Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Ο δολοφόνος του παιδιού μου



Είχα τα μάτια μου καρφωμένα στη μικρή ξύλινη πόρτα. Τον περίμενα. Περίμενα με τόση λαχτάρα να τον δω, που η καρδιά μου είχε ανέβει στο λαιμό μου κι έκανα απελπισμένες προσπάθειες να την κατεβάσω στη θέση της καταπίνοντας, λες κι ήταν μια μπουκιά ψωμί που είχε σταθεί εκεί και δεν έλεγε να πάει κάτω. Η βαβούρα που επικρατούσε μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου έφτανε στ’αυτιά μου σαν ήχος υπόκωφος, από μακριά. Κανέναν δεν έβλεπα, η όρασή μου ήταν θολή και το μόνο σημείο στο οποίο εστίαζα καθαρά ήταν εκείνη η πόρτα. Η πόρτα απ’όπου θα έβγαινε ο Γιώργος Γεωργίου. Ο δολοφόνος του παιδιού μου.
Ο Στέφανος δίπλα μου έβριζε και καταριόταν, τον περίμενε κι εκείνος για να ξεσπάσει πάνω του την οργή και το μίσος που τον έπνιγαν σαν τεράστιο αιμοβόρο φίδι που είχε τυλιχτεί στο λαιμό του. Τ’αδέλφια του δίπλα του προσπαθούσαν να τον συγκρατήσουν. Οι αστυνομικοί λίγο πιο πίσω βρίσκονταν σ’ετοιμότητα. Όλοι τον κατανοούσαν, αλλά όφειλαν να τηρήσουν την τάξη.
Εγώ πάλι δεν ήθελα να του επιτεθώ. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, όπως ο άντρας μου. Ήθελα μόνο να τον δω. Να τον κοιτάξω στα μάτια, να τον γνωρίσω καλύτερα. Να μάθω τι σκεφτόταν, πώς ένιωθε. Τον ζήλευα. Αυτός είχε δει τον Άγγελο τελευταία φορά ζωντανό. Τον είχε αγγίξει, του είχε μιλήσει, είχε ακούσει τη φωνή του. Για τελευταία φορά. Εκείνος, ο Γιώργος Γεωργίου, ο δολοφόνος του. Μέσα στο ταραγμένο μου μυαλό αυτός ο άνθρωπος είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις. Ένιωθα δέος στη σκέψη του. Αυτός είχε πάρει τη ζωή του παιδιού μου. Πόση δύναμη πρέπει να είχε!
Η πόρτα άνοιξε. Ένας αστυνομικός, αυτός κι άλλος ένας αστυνομικός. Στάθηκαν για λίγο κι έπειτα τον κάθησαν στο εδώλιο. Σταμάτησα την προσπάθεια να καταπιώ τον χτύπο της καρδιάς μου κι αφέθηκα με όλες μου τις αισθήσεις στο κοίταγμα του. Τον είχα ξαναδεί, αλλά ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να τον παρατηρήσω τόσο καλά, με την ησυχία μου. Ο χαμός που επικράτησε στην αίθουσα δεν διέκοψε ούτε στιγμή την συγκέντρωσή μου.
Είχε το κεφάλι του σκυμμένο. Μαύρα σγουρά μαλλιά, λίγο πιο κάτω απ’τα αυτιά. Αναρωτήθηκα αν θα τον κούρευαν στη φυλακή, ή θα του επέτρεπαν να διατηρήσει αυτή την πλούσια χαίτη. Ήταν μετρίου αναστήματος, εκτός κι αν έφταιγε το γεγονός ότι στεκόταν καμπουριαστός. Όχι ιδιαίτερα γεροδεμένος. Παρατήρησα τα μπράτσα του, τις παλάμες του. Απογοητεύτηκα. Περίμενα να δω κάποιον που η σωματική του διάπλαση να δικαιολογούσε την πράξη του. Να την αξίωνε. Αυτός ήταν σαν μπασμένο. Δεν μπορούσε ο Άγγελος να του αντισταθεί; Ένα κι ογδονταπέντε ήταν και πολύ γυμνασμένος.
Έπειτα ήταν κι η ηλικία. Δεν ταίριαζε. Τούτο εδώ το παλικάρι μέχρι κι όμορφο το έλεγες. Μα δε θα’ταν πάνω από είκοσι πέντε χρονών. Νέο παιδί κι ωραίο παιδί δεν κάνει τέτοια πράγματα. Ένας μεσήλικας, ένας διεστραμμένος πενηντάρης, ναι. Πιο λογικό. Αυτός εδώ δεν μπορούσε να είχε όποιον ήθελε; Είτε γυναίκα, είτε άντρα, δεν έχει σημασία. Τι του ζήλεψε του παιδιού μου; Που ήταν και μωρό ακόμα, κι ας ήταν ένα κι ογδόνταπέντε ύψος.
Τότε σήκωσε τα μάτια του και τα έριξε κατευθείαν πάνω μου. Πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλον. Πάνω μου. Καρφώθηκε στα μάτια μου, όπως το βέλος που βρίσκει κατευθείαν το στόχο του. Μου μίλησε. Όχι με λόγια, ούτε με νοήματα. Όμως μου μίλησε κι εγώ τον άκουσα. Όχι με τ’αυτιά, αλλά με κάτι άλλο που βρισκόταν πολύ βαθιά μέσα μου. Δεν ήξερα πώς. Αλλά τον άκουσα. Και του χαμογέλασα. Τα δικά του μάτια, έχοντας πάρει την απάντησή τους, ξαναγύρισαν στο πάτωμα μπροστά του.
Ο Στέφανος με κοίταξε σαστισμένος.
«Μα τι κάνεις; Το έχασες τελείως;»
Το «τελείως» δεν χρησιμοποιήθηκε τυχαία. Όλοι στην οικογένεια πιστεύουν ότι φλερτάρω επικίνδυνα με την τρέλα. Όχι ανέκαθεν – από τότε που έφυγε ο Άγγελος. Τίποτα πάνω μου δεν είναι φυσιολογικό – έτσι τους έχω ακούσει να λένε. Μέχρι την κηδεία του φερόμουν όπως μια μάνα που έχει χάσει το παιδί της. Μαύρα ρούχα, κλαμμένα και πρησμένα μάτια, κατάρες που στοίχειωναν μέχρι και τον λιγοστό ύπνο μου. Λιποθυμίες, ηρεμιστικά, ενέσεις. Αλλά μετά; Μου έστριψε, έλεγαν τα σόγια. Πώς να τους εξηγήσω να καταλάβουν; Ο Στέφανος βλέποντάς με έτσι, άρχισε να το πιστεύει κι αυτός.
«Κοίταξέ τον Στέφανε. Ο Άγγελος τον έχει συγχωρέσει. Πρέπει να τον συγχωρέσουμε κι εμείς».
«Ποτέ! Κανείς δε θα τον συγχωρέσει! Ούτε η μάνα που τον γέννησε! Στη φυλακή να σαπίσει το κτήνος!»
Ο Στέφανος έφτυσε προς το μέρος του, αλλά το σάλιο του έσκασε λίγο πιο πέρα, λερώνοντας το ξύλινο κιγκλίδωμα. Δεν έφτασε το στόχο του. Δεν ήταν σφαίρα βλέπεις, ούτε τόξο. Ούτε ματιά. Του έπιασα το χέρι.
«Ηρέμησε», του είπα, την ίδια στιγμή που ο δικαστής του έστελνε τη δική του επίπληξη. Έπρεπε ν’αρχίσει η ακροαματική διαδικασία.
Εγώ αρνήθηκα να καταθέσω. Τα είχαμε συμφωνημένα με τον δικηγόρο. Αυτός παρουσίασε χαρτί από ψυχίατρο που με απάλλασε από την ευθύνη αυτή. Το μόνο που περίμενα ήταν η απολογία του κατηγορούμενου. Ήθελα ν’ακούσω και πάλι πώς έγινε, τι του είπε το παιδί πριν φύγει, μήπως κάτι, κάτι είχε ξεχαστεί στην πρώτη κατάθεση και δεν είχε αναφερθεί. Πάνω απ’όλα όμως ήθελα να μπορέσω να ικανοποιήσω το αίτημα του γιού μου. Να τον κοιτάξω στα μάτια και να νιώσω μέσα μου ότι ναι, τον συγχωρώ. Αυτό δεν το είχα καταφέρει ακόμα. Δεν είχα φτάσει μέχρι εκεί.
Τώρα άκουγα τον άντρα μου που μιλούσε για τον γιο μας. Πόσο καλό παιδί ήταν, πόσο ηθικό, δεν έδινε ποτέ δικαίωμα σε κανέναν. Καλός μαθητής, αγαπητός σε καθηγητές και συμμαθητές. Ασχολούταν με τον αθλητισμό κι είχε πάρει αρκετές διακρίσεις σε σχολικούς αγώνες. Αγαπούσε τη μουσική, έπαιζε κιθάρα. Ήταν υπάκουος, είχε καλή σχέση με τους γονείς του, δεν είχαμε προβλήματα.
Μα τι σημασία είχαν όλα αυτά; Αν δηλαδή ήταν κακό παιδί, αν δεν ήταν καλός μαθητής, αν δεν τον συμπαθούσαν όλοι, αν δεν ήταν αθλητής και δεν έπαιζε κιθάρα, θα δικαιολογούσαν οι δικαστές τον φόνο του; Και όχι, δεν ήταν υπάκουο παιδί. Ήταν ένα φυσιολογικά οργισμένο παιδί στην εφηβεία. Και δεν είχε και τόσο καλή σχέση μαζί μας. Νομίζω πως αφού έφυγε και μετά αποκτήσαμε καλή σχέση. Τη σχέση που έχουμε τώρα. Είχαμε προβλήματα. Όπως έχουν όλοι οι γονείς με τα παιδιά τους. Για ποιό λόγο πρέπει να το κρύβουμε αυτό; Μάλλον επειδή δεν έχει κάτι να προσθέσει στην υπόθεση. Ή επειδή όταν κάποιος πεθαίνει αγιοποιείται κι όλα τα παραπτώματα διαγράφονται. Σα να μην υπήρξαν ποτέ.
Πόσο ανόητοι λόγοι μου φαινόντουσαν τώρα αυτοί για τους οποίους τσακωνόμασταν τότε. Ας τον είχα τον γιο μου κοντά μου ζωντανό κι ας μην πάταγε ποτέ στο φροντιστήριο. Κι ας άκουγε δυνατά μουσική μέσα στο μεσημέρι, προκαλώντας την αγανάκτηση των γειτόνων. Κι ας μη μάζευε ποτέ το δωμάτιο του – αν είναι δυνατόν, για τέτοια γελοία πράγματα τον μάλωνα; Ας τον είχα μόνο, μια στιγμή μοναχά να τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου. Οι άκρες των χειλιών μου στράφηκαν προς τα κάτω και αυτό το ανάποδο χαμόγελο συνοδεύτηκε από καυτά δάκρυα.
Ο Στέφανος βλέποντάς με να κλαίω, δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί ή να χαρεί. Μάλλον έκλινε προς τη χαρά και την ανακούφιση. Τον έκανε να νιώθει λιγότερο μόνος – στο κάτω κάτω αυτό ήταν το φυσιολογικό. Δε γινόταν να υποφέρει μόνο αυτός, να πονάει χωρίς συντροφιά. ΄Επρεπε να υποφέρω κι εγώ. Μάνα ήμουν. Ήμουν. Δεν είμαι πια. Μα, όταν γίνεις μάνα, παύεις να είσαι ποτέ; Είναι ιδιότητα που χάνεται, όπως το να λες «ήμουν βαρκάρης, αλλά δεν είμαι πια, γιατί δεν έχω βάρκα;»
Ο Γιώργος Γεωργίου κλήθηκε να καταθέσει. Μιλούσε τόσο σιγά, που ο πρόεδρος αναγκάστηκε έξι φορές να του κάνει σύσταση. Σ’αυτόν για να μιλάει πιο δυνατά και στον κόσμο από κάτω για να μη μιλάει καθόλου. Ο δικαστής μπορούσε να το κάνει αυτό. Ν’αποφασίσει ποιός θα μιλήσει και ποιός θα σιωπήσει. Ποιός θα μπει στη φυλακή και ποιός θα γυρίσει σπίτι του. Δε μπορούσε όμως ν’αποφασίσει ποιός θα ζήσει και ποιός θα πεθάνει. Τουλάχιστον όχι στη χώρα μας. Και σίγουρα δε μπορούσε ν’αποφασίσει ποιός θ’αγαπηθεί και ποιός θα μισηθεί. Σε καμία χώρα.
Έτσι ο Γιώργος Γεωργίου αποφασίστηκε να μπει στη φυλακή και μάλιστα ισόβεια. Όταν θα πέθαινε ήταν ελεύθερος να πάει όπου ήθελε. Αυτό θα το αποφάσιζε ο ίδιος. Θα είχε πολύ χρόνο για να το αποφασίσει. Ο Στέφανος ορκιζόταν ότι δε θα τον άφηνε να ζήσει. Ότι σκοπός της ζωής του από κει και πέρα θα ήταν η εκδίκηση για το χαμό του παιδιού μας. Θα έβρισκε έναν τρόπο να μπει στη φυλακή και να τον σκοτώσει. Μόνο τότε θα ηρεμούσε η ψυχή του. Ο Στέφανος είχε αποφασίσει να ζήσει για πάντα μ’ένα μίσος που θα δηλητηρίαζε την καρδιά του, τη σκέψη του και τις πράξεις του.
Εγώ πάλι δεν είχα αποφασίσει για τίποτα. Ο Άγγελος θα αποφάσιζε για μένα...

Μαρία Τζιρίτα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου