπαθείς να περάσεις καλά μαζί μας; Έτσι που κάνεις υποφέρεις περισσότερο, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Πώς τα ξέρεις όλα αυτά εσύ βρε Λέλα; Έξη μηνών ψαράκι είσαι, πώς μπορείς να μιλάς για τον πόνο και την νοσταλγία; Τι ξέρεις εσύ από αυτά, που μεγάλωσες εδώ μέσα σαν πριγκίπισσα;»
«Κι όμως. Μπορεί να μην έχω βγει στον έξω κόσμο όπως λες, αλλά οι γονείς μου μου έχουν μιλήσει για όλα. Πολλές φορές μας μιλάει κι ο κυρ Διονύσης, μας λέει ιστορίες από τη λίμνη, μας λέει γι άλλα ψάρια που δεν είχαν τόσο καλή τύχη όπως εμείς. Εκείνος βέβαια δεν ξέρει ότι εμείς ακούμε και καταλαβαίνουμε. Οι άνθρωποι βλέπεις δεν το γνωρίζουν ότι καταλαβαίνουμε τη γλώσσα τους, επειδή εκείνοι δεν καταλαβαίνουν τη δική μας. Έτσι έχω μάθει πολλά πράγματα για τη ζωή, αλλά ξέρω πως έχω να μάθω ακόμα περισσότερα. Κι ίσως εσύ....»
«Εγώ τι;»
«Εσύ να μπορούσες να με μάθεις πολλά πράγματα. Έχεις ζήσει όλη σου τη ζωή εκεί έξω, σίγουρα έχεις πολλές εμπειρίες, θα έχουν ακούσει πολλά τ’αυτιά σου και θα έχουν δει πολλά τα μάτια σου».
«Ναι, δε λέω. Αλλά δεν έχω καμιά διάθεση να κάνω μαθήματα σε μικρούλες σαν εσένα. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να φύγω από δω μέσα!»
«Εντάξει, σύμφωνοι. Μέχρι τότε όμως γιατί να μην αξιοποιήσεις τον χρόνο σου; Κι εσύ θα περνάς πιο ευχάριστα και θα έχεις κάνει κι ένα καλό, να’χεις να λες στους φίλους σου όταν γυρίσεις στη λίμνη. Λοιπόν, τι λες;»
«Καλά, θα δούμε. Πήγαινε για ύπνο τώρα»
Η Λέλα του χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο, έστριψε με νάζι την όμορφη ουρά της κι απομακρύνθηκε.
Ο Μέμος έμεινε να την κοιτάζει με θαυμασμό. Τι καταφερτζού που ήταν! Και πολύ όμορφη... πόσο ωραία μιλούσε για την ηλικία της. Δεν έπρεπε όμως να σκέφτεται τέτοια τώρα! Αυτός είχε ένα σκοπό κι έπρεπε να μείνει προσυλωμένος σ’αυτόν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...


Μαρια Τζιριτα