Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

DNA


Παρόλο που βαριότανε τις ομιλίες, τις διαλέξεις και τέτοια, αυτή τη φορά δεν θα τη γλύτωνε: Ο καλύτερος φίλος του, ειδικευμένος σε θέματα προγεννητικής ψυχολογίας θα έκανε ανακοίνωση για τα αποτελέσματα σαράντα χρόνων έρευνάς του πάνω στο θέμα. Του είχε κρατήσει θέση στην πρώτη σειρά μαζί με τους επισήμους.
Στα πρώτα κι όλας λεπτά της ομιλίας, ένοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι του και με κόπο συγκράτησε τα δάκρυα που ένοιωσε να ανεβαίνουν στα μάτια του, καθώς άκουγε το φίλο του να λέει: «Η προγεννητική ψυχιατρική, αρχίζοντας από το 1960 με τη χρήση μιας ομάδας ψυχοτρόπων φαρμάκων και μέσα από συνεδρίες βαθειάς ψυχοθεραπείας, οδηγήθηκε σε ευρήματα σύμφωνα με τα οποία: σοβαρές ψυχικές διαταραχές – όπως η κατάθλιψη, η νεύρωση, η μανιοκατάθλιψη, οι ψυχοσωματικές αντιδράσεις – έχουν σχέση με δυσάρεστες συναισθηματικές συνθήκες στη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής, μεγάλου αριθμού ατόμων που παρουσιάζουν τέτοιου είδους ψυχικές ασθένειες…».
Ο νους του για δευτερόλεπτα έτρεξε στην κόρη του, τριανταπεντάρα πια, που την είχε μεγαλώσει μόνος του, καθώς η μητέρα της είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά τη γέννα. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και πάλι στην ομιλία.
«… Σύμφωνα με την τελική επεξεργασία του υλικού των συνεδριών οι ασθενείς αυτοί κατά την διάρκεια των συνεδριών αναβίωναν συναισθήματα που προκλήθηκαν από «ερεθίσματα – μηνύματα», εκπορευόμενα από το μητρικό σώμα κατά την ενδομήτρια ζωή τους, μητρικά ερεθίσματα συγκινησιακού χαρακτήρα που έθεταν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξή τους, την παρουσία τους μέσα στην μήτρα, δίνοντας ένα αίσθημα θανάτου ή μητρικά ερεθίσματα που αντιστρατεύονταν ακόμα και την ταυτότητα του φύλου τους. Εδώ μπορούμε να κάνουμε την υπόθεση ότι «στο στάδιο της σύλληψης, καθώς και των υπολοίπων 9 μηνών της κύησης αυτών των ασθενών, με κάποια άλλη διεργασία που πηγάζει από τη μητέρα και ειδικότερα με την έκλυση νευροπεπτιδίων ως αποτέλεσμα των συναισθημάτων της μητρός ως προς το κύημα, τροποποιείται εν δυνάμει το κυτταρικό περιεχόμενο και κάποια στιγμή στο μέλλον, υπό ειδικές συνθήκες, εκδηλώνονται όλες αυτές οι διαταραχές»; Μήπως και οι δύο διαταραχές οφείλονται σε μία κοινή αιτία, που είναι η μνήμη και η οποία έχει ξεκινήσει με τις απορρίψεις κατά την ενδομήτρια ζωή τους;…».
Τώρα πια ο νους του έφυγε μακριά κι άρχισε να βλέπει τη ζωή του σαν ταινία.
Λίγες εβδομάδες μετά το γάμο τους, η γυναίκα του έμεινε έγκυος. Ήταν στα εικοσιπέντε τους και οι δύο. Από την αρχή έκαναν σχέδια για το πώς θα το βγάλουν αν είναι αγόρι και πώς αν είναι κορίτσι – εκείνες τις εποχές δεν μπορούσες να ξέρεις το φύλλο του παιδιού πριν γεννηθεί – πού θα μπει το κρεβατάκι του, τι χρώμα ρουχαλάκια ν’ αρχίσουν να παίρνουν και τέτοια. Όμως, λίγο πριν κλείσει τον τρίτο μήνα το μωρό, έπαψε «να μεγαλώνει», έγινε διακοπή της εγκυμοσύνης, κι αναγκαστικά η γυναίκα του έκανε απόξεση για να καθαρίσει η μήτρα της από το νεκρό έμβρυο. Πριν περάσει, όμως, ένας χρόνος ξανάμεινε έγκυος. Πάλι ενθουσιασμός, πάλι σχέδια, αλλά και πάλι το ίδιο τέλος, εκεί γύρω στον τρίτο μήνα. Αυτή η ιστορία επαναλήφθηκε άλλες δύο φορές. Την πέμπτη φορά που έμεινε έγκυος, έξη μήνες μετά την πρώτη εγκυμοσύνη, αποφάσισαν να πάνε σε ένα ειδικό ορμονολόγο, που από την πρώτη στιγμή άρχισε μία ειδική ορμονική θεραπεία. Όταν στον τρίτο μήνα, τους ανήγγειλε με βεβαιότητα ότι αυτό το παιδί θα γεννιόταν, εκείνος πέταξε από τη χαρά του, ενώ η γυναίκα του που είχε τρομάξει από τις τέσσερις προηγούμενες φορές ήταν πιο διστακτική. Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη της τόσο πιο ανήσυχη έδειχνε, κάπνιζε συνέχεια, και κάποιες φορές πεταγόταν στον ύπνο της κι έλεγε να πάνε να κάνουν έκτρωση! Εκείνος της έδινε κουράγιο, μέχρι που τους τρεις τελευταίους μήνες ο γιατρός τής έδωσε ηρεμιστικά. Κι έφτασε η μέρα της γέννας. Η γυναίκα του μπήκε στο χειρουργείο στις 8 το πρωί και μέχρι τις δύο μεσημέρι δεν είχε γεννήσει, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε στην αίθουσα αναμονής ο γιατρός και τον φώναξε. «Λυπάμαι πολύ, αλλά θα πρέπει να διαλέξεις», του είπε, «γιατί υπάρχει περίπτωση να χάσουμε τη γυναίκα σου. Αλλιώς θα πρέπει να αποφασίσεις να μη ζήσει το παιδί». Τα ‘χασε. Όλη η ιστορία έμοιαζε με ένα κακό εφιάλτη. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Ήθελε τόσο πολύ αυτό το παιδί, αλλά… «Θέλω να ζήσει η γυναίκα μου», είπε μετά από λιγότερο από ένα λεπτό. «Εντάξει», είπε ο γιατρός και βγήκε από την πόρτα του χειρουργείου. Μισή ώρα αργότερα, άκουσε από τα μεγάφωνα το όνομά του και πέρασε κι αυτός την πόρτα του χειρουργείου, όπου εκεί τον περίμενε μια νοσοκόμα με ένα πλαστικό καροτσάκι που είχε μέσα ένα μωρό που κοιμόταν ήσυχο. «Κοριτσάκι», του είπε η νοσοκόμα, βγάζοντας ένα λευκό πανάκι που κάλυπτε το κάτω μέρος του σώματος του μωρού, κι ύστερα πιάνοντας από τους αστραγάλους τα δυο μικρά ποδαράκια, τα άνοιξε για να δει ο πατέρας από μόνος του το φύλλο της κόρης του. Η θέα αυτού του μέρους του γυναικείου σώματος που τόσο είχε ποθήσει στη ζωή του, τώρα του δημιουργούσε απίστευτα συναισθήματα τρυφερότητας, έτσι γυμνό, απροστάτευτο, ευαίσθητο και ευάλωτο που το είχε μπροστά του. Αυτό το συναίσθημα, μαζί με όσα ακολούθησαν τους επόμενους μήνες, για τούτο σημείο του γυναικείου σώματος, θα τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. Η νοσοκόμα ξανασκέπασε το μωρό και πήρε το καροτσάκι μέσα στο χειρουργείο, ενώ εμφανίστηκε ο γιατρός. «Η γυναίκα μου», τον ρώτησε εκείνος με αγωνία, «θα ζήσει»; «Ας ελπίσουμε ότι θα τα καταφέρει», απάντησε ο γιατρός αγκαλιάζοντάς τον από τον ώμο, «αλλά πολύ φοβάμαι… Επέμενε πολύ να το γεννήσει ζωντανό… Πήγαινε στο δωμάτιο, σε κάνα τέταρτο θα την φέρουν».
Λίγο αργότερα, καθόταν δίπλα της στο κρεβάτι και της χάιδευε το κεφάλι. «Είδες τι όμορφη που είναι;» του ψιθύρισε εκείνη με κόπο, μισανοίγοντας τα μάτια της. «Κούκλα», της απάντησε εκείνος, «κούκλα» και τα μάτια του βούρκωσαν. «Θέλω να σου πω κάτι», συνέχισε εκείνη με κλειστά μάτια, «αν δεν ζήσω, σου έχω αφήσει ένα γράμμα στο κουτί με τα κοσμήματα, που είναι στο κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας…». «Έλα, άσε τις μαλακίες και κοιμήσου τώρα», της είπε εκείνος χαϊδεύοντάς την.
Ύστερα από τρεις μέρες η γυναίκα του πέθανε. Την επόμενη μέρα, έφυγε από την κλινική μόνος του, με το μωρό στην αγκαλιά του και παρέα μία φίλη τους παιδίατρο. Εκείνη ήταν που του έδειξε πώς να πλένει και να καθαρίζει το μωρό, πώς να το αλλάζει, πώς να ετοιμάζει το γάλα του, πώς να το ταΐζει και διάφορα άλλα.

Από εκείνη την ημέρα, η ζωή του άλλαξε εντελώς. Καθώς δεν υπήρχε κανείς να τον βοηθήσει, άρχισε να κοιμάται στο δωμάτιο του μωρού, για να το ακούει και να το ταΐζει στις 2 και στις 6 το πρωί και να το καθαρίζει κάθε φορά που ήταν λερωμένο. Η καθημερινή επαφή με αυτό το σημείο του γυναικείου σώματος – και μάλιστα σε αυτή την κατάσταση που έπρεπε να καθαρίσει – ήρθε και βάθυνε όσα ένοιωσε την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε στο νοσοκομείο. Καθώς δεν υπήρχαν ούτε μάνα ούτε πεθερά για να τον βοηθήσουν, αναγκάστηκε να πάρει μια γυναίκα για να μένει όλη τη μέρα στο σπίτι με το μωρό. Όμως, δεν άφηνε ούτε αυτήν να δώσει γάλα στο μωρό με το μπιμπερό. Αυτό το έκανε πάντα εκείνος, κάθε τέσσερις ώρες στην αρχή και κάθε έξι μετά. Ακόμα και όταν ήταν στη δουλειά του, είχε πει το πρόβλημά του κι έφευγε για να πάει στην κόρη του. «Πας για να θηλάσεις πάλι;» του έκαναν πλάκα κάθε φορά που έβγαινε από το γραφείο του.
Τα χρόνια πέρασαν χωρίς να τα καταλάβει. Το μωρό έγινε κοριτσάκι που πήγαινε νηπιαγωγείο, δημοτικό… Τώρα πια δεν τη «θήλαζε», υπήρχε γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι και το φαΐ, αλλά εκείνος την κατέβαζε το πρωί στο σχολικό, την τάιζε τα βράδια, την έβαζε στο κρεβάτι και της έλεγε κάθε βράδυ ένα παραμύθι πριν κοιμηθεί. Τα καλοκαίρια, πηγαίνανε οι δυο τους διακοπές και της έμαθε να κολυμπάει, να κάνει ποδήλατο κι αργότερα να πηγαίνει στον κοντινό φούρνο για ψωμί ή στο περίπτερο για εφημερίδα.

Το χειμώνα, όταν το κοριτσάκι άρχισε να πηγαίνει σε πάρτι, ήταν υποχρεωμένος τα πρώτα χρόνια του νηπιαγωγείου και του Δημοτικού, να κάθεται μαζί της σε όλο το πάρτι. Ήταν ο μόνος πατέρας ανάμεσα στις μαμάδες που είχαν φέρει τα παιδιά τους. Εκεί ήταν που γνώρισε μια χωρισμένη κυρία, ερωτεύτηκαν κι αποφάσισαν να παντρευτούν. Η στιγμή που το ανήγγειλε στην κόρη του ήταν ζόρικη, γιατί εκείνη έβαλε τα κλάματα καθώς νόμισε ότι ο πατέρας της θα την άφηνε κι αυτός τρόμαξε να την πείσει ότι θα ήταν καλύτερα, αφού τώρα θα είχε και έναν αδελφό που θα μπορούσε να παίζει μαζί του. Το κοριτσάκι ήταν πια οχτώ χρονών.
Και ήρθε η μέρα της μετακόμισης, λίγες μέρες πριν γίνει ο γάμος. Όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε ξανακοιμηθεί στην κρεβατοκάμαρα που κοιμόντουσαν με τη γυναίκα του. Όταν η κόρη του έγινε τριών χρονών, της έδωσε εκείνης το δωμάτιο κι αυτός έκανε κρεβατοκάμαρά του το παιδικό δωμάτιο, φροντίζοντας να μην κοιμηθεί ποτέ στο ίδιο κρεβάτι με την κόρη του, ακόμα κι όταν εκείνη τον «εκβίαζε» με τα νάζια της ή με το κλάμα της. Όλα τα έπιπλά του και της κόρης του θα τα μετακόμιζαν στο μεγαλύτερο σπίτι που νοίκιασαν. Λίγες μέρες πριν, άρχισε να μαζεύει σε κούτες τα πράγματα. Κάποια στιγμή, ήρθε η ώρα να αδειάσει και το κομοδίνο της παλιάς του κρεβατοκάμαρας. Ήταν η πρώτη φορά μετά από οχτώ χρόνια, που άνοιγε τα συρτάρια του κομοδίνου. Εκεί ήταν και το κουτί με τα κοσμήματα της γυναίκας του που, πριν πεθάνει, του είχε πει ότι μέσα εκεί θα έβρισκε ένα γράμμα που του είχε γράψει. Σταμάτησε για λίγο κρατώντας το στα χέρια του συγκινημένος. Γύρισε μαλακά το μικρό κλειδάκι που ήταν πάνω στο κουτί και το άνοιξε. Μέσα, κάτω από τα κοσμήματα, ήταν ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα χωρίς φάκελο. Το άνοιξε και το διάβασε. «Δημήτρη. Έχω ένα κακό προαίσθημα ότι δεν πρόκειται να ζήσω μετά τη γέννα. Παιδεύτηκα πολύ πριν αποφασίσω να σου γράψω αυτό το γράμμα. Αλλά επειδή έτσι κι αλλιώς έχω αποφασίσει ότι, αν ζήσω, θα σου πω αυτό που θα διαβάσεις, κατέληξα να το κάνω. Πρώτ’ απ’ όλα θα ήθελα να σου πω, αφού θα διαβάσεις το γράμμα μόλις γυρίσεις σπίτι, ότι αν το μωρό είναι κοριτσάκι – όπως προαισθάνομαι – θα ήθελα να το βγάλεις Νίκη, επειδή κατάφερε να νικήσει όλα τα προβλήματα που είχα στις προηγούμενες εγκυμοσύνες και στη δική της και να γεννηθεί». Σταμάτησε για λίγο να διαβάζει το γράμμα και σκέφτηκε: «Τι περίεργο! Την έβγαλα Νίκη για τον ίδιο λόγο, χωρίς να έχω διαβάσει τότε το γράμμα. Ξανάρχισε να διαβάζει. «Εκείνο που θέλω να σου πω και που με βασάνισε στους εννιά μήνες της εγκυμοσύνης είναι ότι την ίδια μέρα που ύστερα από πολύ καιρό κάναμε οι δυο μας έρωτα κι έμεινα έγκυος, την ίδια μέρα το απόγευμα, είχα κάνει έρωτα για πρώτη φορά και με έναν άνθρωπο που είχα ερωτευτεί. Όταν έδειξε το τεστ ότι είμαι έγκυος μου ήρθε τρέλα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι κι αυτό δεν θα γεννηθεί όπως και τα προηγούμενα τέσσερα και ησύχασα. Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη και δεν έχανα το παιδί, τόσο έμπαινα στην κόλαση. Δεν ήξερα τι να κάνω: Να σου πω αυτό που είχε γίνει και να κάνω έκτρωση ή να το κρατήσω, αφού πιθανόν να ήταν και η τελευταία μου ευκαιρία να κάνω παιδί ύστερα από τόσες αποτυχίες; Τελικά το κράτησα και αποφάσισα ότι κάποια στιγμή θα στο πω. Τον τελευταίο μήνα κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι μπορεί και να μην ζήσω μετά τη γέννα κι έτσι αποφάσισα να σου αφήσω αυτό το γράμμα. Σ’ αγαπώ. Συγνώμη. Να είστε και οι δύο καλά».
Τελειώνοντας το γράμμα τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα. Για εκείνη. Που δεν έζησε να δει την κόρη της… Που πέρασε όλη αυτή την κόλαση μόνη της… Ώστε γι’ αυτό πεταγόταν τις νύχτες κι έλεγε να πάει να κάνει έκτρωση… Γι’ αυτό κάπνιζε σαν φουγάρο κι έπαιρνε στο τέλος ηρεμιστικά… Κι η Νίκη; Ίσως να μην είναι κόρη του… Χαμογέλασε… Ξαναδίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα όπως το είχε βρει και ήσυχα έσκισε το χαρτί σε πολλά μικρά κομματάκια και το πέταξε στο καλάθι με τα σκουπίδια. Ύστερα συνέχισε το πακετάρισμα.
Στα επόμενα χρόνια που πέρασαν αυτό το γράμμα θάφτηκε μέσα του. Η κόρη του μεγάλωνε μαζί με την καινούργια του οικογένεια. Ήταν ζόρικο κορίτσι. Με πολλά πάνω κάτω και έντονες αντιδράσεις. Στα δεκατρία έκανε μια απόπειρα αυτοκτονίας για ένα αγόρι. Στα δεκαέξι το έσκασε για μερικές μέρες από το σπίτι… Στα είκοσι δοκίμασε ναρκωτικά, αλλά βγήκε πολύ γρήγορα… Κάποια στιγμή δοκίμασε να κάνει ψυχανάλυση, αλλά γρήγορα της φάνηκε άχρηστο και το παράτησε. Άλλωστε ο πατέρας της ήταν πάντα εκεί γι’ αυτήν και του έλεγε τα πάντα. Σπούδασε γραφικές τέχνες κι έπιασε αμέσως δουλειά. Στα 22 παντρεύτηκε και στα 25 χώρισε, χωρίς να αφήσει ποτέ τον άντρα της να κάνουν παιδί. Στα 26 εξαφανίστηκε από τη δουλειά της και από τον πατέρα της, στέλνοντάς του μήνυμα, «Μη με ψάξεις. Θα σε πάρω εγώ. Η ψυχή μου είναι με σωληνάκια. Θα γίνω καλά». Ξαναγύρισε ύστερα από τρεις μήνες κι έδειχνε καλά. Άρχισε πάλι να δουλεύει. Πού και πού έκανε διάφορες εκρήξεις, αλλά έχοντας περάσει πια τα τριάντα έδειχνε να έχει κατασταλάξει. Το μόνο που δεν είχε αλλάξει ήταν η ένταση που ένοιωθε και τα μεγάλα πάνω και κάτω.
Καθώς σκεφτόταν αυτά, ο διπλανός του ανασηκώθηκε στο κάθισμά του και τον σκούντησε φέρνοντάς τον πίσω στην αίθουσα της ομιλίας του φίλου του. Δεν είχε καταλάβει πόση ώρα είχε πάψει να τον ακούει, αλλά η ομιλία έμοιαζε να πλησιάζει στο τέλος της και ξανάδωσε την προσοχή του σ’ αυτήν.
«…Κάτω από ορισμένες συνθήκες είναι δυνατόν για ένα άτομο να ανακληθούν από τη μνήμη του, επιθυμίες υπαρξιακού αφανισμού όπως αυτές είχαν μεταφερθεί από την εγκυμονούσα μητέρα του σε αυτό, όντας έμβρυο. Τέτοιες συνθήκες μπορεί να είναι η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου (εισπράττεται ως απόρριψη) στο οποίο το υποκείμενο είναι προσκολλημένο ή η συναισθηματική απόρριψη από έναν ερωτικό σύντροφο, η αποτυχία μιας εξέτασης, μια δημόσια προσβολή ή ακόμα μια παρατήρηση από τον δάσκαλο ή τον προϊστάμενο. Ένα τέτοιο απορριπτικό και φοβογόνο ερέθισμα όπως τα παραπάνω, περνώντας βαθύτερα μέσα στο νευρικό σύστημα του ατόμου, συντονίζεται με κάτι ανάλογο, κάτι γνώριμο, σε κυτταρικό επίπεδο και τότε αναδύεται αυτούσιος ο υπαρξιακός φόβος όπως τον βίωσε το άτομο ως έμβρυο, κυριαρχώντας ασυνείδητα σε όλα τα επίπεδα του ψυχισμού του, επηρεάζοντας την εσωτερική του ισορροπία, με αυτοκαταστροφική τάση και αυτοαπόρριψη ή διαταράσσοντας τις σχέσεις του με το εξωτερικό περιβάλλον με επιθετική ή και καταστροφική συμπεριφορά απέναντι σε ανθρώπους και οικοσύστημα. Κάτω από τέτοιες συνθήκες απόρριψης, λοιπόν, το κάθε κύτταρο ξαναζεί την ανάμνηση αφανισμού του όπως την δέχθηκε στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του, κάτι που διαταράσσει την εναρμόνιση του με το φυσικό περιβάλλον και τότε το επίπεδο συνείδησης όλων αυτών των ζωντανών κυττάρων του έμβιου συστήματος (κάτι που θα μπορούσαμε να το πούμε ψυχή) αποφασίζει την αποδέσμευσή του από την ύλη και κατ’ επέκταση από τον πόνο, αποζητώντας την λύτρωση. Με ποιο τρόπο όμως; Ίσως με αυτοκτονικές τάσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν υλοποίηση της επιθυμίας της «μήτρας-μητέρας», όταν ευχότανε το θάνατο του εμβρύου που κυοφορούσε δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για αξεπέραστο ψυχικό πόνο, ή με πιο χρόνιες διαδικασίες αυτοεξόντωσης, όταν το άτομο αδυνατεί να ξεπεράσει το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, καταφεύγοντας, λόγου χάρη στο αλκοόλ ή στην υπερβολική ταχύτητα ώσπου να πέσει πάνω σε κάποιο εμπόδιο ή τον πιο αργό θάνατο, κάνοντας χρήση ναρκωτικών ή με την εκδήλωση κάποιας αυτοάνοσης ασθένειας…».
Όλα αυτά που άκουγε, ταίριαζαν με την περίπτωση της κόρης του. Οι τελευταίες φράσεις τον έπεισαν. Τώρα πια είχε πάρει την απόφασή του. Θα μιλούσε στην κόρη του για το γράμμα της μάνας της και θα της έδινε την ομιλία του φίλου, πιστεύοντας ότι έτσι τη βοηθούσε να γνωρίσει τον εαυτό της καλύτερα. Ίσως έτσι να ξεμπέρδευε μια για πάντα με τα διάφορα ψυχολογικά της προβλήματα. Η ομιλία του φίλου του έφτασε στο τέλος της.
«Η κάθε υποψήφια μητέρα θα πρέπει να ενημερώνεται από το γυναικολόγο της ή από κοινωνικό λειτουργό, που θα έχουν εκπαιδευτεί στην προγεννητική, για την τεράστια ευθύνη που φέρνει απέναντι στο κύημά της, απέναντι σε ένα ανθρώπινο ον που κάποια στιγμή στο μέλλον θα ενταχθεί στην κοινωνία μας και αλίμονο εάν μέσα του κουβαλάει την αίσθηση του υπαρξιακού θανάτου διότι δύο τινά θα συμβούν: ή θα κινηθεί αυτοκαταστροφικά με τάσεις αυτοκτονίας, με χρήση ναρκωτικών -αναζητώντας έτσι λίγη γαλήνη από αυτή που δεν του προσφέρθηκε από την μητέρα τότε που θα έπρεπε να είχε προσφερθεί- ή με την εκδήλωση κάποιας ασθένειας, υπακούοντας στην τότε επιθυμία της μάνας να το εξοντώσει μέσα στην μήτρα της· ή, το δεύτερο, θα σπείρει τον θάνατο γύρω του (π.χ. χουλιγκανισμός) εκδικούμενο για τον πόνο που ένοιωσε στο παρελθόν και από τον οποίο δεν απαλλάχθηκε ποτέ, εφόσον δεν κατάφερε να επιλύσει τα προβλήματά του».
Όταν άδειασε η αίθουσα, πλησίασε το φίλο του και του ζήτησε το κείμενο της ομιλίας του. «Τι το θέλεις», τον ρώτησε εκείνος. «Για να το δώσω στην κόρη μου. Σου έχω πει την ιστορία με τη μάνα της…». Ο φίλος του τον αγκάλιασε από τον ώμο και του είπε: «Γι΄αυτό επέμενα να έρθεις σήμερα. Θα σου στείλω το κείμενο με e-mail».
Το ίδιο μεσημέρι πήρε την κόρη του τηλέφωνο. «Θέλω να τα πούμε το βράδυ, μωρό μου», της είπε, «έχεις να κάνεις τίποτε»;. «Όχι. Να τα πούμε, μπαμπά. Σαν πολύ σοβαρό σ’ ακούω. Τι τρέχει»; «Θα σου πω το βράδυ», της είπε εκείνος. «Θα πάμε για κεφτεδάκια στο ταβερνάκι της γειτονιάς σου», τον ρώτησε. Ήταν ένα μικρό ταβερνάκι κοντά στο σπίτι του, ένα από τα λίγα που είχαν απομείνει στην Αθήνα, έτσι όπως ήταν παλιά. «Όχι», της είπε, «καλύτερα να είμαστε στο σπίτι». «Εντάξει, μπαμπά, κατά τις οχτώ».
Παρακάλεσε τη γυναίκα του να τον αφήσει το βράδυ μόνο στο σπίτι κι έτσι κάθισαν με την κόρη του στο σαλόνι. «Τι ήθελες να μου πεις, λοιπόν» τον ρώτησε εκείνη.
Της έδωσε την ομιλία που την είχε τυπώσει. «Διάβασε», της είπε, «κι εγώ πάω να φτιάξω κάτι να τσιμπήσουμε». Σηκώθηκε και την άφησε μόνη. Ύστερα από κανένα τέταρτο γύρισε κουβαλώντας σ’ ένα δίσκο δυο μεγάλες σαλάτες που είχε φτιάξει, φρυγανισμένο ψωμί και κόκκινο κρασί.
«Γιατί μου το ‘δωσες να το διαβάσω αυτό», τον ρώτησε η κόρη του.
Και τότε της διηγήθηκε όλη την ιστορία με το γράμμα και την εγκυμοσύνη της μάνας της. Όταν τέλειωσε, τα μάτια και των δυο είχαν βουρκώσει. Εκείνη τον αγκάλιασε κι έμεινε για λίγο ακουμπισμένη στον ώμο του. Ύστερα, τραβήχτηκε και τον κοίταξε στα μάτια. «Και δεν έκανες εξέταση αίματος δική σου και δική μου για να δεις αν είμαι κόρη σου»; «Όχι», απάντησε εκείνος. «Γιατί; Δεν είχες περιέργεια», επέμενε εκείνη. «Καμία απολύτως», της απάντησε κουνώντας το κεφάλι του και χαμογελώντας αδιόρατα. Τα μάτια της νεαρής γυναίκας γυάλισαν σκανταλιάρικα. «Τότε, μπαμπά, δεν υπήρχε εξέταση DNA, ε»; «Όχι», της απάντησε, «γιατί ρωτάς»; Τώρα η νέα γυναίκα είχε πάρει ένα παιδιάστικο πονηρό ύφος. «Πάμε να κάνουμε την εξέταση μπαμπά»; «Τι χαζομάρες είναι αυτές», της είπε εκείνος ενοχλημένος. «Έλα μπαμπάκα μου…», συνέχισε εκείνη με ένα ναζιάρικο ύφος, όπως όταν ήταν μικρό κοριτσάκι και του κλαιγόταν να της πάρει κάποιο παιχνίδι. «Σε παρακαλώ μπαμπακούλη μου, μη μου λες όχι… θα πεθάνω από την περιέργειά μου…», επέμενε κι έριξε το κεφάλι της, όπως όταν ήταν μικρή, πάνω στην κοιλιά του. Κι εκείνος, ασυνείδητα της χάιδεψε τα μαλλιά όπως έκανε τότε. Κι όπως και τότε δεν μπορούσε να της αρνηθεί τίποτα, έτσι και τώρα μετά από λίγο, οι αντιρρήσεις του εξαφανίστηκαν. Της είπε ότι θα πάρει τηλέφωνο το φίλο του που είχε κάνει την ομιλία για να του βρει εργαστήριο, αλλά εκείνη τον σταμάτησε. «Όχι, μπαμπά. Δεν θα το πούμε σε κανένα. Αυτό θα είναι το μυστικό μας για πάντα». Σηκώθηκε και τον τράβηξε στο μικρό γραφείο του, που είχε στο σπίτι. Πήγε στο ανοιχτό κομπιούτερ, μπήκε στο Google κι έγραψε: «Τεστ πατρότητας DNA». «Πω, πω…» έκαναν κι οι δύο ταυτόχρονα, βλέποντας τα αποτελέσματα της αναζήτησης.
Κρυφά από όλους, την άλλη μέρα πρωί πρωί, πήγαν μαζί στο εργαστήριο που είχαν διαλέξει. Τους πήραν το δείγμα από τη βλεννογόνο του στόματος που χρειαζόταν, κι εκείνος πλήρωσε και παρακάλεσε να πάρει τα αποτελέσματα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Συμφωνήθηκε να πάνε την άλλη μέρα το μεσημέρι. Έφυγαν από το εργαστήριο με ένα περίεργο σφίξιμο στο στομάχι. Την πήγε με το αυτοκίνητό του σπίτι της και σ’ όλο το δρόμο δεν είπαν λέξη. Την ώρα που κατέβαινε η κόρη του από το αυτοκίνητο, τη ρώτησε: «Να ‘ρθω αύριο να σε πάρω να πάμε μαζί»; «Όχι, θα βρεθούμε εκεί», του είπε και μπήκε σπίτι της.
Οι επόμενες τριάντα ώρες ήταν βασανιστικές και για τους δύο. Αυτός είχε μετανιώσει που δέχτηκε να κάνει το τεστ κι εκείνη είχε πέσει σε βαθιά μελαγχολία. Αυτός δεν πήγε στο γραφείο του και κατέβηκε στη θάλασσα, κι εκείνη έμεινε κλεισμένη στο σπίτι της κοιτάζοντας τις φωτογραφίες της μάνας της, που της είχε χαρίσει ο πατέρας της. Ο πατέρας της;…
Συναντήθηκαν το άλλο μεσημέρι έξω από το εργαστήριο και μπήκαν μαζί μέσα. Δεν περίμεναν πολύ στο μικρό σαλόνι. Ο γιατρός που είχε αναλάβει τη δική τους εξέταση, ήρθε και τους έδωσε ένα κλειστό φάκελο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και χωρίς να χρειαστεί να πουν τίποτα, συμφώνησαν σιωπηλά να μην ανοίξουν το φάκελο εκεί μέσα. Μόλις βγήκαν έξω, εκεί στο πεζοδρόμιο μπροστά στο εργαστήριο, εκείνος άνοιξε το φάκελο κι έβγαλε το χαρτί με τη διάγνωση. Το κοίταξαν και δύο μαζί. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Δεν ήταν, λοιπόν, κόρη του. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα που έμοιαζαν αιώνες, έχοντας και οι δύο μια αίσθηση ότι η γη είχε σταματήσει να γυρίζει. Ύστερα κοιτάχτηκαν. Τα μάτια τους ήταν πλημυρισμένα από δάκρυα και από μια αγάπη απέραντη του ενός για τον άλλον, που έβγαινε μέσα από τα βάθη της ύπαρξής τους. Κι ύστερα χαμογέλασαν με μια τεράστια τρυφερότητα και γλύκα. Πρώτη μίλησε εκείνη: «Πάμε για κεφτεδάκια τώρα, μπαμπά»; «Πάμε μωράκι μου», της είπε, καθώς εκείνη πέρναγε το χέρι της γύρω από τη μέση του, κι εκείνος το δικό του πάνω από τους ώμους της, ενώ με το ελεύθερο χέρι του, τσαλάκωνε το φάκελο και το χαρτί της εξέτασης, μέχρι που τα έκανε και τα δύο ένα μικρό μπαλάκι και σημαδεύοντας τον κάδο με τα σκουπίδια που ήταν στην άκρη του δρόμου, το πέταξε – σχεδόν παιχνιδιάρικα – προς τα ‘κεί βρίσκοντας κατ’ ευθείαν το στόχο του. Κι ύστερα, αγκαλιασμένοι οι δυο τους σφιχτά, έτσι όπως δεν είχαν αγκαλιαστεί ποτέ πριν, προχώρησαν προς το αυτοκίνητό του, για να πάνε στο ταβερνάκι της γειτονιάς του για κεφτεδάκια.

Νικος Πιλαβιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου