Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

The Doors - Roadhouse Blues


Ah keep your eyes on the road,
Your hands upon the wheel.
Keep your eyes on the road
Your hands upon the wheel.
Yeah, we're going to the roadhouse,
Gonna have a real good-time.

Yeah, the back of the roadhouse,
They've got some bungalows.
Yeah, the back of the roadhouse,
They've got some bungalows.

They dance for the people
Who like to go down slow.

Let it roll, baby, roll.
Let it roll, baby, roll.
Let it roll, baby, roll.
Let it roll, all night long.

Do it, Robby, Do it!

You gotta roll, roll, roll,
You gotta thrill my soul, alright.
Roll, roll, roll, roll-a
Thrill my soul.

*improv*
Passionate Lady.
Passionate Lady.
Give up your vows.
Give up your vows.
Save our city.
Save our city.
Ah, right now.

Well, I woke up this morning
And I got myself a beer.
Well, I woke up this morning
And I got myself a beer.

The future's uncertain
And the end is always near.

Let it roll, baby, roll.
Let it roll, baby, roll.
Let it roll, baby, roll.
Let it roll, all night long.
************************************
Roadhouse Blues by The Doors
Album: Morrison Hotel Released: 1970


When Jim Morrison got drunk, he liked to sing Blues numbers at their jam sessions. They jammed on a lot of Blues numbers, and came up with this at one of the sessions.

Jim Morrison came up with the line about keeping your "Eyes on the road, your hands up on the wheel" after riding with his girlfriend, Pamela Courson, to a cottage they owned outside Los Angeles. She was driving erratically.

John Sebastian from the Lovin' Spoonful played harmonica. He is identified on the album as "G. Puglese" because he was afraid to be identified with The Doors in light of Morrison's arrest in Miami.

Guitar great Lonnie Mack played bass. The Doors usually did not use a bass player

This was the first song on Morrison Hotel. The album was a return The Doors' earlier style. On their previous album, The Soft Parade, they used a lot of strings and horns. Morrison didn't do much on that album because he was drunk for most of it and had nothing to do while all the instrumentation was being worked out. Before The Doors had a record deal, they played many Blues songs in their long club shows.

This has been called "the ultimate bar song," and it continues to be played by bar bands everywhere.

http://www.songfacts.com/detail.php?id=261

Ποτε την Κυριακή (1960)



Η Μελίνα Μερκούρη στο ζενίθ της καριέρας της υποδύεται τη φλογερή Ίλια, κυρία της νύχτας. Μια γυναίκα ερωτευμένη με τη ζωή, που ζει την κάθε της στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Ένα ατίθασο άτι που δεν μπορεί να αποκτήσει κανείς για πολύ. Όλοι στο παραδεισένιο της λιμάνι τη λατρεύουν. Όμως όταν ο Όμηρος, ένας πουριτανός διανοούμενος Αμερικανός, φτάνει στην πόλη και προσπαθεί να την αναμορφώσει...

Όσκαρ τραγουδιού στον Μάνο Χατζιδάκι για τα «Παιδιά του Πειραιά», βραβείο ερμηνείας στην Μελίνα Μερκούρη στο Φεστιβάλ Καννών.

Παραγωγή: Ελληνική (1960)
Σκηνοθεσία: Ζιλ Ντασέν
Πρωταγωνιστούν: Γιώργος Φούντας, Δέσπω Διαμαντίδου, Ζιλ Ντασέν, Μελίνα Μερκούρη, Τίτος Βανδής

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Κυρ 26 Ιουλίου. Δείκτης επικινδυνότητας 4

Οι Έλληνες Διασώστες όπως και τα προηγούμενα χρόνια, συνδράμουμε στις διαδικασίες δασοπροστασίας στην περιοχή που μας έχει ανατεθεί, όταν ο δείκτης επικινδυνότητας είναι ίσος και μεγαλύτερος του 3.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

H Φιλία του COELHO

Ο COELHO μας περιγράφει μέσα απο μια ευχάριστη ιστοριουλα την έννοια της φιλίας...

Ένας άντρας, το άλογο και ο σκύλος του περπατούσαν σε έναν δάσος.
Καθώς περνούσαν κάτω από ένα τεράστιο δέντρο έπεσε ένας κεραυνός και τους έκανε και τους τρεις στάχτη.
Όμως ο άντρας δεν κατάλαβε ότι είχε εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο, και συνέχισε την πορεία του με τα δυο του ζώα (κάποιες φορές περνάει κάποιος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσουν οι νεκροί την καινούρια τους κατάσταση ...
Ο δρόμος ήταν πολύ μακρύς και ανέβαιναν σε ένα λόφο. Ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός κι αυτοί ίδρωναν και διψούσαν.
Σε μια στροφή του δρόμου είδαν μία πανέμορφη μαρμάρινη πύλη που οδηγούσε σε μια πλατεία στρωμένη με πλάκες από χρυσάφι.
Ο διαβάτης μας κατευθύνθηκε προς τον άνθρωπο που φύλαγε την είσοδο και είχε μαζί του τον εξής διάλογο:
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, απάντησε ο φύλακας
- Πώς λέγεται αυτό το τόσο όμορφο μέρος;
- Αυτός είναι ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Τι καλά που φτάσαμε στον Παράδεισο, γιατί διψάμε!
- Μπορείτε Κύριε να μπείτε και να πιείτε όσο νερό θέλετε, και ο φύλακας του έδειξε την πηγή.
- Και το άλογο και ο σκύλος μου διψούν επίσης ...
- Λυπάμαι πολύ, είπε ο φύλακας, αλλά εδώ απαγορεύεται η είσοδος στα ζώα.

Ο άντρας αρνήθηκε με μεγάλη δυσκολία, μιας και διψούσε πολύ, αλλά δεν ήθελε να πιει μόνο αυτός.
Ευχαρίστησε τον φύλακα και συνέχισε την πορεία του.
Αφού περπάτησαν για αρκετή ώρα στην ανηφοριά, εξαντλημένοι πλέον και οι τρεις, έφτασαν σε ένα άλλο μέρος, η είσοδος του οποίου ξεχώριζε από μια παλιά πόρτα που οδηγούσε σε έναν χωματόδρομο περικυκλωμένο από δέντρα...
Στη σκιά ενός δέντρου καθόταν ένας άντρας, και είχε το κεφάλι του σκεπασμένο με ένα καπέλο. Μάλλον κοιμόταν.
- Καλημέρα, είπε ο διαβάτης.
Ο άντρας έγνεψε σε απάντηση με το κεφάλι του.
- Διψάμε πολύ, το άλογό μου, ο σκύλος μου κι εγώ.
- Υπάρχει μια πηγή ανάμεσα σε εκείνα τα βράχια, είπε ο άντρας, δείχνοντας το μέρος. Μπορείτε να πιείτε όσο νερό θέλετε.
Ο άνθρωπος, το άλογο και ο σκύλος πήγαν στην πηγή και κατεύνασαν τη δίψα τους.
Ο διαβάτης γύρισε πίσω να ευχαριστήσει τον άντρα.
- Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε, του απάντησε εκείνος.
- Επί τη ευκαιρία, πώς ονομάζεται αυτό το μέρος; ρώτησε ο άντρας.
- ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
- Ο Παράδεισος; Μα, ο φύλακας της μαρμάρινης εισόδου μου είπε ότι εκείνο ήταν ο Παράδεισος!
- Εκείνο δεν ήταν ο Παράδεισος. Ήταν η Κόλαση, απάντησε ο φύλακας.Ο διαβάτης έμεινε σαστισμένος.
- Θα έπρεπε να τους απαγορεύσετε να χρησιμοποιούν το όνομά σας! Αυτή η λάθος πληροφορία μπορεί να προκαλέσει μεγάλο μπέρδεμα, είπε ο διαβάτης.
- Σε καμία περίπτωση! αντέτεινε ο άντρας. Στην πραγματικότητα, μας κάνουν μεγάλη χάρη, διότι εκεί παραμένουν όλοι όσοι είναι ικανοί να εγκαταλείψουν τους καλύτερούς τους φίλους ...!

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2009

"Πρώτες Βοήθειες. ΚαρδιοΠνευμονική Αναζωογόνηση -Καταπληξία-Αιμοραγια"

Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος 2009 μας παρουσιάστηκε η θεματική ενότητα: "Πρώτες Βοήθειες. ΚαρδιοΠνευμονική Αναζωογόνηση -Καταπληξία-Αιμοραγια"
H συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Κ1-13 του Καυτανζογλείου Εθνικού σταδίου.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

The Missing Piece Meets the Big O - Shel Silverstein




The Missing Piece Meets the Big O by Shel Silverstein

The Gathering - Strange Machines


THE GATHERING LYRICS - Strange Machines (1995)
It has always been in the back of my mind
Dreaming about going through corners of time
I always wanted to fly in strange machines

I wanna do centuries in a lifetime
And feel it with my hands
Touch world war II and Cleopatra
flying...

Could it be that my dream would come true
Building a machine that would actually do
What I want to do

Russian revolution, let's do it in one day
Beethoven and Gershwin I think that would be OK
More than anything I wanna fly in strange machines

I wanna do centuries in a lifetime
And feel it with my eyes
Watch Jesus rise. If he ever did
Flying...

I wanna do centuries in a lifetime
And feel it with my hands
Touch renaissance and Shaka Khan
Flying...

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Δευτ. 20 Ιουλίου. Δείκτης επικινδυνότητας 4

Οι Έλληνες Διασώστες όπως και τα προηγούμενα χρόνια, συνδράμουμε στις διαδικασίες δασοπροστασίας στην περιοχή που μας έχει ανατεθεί, όταν ο δείκτης επικινδυνότητας είναι ίσος και μεγαλύτερος του 3.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Σεμινάριο «ΣΗΜΑΤΑ ΗΡΕΜΙΑΣ, Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ»


Οι χειριστές σκύλων των Ελληνων Διασωστών παρακολούθησαν σεμινάριο της ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ - Θετικής Εκπαιδεύτριας Σκύλων με τίτλο «ΣΗΜΑΤΑ ΗΡΕΜΙΑΣ, Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ»
Το σεμινάριο πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 19/7/2009 στις 11.30 πμ., στην Αθήνα στον χώρο του Θετικού Σχολείου Σκύλων

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Ο δολοφόνος του παιδιού μου



Είχα τα μάτια μου καρφωμένα στη μικρή ξύλινη πόρτα. Τον περίμενα. Περίμενα με τόση λαχτάρα να τον δω, που η καρδιά μου είχε ανέβει στο λαιμό μου κι έκανα απελπισμένες προσπάθειες να την κατεβάσω στη θέση της καταπίνοντας, λες κι ήταν μια μπουκιά ψωμί που είχε σταθεί εκεί και δεν έλεγε να πάει κάτω. Η βαβούρα που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έφτανε στ’αυτιά μου σαν ήχος υπόκωφος, από μακριά. Κανέναν δεν έβλεπα, η όρασή μου ήταν θολή και το μόνο σημείο στο οποίο εστίαζα καθαρά ήταν εκείνη η πόρτα. Η πόρτα απ’όπου θα έβγαινε ο Γιώργος Γεωργίου. Ο δολοφόνος του παιδιού μου.
Ο Στέφανος δίπλα μου έβριζε και καταριόταν, τον περίμενε κι εκείνος για να ξεσπάσει πάνω του την οργή και το μίσος που τον έπνιγαν σαν τεράστιο αιμοβόρο φίδι που είχε τυλιχτεί στο λαιμό του. Τ’αδέλφια του δίπλα του προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Οι αστυνομικοί λίγο πιο πίσω βρίσκονταν σ’ετοιμότητα. Όλοι τον κατανοούσαν, αλλά όφειλαν να τηρήσουν την τάξη.
Εγώ πάλι δεν ήθελα να του επιτεθώ. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, όπως ο άντρας μου. Ήθελα μόνο να τον δω. Να τον κοιτάξω στα μάτια, να τον γνωρίσω καλύτερα. Να μάθω τι σκεφτόταν, πώς ένιωθε. Τον ζήλευα. Αυτός είχε δει τον Άγγελο τελευταία φορά ζωντανό. Τον είχε αγγίξει, του είχε μιλήσει, είχε ακούσει τη φωνή του. Για τελευταία φορά. Εκείνος, ο Γιώργος Γεωργίου, ο δολοφόνος του. Μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό αυτός ο άνθρωπος είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Ένιωθα δέος στη σκέψη του. Αυτός είχε πάρει τη ζωή του παιδιού μου. Πόση δύναμη πρέπει να είχε!
Η πόρτα άνοιξε. Ένας αστυνομικός, αυτός κι άλλος ένας αστυνομικός. Στάθηκαν για λίγο κι έπειτα τον κάθησαν στο εδώλιο. Σταμάτησα την προσπάθεια να καταπιώ τον χτύπο της καρδιάς μου κι αφέθηκα με όλες μου τις αισθήσεις στο κοίταγμα του. Τον είχα ξαναδεί, αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τον παρατηρήσω τόσο καλά, με την ησυχία μου. Ο χαμός που επικράτησε στην αίθουσα δεν διέκοψε ούτε στιγμή την συγκέντρωσή μου.
Είχε το κεφάλι του σκυμμένο. Μαύρα σγουρά μαλλιά, λίγο πιο κάτω απ’τα αυτιά. Αναρωτήθηκα αν θα τον κούρευαν στη φυλακή, ή θα του επέτρεπαν να διατηρήσει αυτή την πλούσια χαίτη. Ήταν μετρίου αναστήματος, εκτός κι αν έφταιγε το γεγονός ότι στεκόταν καμπουριαστός. Όχι ιδιαίτερα γεροδεμένος. Παρατήρησα τα μπράτσα του, τις παλάμες του. Απογοητεύτηκα. Περίμενα να δω κάποιον που η σωματική του διάπλαση να δικαιολογούσε την πράξη του. Να την αξίωνε. Αυτός ήταν σαν μπασμένο. Δεν μπορούσε ο Άγγελος να του αντισταθεί; Ένα κι ογδονταπέντε ήταν και πολύ γυμνασμένος.
Έπειτα ήταν κι η ηλικία. Δεν ταίριαζε. Τούτο εδώ το παλικάρι μέχρι κι όμορφο το έλεγες. Μα δε θα’ταν πάνω από είκοσι πέντε χρονών. Νέο παιδί κι ωραίο παιδί δεν κάνει τέτοια πράγματα. Ένας μεσήλικας, ένας διεστραμμένος πενηντάρης, ναι. Πιο λογικό. Αυτός εδώ δεν μπορούσε να είχε όποιον ήθελε; Είτε γυναίκα, είτε άντρα, δεν έχει σημασία. Τι του ζήλεψε του παιδιού μου; Που ήταν και μωρό ακόμα, κι ας ήταν ένα κι ογδόνταπέντε ύψος.
Τότε σήκωσε τα μάτια του και τα έριξε κατευθείαν πάνω μου. Πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλον. Πάνω μου. Καρφώθηκε στα μάτια μου, όπως το βέλος που βρίσκει κατευθείαν το στόχο του. Μου μίλησε. Όχι με λόγια, ούτε με νοήματα. Όμως μου μίλησε κι εγώ τον άκουσα. Όχι με τ’αυτιά, αλλά με κάτι άλλο που βρισκόταν πολύ βαθιά μέσα μου. Δεν ήξερα πώς. Αλλά τον άκουσα. Και του χαμογέλασα. Τα δικά του μάτια, έχοντας πάρει την απάντησή τους, ξαναγύρισαν στο πάτωμα μπροστά του.
Ο Στέφανος με κοίταξε σαστισμένος.
«Μα τι κάνεις; Το έχασες τελείως;»
Το «τελείως» δεν χρησιμοποιήθηκε τυχαία. Όλοι στην οικογένεια πιστεύουν ότι φλερτάρω επικίνδυνα με την τρέλα. Όχι ανέκαθεν – από τότε που έφυγε ο Άγγελος. Τίποτα πάνω μου δεν είναι φυσιολογικό – έτσι τους έχω ακούσει να λένε. Μέχρι την κηδεία του φερόμουν όπως μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της. Μαύρα ρούχα, κλαμμένα και πρησμένα μάτια, κατάρες που στοίχειωναν μέχρι και τον λιγοστό ύπνο μου. Λιποθυμίες, ηρεμιστικά, ενέσεις. Αλλά μετά; Μου έστριψε, έλεγαν τα σόγια. Πώς να τους εξηγήσω να καταλάβουν; Ο Στέφανος βλέποντάς με έτσι, άρχισε να το πιστεύει κι αυτός.
«Κοίταξέ τον Στέφανε. Ο Άγγελος τον έχει συγχωρέσει. Πρέπει να τον συγχωρέσουμε κι εμείς».
«Ποτέ! Κανείς δε θα τον συγχωρέσει! Ούτε η μάνα που τον γέννησε! Στη φυλακή να σαπίσει το κτήνος!»
Ο Στέφανος έφτυσε προς το μέρος του, αλλά το σάλιο του έσκασε λίγο πιο πέρα, λερώνοντας το ξύλινο κιγκλίδωμα. Δεν έφτασε το στόχο του. Δεν ήταν σφαίρα βλέπεις, ούτε τόξο. Ούτε ματιά. Του έπιασα το χέρι.
«Ηρέμησε», του είπα, την ίδια στιγμή που ο δικαστής του έστελνε τη δική του επίπληξη. Έπρεπε ν’αρχίσει η ακροαματική διαδικασία.
Εγώ αρνήθηκα να καταθέσω. Τα είχαμε συμφωνημένα με τον δικηγόρο. Αυτός παρουσίασε χαρτί από ψυχίατρο που με απάλλασε από την ευθύνη αυτή. Το μόνο που περίμενα ήταν η απολογία του κατηγορούμενου. Ήθελα ν’ακούσω και πάλι πώς έγινε, τι του είπε το παιδί πριν φύγει, μήπως κάτι, κάτι είχε ξεχαστεί στην πρώτη κατάθεση και δεν είχε αναφερθεί. Πάνω απ’όλα όμως ήθελα να μπορέσω να ικανοποιήσω το αίτημα του γιού μου. Να τον κοιτάξω στα μάτια και να νιώσω μέσα μου ότι ναι, τον συγχωρώ. Αυτό δεν το είχα καταφέρει ακόμα. Δεν είχα φτάσει μέχρι εκεί.
Τώρα άκουγα τον άντρα μου που μιλούσε για τον γιο μας. Πόσο καλό παιδί ήταν, πόσο ηθικό, δεν έδινε ποτέ δικαίωμα σε κανέναν. Καλός μαθητής, αγαπητός σε καθηγητές και συμμαθητές. Ασχολούταν με τον αθλητισμό κι είχε πάρει αρκετές διακρίσεις σε σχολικούς αγώνες. Αγαπούσε τη μουσική, έπαιζε κιθάρα. Ήταν υπάκουος, είχε καλή σχέση με τους γονείς του, δεν είχαμε προβλήματα.
Μα τι σημασία είχαν όλα αυτά; Αν δηλαδή ήταν κακό παιδί, αν δεν ήταν καλός μαθητής, αν δεν τον συμπαθούσαν όλοι, αν δεν ήταν αθλητής και δεν έπαιζε κιθάρα, θα δικαιολογούσαν οι δικαστές τον φόνο του; Και όχι, δεν ήταν υπάκουο παιδί. Ήταν ένα φυσιολογικά οργισμένο παιδί στην εφηβεία. Και δεν είχε και τόσο καλή σχέση μαζί μας. Νομίζω πως αφού έφυγε και μετά αποκτήσαμε καλή σχέση. Τη σχέση που έχουμε τώρα. Είχαμε προβλήματα. Όπως έχουν όλοι οι γονείς με τα παιδιά τους. Για ποιό λόγο πρέπει να το κρύβουμε αυτό; Μάλλον επειδή δεν έχει κάτι να προσθέσει στην υπόθεση. Ή επειδή όταν κάποιος πεθαίνει αγιοποιείται κι όλα τα παραπτώματα διαγράφονται. Σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Πόσο ανόητοι λόγοι μου φαινόντουσαν τώρα αυτοί για τους οποίους τσακωνόμασταν τότε. Ας τον είχα τον γιο μου κοντά μου ζωντανό κι ας μην πάταγε ποτέ στο φροντιστήριο. Κι ας άκουγε δυνατά μουσική μέσα στο μεσημέρι, προκαλώντας την αγανάκτηση των γειτόνων. Κι ας μη μάζευε ποτέ το δωμάτιο του – αν είναι δυνατόν, για τέτοια γελοία πράγματα τον μάλωνα; Ας τον είχα μόνο, μια στιγμή μοναχά να τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Οι άκρες των χειλιών μου στράφηκαν προς τα κάτω και αυτό το ανάποδο χαμόγελο συνοδεύτηκε από καυτά δάκρυα.
Ο Στέφανος βλέποντάς με να κλαίω, δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί. Μάλλον έκλινε προς τη χαρά και την ανακούφιση. Τον έκανε να νιώθει λιγότερο μόνος – στο κάτω κάτω αυτό ήταν το φυσιολογικό. Δε γινόταν να υποφέρει μόνο αυτός, να πονάει χωρίς συντροφιά. ΄Επρεπε να υποφέρω κι εγώ. Μάνα ήμουν. Ήμουν. Δεν είμαι πια. Μα, όταν γίνεις μάνα, παύεις να είσαι ποτέ; Είναι ιδιότητα που χάνεται, όπως το να λες «ήμουν βαρκάρης, αλλά δεν είμαι πια, γιατί δεν έχω βάρκα;»
Ο Γιώργος Γεωργίου κλήθηκε να καταθέσει. Μιλούσε τόσο σιγά, που ο πρόεδρος αναγκάστηκε έξι φορές να του κάνει σύσταση. Σ’αυτόν για να μιλάει πιο δυνατά και στον κόσμο από κάτω για να μη μιλάει καθόλου. Ο δικαστής μπορούσε να το κάνει αυτό. Ν’αποφασίσει ποιός θα μιλήσει και ποιός θα σιωπήσει. Ποιός θα μπει στη φυλακή και ποιός θα γυρίσει σπίτι του. Δε μπορούσε όμως ν’αποφασίσει ποιός θα ζήσει και ποιός θα πεθάνει. Τουλάχιστον όχι στη χώρα μας. Και σίγουρα δε μπορούσε ν’αποφασίσει ποιός θ’αγαπηθεί και ποιός θα μισηθεί. Σε καμία χώρα.
Έτσι ο Γιώργος Γεωργίου αποφασίστηκε να μπει στη φυλακή και μάλιστα ισόβεια. Όταν θα πέθαινε ήταν ελεύθερος να πάει όπου ήθελε. Αυτό θα το αποφάσιζε ο ίδιος. Θα είχε πολύ χρόνο για να το αποφασίσει. Ο Στέφανος ορκιζόταν ότι δε θα τον άφηνε να ζήσει. Ότι σκοπός της ζωής του από κει και πέρα θα ήταν η εκδίκηση για το χαμό του παιδιού μας. Θα έβρισκε έναν τρόπο να μπει στη φυλακή και να τον σκοτώσει. Μόνο τότε θα ηρεμούσε η ψυχή του. Ο Στέφανος είχε αποφασίσει να ζήσει για πάντα μ’ένα μίσος που θα δηλητηρίαζε την καρδιά του, τη σκέψη του και τις πράξεις του.
Εγώ πάλι δεν είχα αποφασίσει για τίποτα. Ο Άγγελος θα αποφάσιζε για μένα...

Μαρία Τζιρίτα

"Οι 10 ακριβότερες φωτογραφίες του κόσμου."


1. Arthur Sasse, o Einstein που βγάζει την γλώσσα του.
Αξία : 74.324 δολλάρια.
Η διάσημη πλέον φωτογραφία του Einstein που τον απεικονίζει με την γλώσσα έξω, πουλήθηκε από μια εταιρία δημοπρασιών για 74.324 δολλάρια, κάνοντας την έτσι την πιο ποιο ακριβοπληρωμένη φωτογραφία του διάσημου επιστήμονα που δόθηκε ποτέ. Αγοραστής της είναι ο David Waxman, ιδιοκτήτης της εταιρίας Estates of Mind στην Ν. Υόρκη.
Η φωτογραφία έχει υπογραφεί από τον ίδιο τον Αϊνστάιν το 1953 για λογαριασμό του βραβευμένου σχολιαστή/ρεπόρτερ του CBS και του ABC Howard K. Smith, ως ένδειξη θαυμασμού του πρώτου για το έργο του Smith. Η αφιέρωση που συνοδεύει την υπογραφή και η οποία είναι στα Γερμανικά αναγράφει:
"Θα σου αρέσει αυτός ο μορφασμός γιατί στοχεύει σε όλη την ανθρωπότητα. Ένας πολίτης έχει την δυνατότητα να κάνει αυτό που κανένας διπλωμάτης δε θα τολμούσε. Ο πιστός και ευγνώμων ακροατής σου, Α. Einstein '53".
Η φωτογραφία λήφθηκε το 1951 από τον φωτογράφο του UPI Arthur Sasse στο πανεπιστήμιο του Princeton, κατά την διάρκεια μιας εκδήλωσης που τιμούσε τον Einstein για τα 72α γενέθλια. Καθώς ο Sasse προσπαθούσε να τον πείσει να χαμογελάσει στην κάμερα, ο Einstein απείθαρχα κρέμασε έξω την γλώσσα του. Ο επιστήμονας διασκέδασε τόσο με την φωτογραφία αυτή, που επικοινώνησε με την UPI και ζήτησε 9 αντίγραφα για προσωπική του χρήση.



2. Andreas Gursky, "99 Cent II Diptychon".
Αξία : 3.346.456 δολλάρια.
Όσο περίεργο και αν ακούγεται, αυτή η φωτογραφία που απεικονίζει τα ράφια σε ένα παντοπωλείο είναι η πιο ακριβή φωτογραφία που πουλήθηκε μέχρι σήμερα. Αρπάξτε λοιπόν την φωτογραφική σας μηχανή και δρόμο για το κοντινότερο σούπερ μάρκετ. Που ξέρεις...?



3. Edward Steichen, "The Pond-Moonlight".
Αξία : 2.9 εκατομμύρια δολλάρια.
Αυτή η φωτογραφία του 1904 δείχνει ένα δάσος και μια λιμνούλα στο Mamaroneck, στη Ν. Υόρκη. Υπάρχουν μόνο τρία γνωστά αντίτυπα.



4. Edward Weston, "Nude".
Αξία : 1.609.000 δολλάρια.
Αυτό το γυμνό του 1925 ήταν το αντικείμενο του πόθου σε μια δημοπρασία του οίκου Sotheby's τον περασμένο Απρίλιο. Νικητής σε αυτήν ήταν ο Peter MacGill της γκαλερί Pace-MacGill.



5. Alfred Stieglitz, "Georgia O'Keeffe (Hands)" και "Georgia O'Keeffe Nude.
Αξία : 1.472.000 και 1.360.000 δολλάρια αντίστοιχα.
Ο Stieglitz ήταν παντρεμένος με την O'Keeffe. Όταν όμως έβγαλε την γυμνή φωτογραφία, το 1919, ήταν παντρεμένος με άλλη γυναίκα. Αυτή μπήκε στο στούντιο που γινόταν η γυμνή φωτογράφιση και οι υποψίες της ότι ο σύζυγος της είχε άλλη σχέση επιβεβαιώθηκαν. Κάποιοι λένε ότι ο ίδιος ο Stieglitz κανόνισε την επίσκεψη αυτή της συζύγου έτσι ώστε να διευκολυνθεί στην έξοδο του από τον γάμο.



6. Richard Prince, Untitled (Cowboy).
Αξία : 1.248.000 δολλάρια.
Αυτή η φωτογραφία ήταν ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη επειδή στην πραγματικότητα παραβίαζε πνευματικά δικαιώματα. Στο portfolio του Prince υπάρχουν αρκετές δουλειές που αναπαραγάγουν ήδη υπάρχοντα έργα. Η φωτογραφία Untitled (Cowboy) βασιζόταν σε μια διαφήμιση των τσιγάρων Marlboro.



7. Joseph-Philibert Girault de Prangey, 113. Athenes. 1842. Temple de Jupiter Olympien.
Αξία 922.488 δολλάρια.
Είναι η παλιότερη φωτογραφία του ναού του Διός στην Αθήνα. Την στιγμή που πουλήθηκε, το 2003, ήταν η ποιο ακριβή φωτογραφία που είχε ποτέ πουληθεί.



8. Gustave Le Gray, The Great Wave Sere.
Αξία : 838.000 δολλάρια.
O Le Gray είχε δυσκολία στο να επιτύχει την σωστή έκθεση σε φωτογραφίες που αποτύπωναν θάλασσα και ουρανό μαζί. Έλυσε το πρόβλημα εκτυπώνοντας δυο αρνητικά σε ένα φύλλο και στην συνέχεια έκθετε ένα για την θάλασσα και ένα για τον ουρανό.



9. Robert Mapplethorpe, Andy Warhol.
Αξία : 643.200 δολλάρια.
Πρόκειται για μια σειρά φωτογραφιών που απεικονίζουν τον Andy Warhol να φοράει ένα μαύρο ζιβάγκο σε ένα μαύρο φόντο, κάτι που κάνει τα ξανθά του μαλλιά να ξεχωρίζουν.



10. Ansel Adams, Moonrise, Hernandez.
Αξία : 609.600 δολλάρια.
Η ιστορία λέει ότι ο Adams είχε μια ιδιαιτέρως δύσκολη μέρα καθώς καμιά από τις προσπάθειες του να φωτογραφίσει δεν είχε επιτυχία. Πήρε λοιπόν το αυτοκίνητο του και κατευθύνθηκε για την Santa Fe όταν, καθώς οδηγούσε, αντίκρισε αυτή τη λήψη. Σταμάτησε αμέσως το αυτοκίνητο και πριν προλάβει να αλλάξει ο φυσικός φωτισμός του τοπίου, κατάφερε να τραβήξει αυτή τη φωτογραφία.

πηγή

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2009

"Xρήση σχοινιών. Ρελέ - Ραπέλ "

Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος 2009 μας παρουσιάστηκε η θεματική ενότητα:
"Xρήση σχοινιών. Ρελέ - Ραπέλ "

H συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Κ1-13 του Καυτανζογλείου Εθνικού σταδίου.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2009

AC/DC - Back In Black


Back in black
I hit the sack
Ive been too long Im glad to be back [i bet you know im...]
Yes, Im let loose
From the noose
Thats kept me hanging about
Ive been looking at the sky
cause its gettin me high
Forget the hearse cause I never die
I got nine lives
Cats eyes
Abusin every one of them and running wild

Chorus:
cause Im back
Yes, Im back
Well, Im back
Yes, Im back
Well, Im back, back
(well) Im back in black
Yes, Im back in black

Back in the back
Of a cadillac
Number one with a bullet, Im a power pack
Yes, Im in a bang
With a gang
Theyve got to catch me if they want me to hang
Cause Im back on the track
And Im beatin the flack
Nobodys gonna get me on another rap
So look at me now
Im just makin my play
Dont try to push your luck, just get out of my way

Chorus

Well, Im back, yes Im back
Well, Im back, yes Im back
Well, Im back, back
Well Im back in black
Yes Im back in black

Hooo yeah
Ohh yeah
Yes I am
Oooh yeah, yeah oh yeah
Back in now
Well Im back, Im back
Back, Im back
Back, Im back
Back, Im back
Back, Im back
Back
Back in black
Yes Im back in black

Out of the sight
**************************************
Back In Black by AC/DC
Album: Back In Black Released: 1980
This was released 5 months after lead singer Bon Scott died. The song is a tribute to Scott, and they lyrics, "Forget the hearse 'cause I never die" imply that he will live on forever through his music. With Brian Johnson on lead vocals, the Back In Black album proved that AC/DC could carry on without Scott.

Bon Scott saw Brian Johnson singing for another band in a pub, and was so impressed by his vocals, when he met back up with AC/DC he told them to get Johnson if anything should ever happen to him. After Bon's death, Angus Young called Johnson up and offered him the position of lead vocalist. Johnson told him where he could put it and hung up (he thought someone was pranking him). Eventually, of course, it worked out.

The band got the idea for the title before writing any of the song, although Malcolm Young had the main guitar riff for years and used to play it frequently as a warm-up tune.

This song was recorded in The Bahamas and produced in New York by Mutt Lange. Back In Black was one of the first big albums Lange produced. He went on to work with Def Leppard, Celine Dion, and Shania Twain (who he married in 1993). In the late-'70s, he produced 2 albums for the band Clover, which featured Huey Lewis on harmonica and Alex Call on lead vocals. Call explains Lange's production style:
"Mutt is a real studio rat. He is Mr. Endurance in the studio. When we were making the records with him, he'd start working at 10:30, 11 in the morning and go until 3 at night, night after night. He is one of the guys that really developed that whole multi-multi-multi track recording. We'd do 8 tracks of background vocals going, "Oooooh" and bounce those down to one track and then do another 8, he was doing a lot of that. A lot of the things you hear on Def Leppard and that kind of stuff, he was developing that when he worked with us. We were the last record he did that wasn't enormous, and that's not his fault, he did a really good job with us. Mutt is famous for working long hours. The story I heard about one of the Shania sessions, he had Rob Hajakos, who's one of the famous fiddle session men down here (Nashville). Rob was playing violin parts for like 7 or 8 hours and finally he said, 'Can I take a break,' and Mutt says, 'What do you mean take a break?' Rob goes, 'Have you ever held one of these for 8 hours under your chin?' Mutt really loves to record, he loves music and he's a real perfectionist and an innovator. An unbelievable commercial hook writer."

Bon Scott had several lyrical ideas for the album, but those were abandoned by the band in favor of new lyrics by Brian, Malcolm and Angus. Former AC/DC manager Ian Jeffrey claims to still have a folder that contains lyrics of 15 songs written for Back In Black by Bon.

The album had a black cover with the band's logo on it. It was a tribute to Bon Scott.

This was the title track to AC/DC's most popular album. It has sold over 19 million copies in the US, the 6th highest ever. Worldwide, it has sold over 40 million.

http://www.songfacts.com

Steven N. Meyers, Botanical Radiographs,
Fine Art X-Ray Photography Exhibit

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

"Πρώτες Βοήθειες. ΚαρδιοΠνευμονική Αναζωογόνηση"

Στα πλαίσια του εκπαιδευτικού προγράμματος 2009 μας παρουσιάστηκε η θεματική ενότητα: "Πρώτες Βοήθειες. ΚαρδιοΠνευμονική Αναζωογόνηση"
H συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Κ1-13 του Καυτανζογλείου Εθνικού σταδίου.