Σάββατο 6 Ιουνίου 2009

Η Λιάνα Παπάκη

Εκεί που καθόμουν προχθές μπροστά στο κομπιούτερ μου για να απαντήσω στα e-mails μου, μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι σαν κάποιο παιδάκι να μιξοκλαίει. Κοίταξα γύρω μου και δεν ήταν κανείς. Πρόσεξα καλύτερα και τότε κατάλαβα ότι αυτός ο ήχος ερχόταν από το κομπιούτερ μου και μάλιστα από κάποιο e-mail! Μεγάλωσα όλα τα γράμματα και πρόσεξα ότι το κλάμα ερχόταν από μία διεύθυνση. Έσκυψα πιο πολύ και μου φάνηκε ότι είδα να πέφτουν δάκρυα από ένα @ παπάκι, ή αλλιώς το «ΑΤ» που λέμε και υπάρχει σε όλες τις διευθύνσεις e-mail! «Απίστευτο», μουρμούρισα.
«Ααααχ»… Αναστέναξε το «παπάκι».
«Καλά, θα τρελαθώ! Αυτό το “παπάκι” αναστενάζει!»
«Δεν είμαι τέτοιο παπάκι που νομίζεις, είμαι κανονικό παπάκι».
«Α, γι’ αυτό μπορούμε και μιλάμε. Κατά βάθος είσαι ζώο, κι όχι σύμβολο κομπιούτερ. Και τι θες εδώ», το ρωτάω.
«Κι εσύ πώς γίνεται και μιλάς μαζί μου», με ρωτάει.
«Έχω ένα μαγικό γιλέκο, που μου το έκανε δώρο μια νεράιδα, κι όταν το φοράω, μιλάω με τα ζώα, με τα φυτά και τα πράγματα, και με λένε Παραμυθά, αλλά πρώτη φορά μιλάω με μια διεύθυνση e-mail»!
«Δεν είμαι διεύθυνση e-mail, είμαι το παπάκι της διεύθυνσης».
«Και πώς βρέθηκες εδώ»;
«Αααχ…», αναστέναξε το παπάκι, «εμένα που με βλέπεις, ήμουν ένα πραγματικό παπάκι, που ζούσα δίπλα σε μια λίμνη μαζί με την οικογένειά μου. Το όνομά μου είναι Λιάνα.»
«Τι μου λες», είπα έκπληκτος. «Είσαι και κορίτσι, δηλαδή! Η Λιάνα το παπάκι. Και τι συνέβη κι έγινες παπάκι σε διεύθυνση e-mail»;
«Να, πριν λίγο καιρό, ήρθε μια μάγισσα δίπλα στη λίμνη μας κι έγραφε στο κομπιούτερ της. Τότε δεν ήξερα ακόμα τι είναι κομπιούτερ, κι όπως είχε το κομπιούτερ της στα γόνατά της, εγώ πήδηξα εκεί και το κουτσούλισα».
«Ωχ», είπα εγώ, καθώς φαντάστηκα τι θα έγινε μετά.

«Και μόλις το έκανα αυτό, η μάγισσα θύμωσε πάρα πολύ και μου ‘πε: “Για να τιμωρηθείς γι’ αυτό που τόλμησες να κάνεις, θα σε κάνω από αληθινό παπάκι, παπάκι σε διεύθυνση e-mail και θα μείνεις για πάντα φυλακισμένη μέσα κομπιούτερ.”. και μόλις το είπε, μου έδωσε μια με το μαγικό της ραβδί στο κεφάλι μου κι έγινα παπάκι σε διεύθυνση e-mail. Έτσι από τότε, με στέλνουν μια από ‘δω και μια από ‘κει. Και δεν ξαναείδα από τότε τη μαμά μου, τον μπαμπά μου και τ’ αδέλφια μου…» είπε το παπάκι της διεύθυνσης e-mail που ήταν αληθινό παπάκι.
«Μη σε νοιάζει», λέω στο παπάκι, «τελειώσανε τα βάσανά σου». Και παίρνοντας το laptop μου, έτσι όπως ήταν ανοιχτό, στα χέρια μου, έφυγα πετώντας για το σπίτι της φίλης μου μάγισσας Κλοκλό.
«Τι έπαθες, καλέ Παραμυθά», μου λέει η Κλοκλό μόλις προσγειώθηκα στο σπίτι της. «Δουλεύεις το κομπιούτερ σου και πετώντας;»
«Όχι, Κλοκλό μου», της απαντάω, «θέλω τη βοήθειά σου για ένα παπάκι που μια μάγισσα το έκανε παπάκι διεύθυνσης e-mail».
Μόλις άκουσε την ιστορία η Κλοκλό, κούνησε το κεφάλι της και είπε: «Μμμ… Η μάγισσα Ντιλίτ! Μόνο αυτή κυκλοφορεί με laptop, και κάνει τέτοια πράγματα». Κι αμέσως μου πήρε το κομπιούτερ μου από τα χέρια, το έβαλε στα γόνατά της και είπε: «Χτύπα, χτύπα τα φτερά παπάκι, κι έβγα έξω στο καπάκι». Και μόλις το είπε αυτό, έδωσε μια κι έκλεισε με δύναμη το καπάκι του laptop μου που ήταν ανοιχτό. Και τότεεε… «τσουπ», εμφανίστηκε πάνω στο καπάκι ένα αληθινό παπάκι, που χτυπούσε τα μικρά φτερά του χαρούμενο!



Μόνο που είχε κάτι παράξενο: ήταν μπλε! «Ίσως έγινε μπλε από τον πολύ καιρό που έμεινε μέσα στο ιντερνέτ», σκέφτηκα και το ρώτησα: «Εσύ είσαι η Λιάνα το παπάκι»;
«Εγώ… εγώ…», μου απάντησε εκείνο χαρούμενο. «Δεν είμαι πια παπάκι σε διεύθυνση e-mail, αλλά αληθινό παπάκι».
«Και γιατί είσαι μπλε», το ρώτησα.
«Δεν ξέρω, έτσι γεννήθηκα».
«Καλά, έλα, τώρα», είπα, «πρέπει να σε πάω στη μαμά σου». Κι αφού ευχαρίστησα την Κλοκλό, φύγαμε πετώντας με το παπάκι για τη λίμνη που μου είπε ότι ζούσε η οικογένειά της.
Σε λίγο είμαστε στη λίμνη, κι όλη η οικογένεια έτρεξε ν’ αγκαλιάσει την Λιάνα το παπάκι. Όταν πέρασε η πρώτη συγκίνηση, πρόσεξα ότι τα αδελφάκια της Λιάνας ήταν άσπρα κι όχι μπλε όπως αυτή! Έτσι πλησίασα την κυρά πάπια και ρώτησα. «Πώς γίνεται κυρά πάπια και η Λιάνα είναι μπλε, ενώ όλα τα άλλα παιδιά σου είναι άσπρα»;
«Αχ, Παραμυθά», μου λέει εκείνη, «η Λιάνα δεν είναι παιδί μου. Εμφανίστηκε πριν λίγο καιρό από το πουθενά, εδώ δίπλα στο ποτάμι, κι έτσι όπως ήταν πεινασμένη κι έτρεμε από το κρύο, την πήρα μαζί με τα άλλα παιδιά μου κι εκείνα την αγάπησαν».
«Και δεν σου είπε, κυρά πάπια, από πού ήρθε και ποιοι είναι οι γονείς της», ρώτησα.
«Όχι», μου απάντησε η μαμά πάπια. «Όσες φορές κι αν την ρώτησα, δεν θυμάται τίποτα. Μόνο ότι την λένε Λιάνα».
Και τότε μια ιδέα μου πέρασε από το νου κι αν δεν την πραγματοποιούσα θα ‘σκαγα. Άλλωστε, όταν αρχίζει κανείς κάτι πρέπει να το πηγαίνει ως το τέλος. Έτσι, πήρα την άδεια από την κυρά πάπια και ξαναπετάξαμε μαζί με την Λιάνα το παπάκι, πίσω στη φίλη μου τη μάγισσα Κλοκλό.
«Τι έγινε πάλι Παραμυθά κι έφερες το παπάκι πίσω», με ρώτησε μόλις προσγειώθηκα μπροστά της κι εγώ της είπα:
«Κλοκλό μου, συμβαίνει κάτι παράξενο. Το παπάκι όπως βλέπεις είναι μπλε και δεν το γέννησε η κυρά πάπια που τη νομίζει μαμά του. Εμφανίστηκε στη λίμνη ξαφνικά από το πουθενά, κι όταν το ρωτήσανε από πού ήρθε δεν θυμόταν τίποτα. Μόνο ότι την λένε Λιάνα. Δεν κοιτάς στη μαγική κρυστάλλινη σφαίρα σου, να δούμε από πού μας ήρθε»;
Κι η Κλοκλό, ξεσκέπασε τη μαγική κρυστάλλινη σφαίρα της που ήταν πάνω στο τραπέζι, ψιθύρισε τα μαγικά της λόγια και σε λίγο στη μαγική κρυστάλλινη σφαίρα, εμφανίστηκε ένα κοριτσάκι κι αμέσως μετά δίπλα του μια κακάσχημη μάγισσα που του έκανε μάγια. Ύστερα η εικόνα έγινε θολή κι εξαφανίστηκε.
«Πω, πω…», έκανε η Κλοκλό. «Το παπάκι δεν είναι παπάκι. Είναι κοριτσάκι που μια κακιά μάγισσα, το έκανε παπάκι».
Γύρισα και κοίταξα τη Λιάνα το παπάκι. «Βρε Λιάνα μου», της είπα, «από τη μια μάγισσα πέφτεις στην άλλη. Έχεις μαγισσομαγνήτη»!
Κι αμέσως η Κλοκλό, έβαλε τη Λιάνα το παπάκι πάνω στο τραπέζι, πήρε το μαγικό ραβδί της, το ακούμπησε απαλά στο κεφάλι της Λιάνας και μουρμούρισε κάτι μαγικά λόγια. Και τότε… μπροστά μας εμφανίστηκε ένα πανέμορφο κοριτσάκι γύρω στα δώδεκα, με μεγάλα μπλε μάτια!
«Α, γι’ αυτό ήταν μπλε το παπάκι, πήρε το χρώμα από τα μάτια του κοριτσιού», μουρμούρισα.
Το κοριτσάκι κοιτούσε σαν χαμένο γύρω του.
«Πού είμαι; Πώς βρέθηκα εδώ», ρώτησε.
«Δεν θυμάσαι τι έχει γίνει» της λέω εγώ.
«Όχι, έπαιζα στην αυλή του σπιτιού μου και ξαφνικά βρέθηκα εδώ»!
«Πώς σε λένε, μωρό μου», τη ρώτησα.
«Λιάνα Παπάκη», μου λέει.
«Όχι, δεν είσαι πια παπάκι», της λέω, «είσαι κοριτσάκι».
«Το ξέρω», μου απαντάει εκείνο, «έτσι με λένε».
«Ε!…» έκανα εγώ σαν χαμένος. «Και τη μαμά σου και τον μπαμπά σου πώς τους λένε, τη ρώτησα.
«Μιχάλη Παπάκη και Χριστίνα Παπάκη», μου απάντησε το κοριτσάκι.
«Δηλαδή από πού είσαι», τη ρώτησα.
«Από την Κρήτη».
«Αααα…», άνοιξα δυο πήχες το στόμα μου! «Δηλαδή είσαι Κρητικιά και δεν είσαι παπάκι, αλλά Παπάκη, με ήτα».
«Ε, ναι…» μου είπε εκείνη και με κοίταξε με ένα βλέμμα σαν να μου έλεγε, «χαζός είσαι;»
Να μην σας τα πολυλογώ, καταλάβαμε ότι κοριτσάκι το έκανε για κάποιο άγνωστο λόγο η μάγισσα παπάκι, από το επίθετό της. Κι αφού η Λιάνα μας εξήγησε από ποιο χωριό της Κρήτης ήταν, την πήρα και την πήγα πετώντας εκεί, στο σπίτι της. Οι γονείς της που ήταν είχαν, όπως μου είπαν, για κανένα χρόνο χαμένη έκαναν σαν τρελοί από τη χαρά τους και μια φίλαγα κι αγκάλιαζαν τη Λιάνα και μια εμένα. Και το τι γιορτή έγινε δεν περιγράφεται. Τι πεντοζάλη, τι ρακές, τι μπαλοθιές, τι τρομερά φαγητά, πέσανε δεν περιγράφεται. Τρομερό γλέντι! Και γύρισα πίσω πετώντας την ώρα που ανέτελλε ο ήλιος…



Μμμ… Σας βλέπω να χαμογελάτε πονηρά και να σκέφτεστε ότι σας είπα κάποιο παραμύθι και πού τα βρίσκω όλα αυτά, ε; Χα! Αφού σας έχω πει ότι σας λέω τις περιπέτειές μου, γιατί δε με πιστεύετε; Για πηγαίνετε ΕΔΩ με ένα κλικ, και κοιτάξτε το «ΠΙ» στον τηλεφωνικό κατάλογο της Κρητηνίας. Κι αν δεν σας φτάνει αυτό, γράψτε «Παπάκης» στο Google και θα βρείτε: και Ντίνος Παπάκης, και Δημήτρης Παπάκης, και Νίκος Παπάκης και μέχρι ποδοσφαιριστή Παπάκη στην Αθλητική Ένωση Πολυκάστρου , για να μην πω ότι θα βρείτε και Πάνο Παπάκη, στο Face Book!
Αυτά, για να μάθετε να με πιστεύετε ότι σας λέω τις περιπέτειές μου κι όχι παραμύθια.

Πιλάβιος Νίκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου