Τετάρτη 20 Μαΐου 2009

Μια ιστορία για το φόβο -Πιλάβιος Νικος

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα μικρό αγόρι σε κάποια φτωχογειτονιά μιας μεγάλης πόλης. Ζούσε μαζί με τη μητέρα του, τον πατέρα του και τις δύο μικρότερες αδελφές του. Το μικρό διαμέρισμα με τα δύο δωμάτια, όπου ζούσε αυτός και η οικογένειά του, ήταν ένα μικρό υπόγειο. Από τη μεριά τού δρόμου τα παράθυρα του σπιτιού είχαν για θέα τα πόδια των περαστικών μέχρι τον αστράγαλο. Από την μεριά της κουζίνας, όμως, το παράθυρο έβλεπε σε ένα μεγάλο κοινόχρηστο κήπο που δεν πήγαινε ποτέ κανείς - εκτός από το μικρό αγόρι.



Ο κήπος δεν ήταν περιποιημένος, αλλά έμοιαζε με ξεχασμένο παράδεισο μέσα στη μεγάλη πόλη, έτσι καθώς ήταν γεμάτος με αγριολούλουδα, μικρούς θάμνους, δυο τρία μικρά δέντρα, μια αγριοσυκιά, μία πανέμορφη μωβ βουκαμβίλια σκαρφαλωμένη στη μάντρα που χώριζε τον κήπο από τον πίσω δρόμο όπου δεν υπήρχαν ψηλά σπίτια, αλλά ένα μεγάλο άδειο οικόπεδο και τέλος έναν, τρομερό, πανύψηλο φοίνικα, που έμοιαζε εκεί σαν μετανάστης από την Αφρική. Έτσι, όταν ήσουν στον κήπο μπορούσες να βλέπεις το γαλάζιο ουρανό και τα μικρά σύννεφα που μερικές φορές έμοιαζαν στο αγόρι με παχουλά παιδάκια που κυνηγιόντουσαν και τον καλούσαν να παίξει μαζί τους. Και το μικρό αγόρι, τέντωνε τα χέρια του και φανταζόταν ότι πέταγε ψηλά για να τα συναντήσει, εκεί πάνω με την απέραντη άπλα, τη βαθιά ησυχία και το υπέροχο φως, μακριά από το στενόχωρο σκοτεινό σπίτι του και το θόρυβο της μεγάλης πόλης.

Ναι, αυτός ο κήπος ήταν ο παράδεισος για το μικρό αγόρι. Σκαρφάλωνε στην αγριοσυκιά, μάσαγε μερικούς από εκείνους τους κίτρινους μικρούς καρπούς που έπεφταν από τους φοίνικες, κυνήγαγε τις γάτες και τα πουλιά που επισκέπτονταν τον κήπο και μουρμούριζε συνέχεια, σαν να μιλούσε σε κάποια άλλα παιδιά που παίζανε μαζί του. Κι ώρες ώρες, είχε μια αίσθηση ότι ήταν πάνω σε μια μεγάλη σκηνή και τον παρακολουθούσε κόσμος και τότε μίλαγε δυνατά. «Πάλι παραμιλάς;» τον ρώταγε η μάνα του, που μερικές φορές πήγαινε να δει τι κάνει ο γιος της - που ανησυχούσε να τον βλέπει ώρες ώρες πολύ «φευγάτο» - και τον πλησίαζε χωρίς εκείνος να την πάρει χαμπάρι. Το μικρό αγόρι τρόμαζε ξαφνιασμένο και μετά γελώντας την αγκάλιαζε από τη μέση κι εκείνη του χάιδευε το κεφάλι. Πω, πω… αυτός με τη μάνα του μόνοι τους οι δυο τους στον κήπο αγκαλιά! Ε, αυτή ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία που μπορούσε να νοιώθει το μικρό αγόρι. Γι’ αυτό και ήταν κάπως σαν θαύμα, πού ξέφυγε πολύ νωρίς από την επιρροή της, πριν τα είκοσι, ενώ άλλοι φίλοι του συνέχισαν να επηρεάζονται από τις μάνες τους μέχρι που έφυγαν εκείνες από τη ζωή και ίσως και μετά.

Όπως σε όλους τους ανθρώπους, έτσι και στο μικρό αγόρι άρχισαν να μπαίνουν από πολύ νωρίς διάφοροι φόβοι μέσα στην καρδιά του. Όχι οι πρακτικοί φόβοι, μην το πατήσει αυτοκίνητο, μην κάψει το χέρι του στην κουζίνα, μην βγει έξω χωρίς παλτό και κρυώσει και τέτοια. Αλλά το άλλο είδος φόβων, των ψυχολογικών, αυτών που ριζώνουν από τότε που είμαστε μικροί στην καρδιά κι όσο περνάει ο καιρός πληθαίνουν κι αλλάζουν: Ο φόβος μήπως δεν είσαι καλός μαθητής, ο φόβος μήπως δεν είσαι καλό παιδί, ο φόβος μήπως οι άλλοι είναι πιο έξυπνοι από σένα, ο φόβος μήπως πάψουν να σ’ αγαπάνε οι γονείς σου, ο φόβος μήπως δεν είσαι σαν τους άλλους και σε απομονώσουν και μείνεις μόνος σου, ο φόβος τι θα πουν οι άλλοι, ο φόβος της τιμωρίας· και ο χειρότερος φόβος μήπως δεν γίνεις κάποιος σπουδαίος, που σημαίνει ότι δεν αφήνεις να ανθίσει αυτό που πραγματικά είσαι, αλλά προσπαθείς να γίνεις αυτό που άλλοι σου έχουν φυτέψει από μικρό μέσα σου ότι πρέπει να γίνεις: οι γονείς σου, οι συγγενείς σου, το σχολείο, η κοινωνία, η θρησκεία, η λογοτεχνία, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, η διαφήμιση… Κι έτσι το μικρό αγόρι - για να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό - θα έχανε τον εαυτό του, αν δεν του συνέβαινε κάτι, τότε που ήταν ακόμα μικρός, κάτι που του έμαθε να μην φοβάται το φόβο.

Αυτή η μικρή αυλή, λοιπόν, που φάνταζε σαν παράδεισος στο μικρό αγόρι, βρισκόταν στην άλλη μεριά από το υπόγειο διαμέρισμα όπου έμενε. Για να φτάσεις στην αυλή, έπρεπε να διασχίσεις όλο το υπόγειο της πολυκατοικίας, περνώντας από ένα μακρύ σκοτεινό διάδρομο. Σ’ αυτόν το διάδρομο υπήρχαν οι αποθήκες των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας και οι λάμπες που υπήρχαν στο ταβάνι ήταν πάντα καμένες γιατί σπάνια κατέβαινε κανείς εκεί κάτω. Μόνο το μικρό αγόρι πέρναγε κάθε μέρα από αυτό το διάδρομο για να πάει στην αυλή να παίξει. Ο σκοτεινός αυτός μακρύς διάδρομος, έμοιαζε με ξαπλωμένο ΗΤΑ κεφαλαίο. Στην κάτω αριστερή άκρη ήταν η πόρτα του σπιτιού του μικρού αγοριού και στην πάνω δεξιά η πόρτα της αυλής. Όταν ξεκινούσες, στην αρχή του διαδρόμου υπήρχε λίγο φως που ερχόταν από τη σκάλα της πολυκατοικίας που κατέβαινε στο υπόγειο, κι όταν έπαιρνες την τελευταία στροφή, ερχόταν λίγο φως της αυλής από την κλειστή, αλλά σαραβαλιασμένη ξύλινη πόρτα της. Το χειρότερο κομμάτι του διαδρόμου ήταν το μεσαίο, σαν να λέμε η γραμμή που ενώνει τα δύο πόδια του κεφαλαίου ΗΤΑ. Εκεί υπήρχε απόλυτο σκοτάδι! Το μικρό αγόρι δεν είχε ξαναδεί τίποτα πιο σκοτεινό μέχρι τότε στη ζωή του. Και φοβόταν πολύ το σκοτάδι. Ένοιωθε ένα σφίξιμο στην καρδιά του, γι’ αυτό και τα βράδια στο δωμάτιό του, η μάνα του άναβε ένα καντήλι για να έχει λίγο φως το δωμάτιο. Έτσι, όταν ήθελε να πάει στην αυλή να παίξει - συνήθως μόλις γύριζε από το νηπιαγωγείο και μετά, από την πρώτη τάξη του Δημοτικού - έλεγε στη μαμά του να τον πάει. Εκείνη τον πήγαινε στην αυλή και τον άφηνε εκεί. Κι όταν το αγόρι ήθελε να γυρίσει πίσω, πήγαινε στην άλλη άκρη της αυλής όπου υπήρχε το παράθυρο της κουζίνας του σπιτιού του και φώναζε τη μαμά του να τον πάρει.
Και ήρθε εκείνη η μέρα που δεν θα την ξέχναγε ποτέ στη ζωή του, σε όποια ηλικία κι αν είχε φτάσει. Ήταν Μάης κι είχε καλοκαιριάσει για καλά στην πόλη. Το μικρό αγόρι πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού. Την τελευταία ώρα στο μάθημα, κοίταζε έξω από τα μεγάλα παράθυρα της τάξης του τον γαλάζιο ουρανό, κι ονειρευόταν πότε θα βρεθεί στην αυλή του για να παίξει. Έτσι, μόλις σχολάσανε, έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του, που ήταν δυο βήματα από το σχολείο, και ζήτησε χαρούμενο στη μαμά του να τον πάει στην αυλή. Εκείνη, όμως, του απάντησε ότι δεν μπορούσε γιατί είχε αργήσει να ξεκινήσει το μαγείρεμα και δεν γινόταν να σταματήσει. Το αγόρι γκρίνιαξε, παρακάλεσε, αλλά τίποτα. Κάθισε σε μια καρέκλα στενοχωρημένο. Σκέφτηκε να πάει μόνο του, αλλά ένοιωσε τέτοιο φόβο να του σφίγγει το στομάχι και την καρδιά, που παράτησε αμέσως την ιδέα. Δεν πέρασαν, όμως, ούτε πέντε λεπτά κι η ιδέα να πάει μόνος του στην αυλή, ξαναγύρισε στο νου του. Κι όπως καθόταν, κάπως σαν να άρχισε να παρακολουθεί τι γινόταν μέσα του: το σφίξιμο στην καρδιά, το σφίξιμο στο στομάχι και τις σκέψεις που τρέχανε στο κεφάλι του. «Γιατί να μην πάω;» έλεγε η μία σκέψη. «Μα είναι πολύ σκοτεινά, πώς θα φτάσεις στην αυλή; Αν είχες φακό, θα πήγαινες», είπε η άλλη. «Κρίμα να μην έχω φακό», είπε μια άλλη σκέψη. «Και τι θα πάθω στο σκοτάδι», ρώτησε μια πιο θαρραλέα σκέψη. «Πα, πα, πα… ούτε να το συζητάς», είπε μια πιο φοβητσιάρα απ’ όλες σκέψη. «Μην είσαι φοβητσιάρης μωρέ! Τι θα πάθεις; Θα σε φάει μπαμπούλας;», φώναξε άλλη μια θαρραλέα σκέψη. «Μμμ… Αυτό μου το έλεγε η μαμά μου όταν ήμουν πολύ μικρός», σκέφτηκε το αγόρι. «Μην βγεις ποτέ μόνος από το σπίτι γιατί θα σε φάει μπαμπούλας». «Κι έχεις δει εσύ ποτέ κανένα μπαμπούλα», ρώτησε μία πολύ λογική σκέψη. Και τότε το μικρό αγόρι, κατάλαβε ξαφνικά, σαν να άστραψε ένα φλας φωτογραφικής μηχανής στο κεφάλι του, ότι όλες ατές οι σκέψεις που έμοιαζαν να κυνηγούν η μια την άλλη μέσα στο κεφάλια του -και οι θαρραλέες και οι φοβητσιάρες, όλες ήταν αυτός ο ίδιος. Άρα δεν υπήρχε και ένα κακό παιδί μέσα του και ένα καλό, όπως του λέγανε, όλα ήταν αυτός. Και καθώς παρακολουθούσε όλα όσα γίνονταν στο κεφάλι του, αποφάσισε να πάει μόνος του στην αυλή. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε.



Ο διάδρομος, σκοτεινός τον περίμενε στα δεξιά του. Προχώρησε. Ένοιωσε σαν να μπαίνει σε μια σκοτεινή σπηλιά. Η καρδιά του έτρεμε. Έκανε δυο βήματα και σταμάτησε. Κοίταξε πίσω του. Από ‘κει ερχόταν ακόμα το λιγοστό φως από την κεντρική σκάλα της πολυκατοικίας. Γύρισε το κεφάλι του και προχώρησε. Κι έφτασε στο πιο δύσκολο κομμάτι της διαδρομής. Στον μεσαίο διάδρομο, όπου υπήρχε απόλυτο σκοτάδι. Φοβήθηκε πολύ. Αλλά πράγμα παράξενο, ενώ φοβόταν, δεν τον ένοιαζε που φοβόταν κι έτσι δεν έκανε πίσω. Του φάνηκε και λίγο αστείο που δεν φοβόταν να φοβάται. Κοίταξε μπροστά του, πήρε μια βαθιά ανάσα και χώθηκε στο σκοτάδι. Προχωρούσε αργά, αλλά χωρίς δισταγμό. Μέσα στη φοβερή ησυχία του υπόγειου διάδρομου, άκουγε την καρδιά του να χτυπάει. Έτσι που δεν έβλεπε τίποτα γύρω του από το πηχτό σκοτάδι που τον τύλιγε, ένοιωθε σαν να βρισκόταν στο κενό. Τότε ήταν που άκουσε ένα θόρυβο σαν θρόισμα φύλλου, κι ένοιωσε κάτι να τον ακουμπάει φευγαλέα στο δεξί του παπούτσι. Σταμάτησε. Πάγωσε ολόκληρος. Μόλις τον είχε ακουμπήσει ένα ποντίκι. Και φοβόταν τρομερά τα ποντίκια. Του ‘ρθε να φωνάξει, «μαμά», να το βάλει στα πόδια και να γυρίσει πίσω. Αλλά να και πάλι εκείνο το περίεργο που ενώ φοβόταν, την ίδια στιγμή δεν τον ένοιαζε και που φοβόταν. Προχώρησε. Ήθελε λίγο ακόμα για να πάρει τη στροφή και να βρεθεί στον τελευταίο διάδρομο, όπου θα ερχόταν το φως από την μισοξεχαρβαλωμένη πόρτα της αυλής. «Λίγο έμεινε» σκέφτηκε, ενώ ένοιωθε τις αισθήσεις του να δουλεύουν όλες μαζί στο φουλ: Άκουγε και τον παραμικρό ήχο, μύριζε τον μουχλιασμένο αέρα του υπόγειου, κοίταγε το σκοτάδι με ένταση, γευόταν το σάλιο στο στόμα του κι έτριβε τα δάχτυλά του στο παντελόνι του, γιατί η αφή του τον έκανε να νοιώθει ότι υπάρχει. Κοίταξε πάλι πίσω του: Σκοτάδι. Κοίταξε μπροστά του: Σκοτάδι. Σήκωσε το δεξί του χέρι και ψηλάφησε τον τοίχο. Λίγα βήματα ακόμα. Και να, τα δάχτυλά του τού είπαν ότι έφτασε στο τέλος του τοίχου του μεσαίου διάδρομου. Πήρε γρήγορα τη στροφή… και να το φως της αυλής που περνούσε από τις χαραμάδες της παλιάς ξύλινης πόρτας σαν για να τον καλωσορίσει. Ασυγκράτητος πια, έτρεξε προς την πόρτα και την άνοιξε με ορμή. Για δευτερόλεπτα έκλεισε τα μάτια του που δεν άντεχαν το δυνατό φως του ήλιου που πλημύρισε τον σκοτεινό διάδρομο και διέλυσε το σκοτάδι. Βγήκε έξω. Μόλις πάτησε στο χώμα, ένοιωθε τα μάτια του να τρέχουν δάκρυα χαράς. Έτρεξε στο παράθυρο της κουζίνας του σπιτιού του όπου ήταν η μάνα του και μαγείρευε. «Μαμά, μαμά…» φώναξε χαρούμενος, «κοίτα, ήρθα μόνος μου στην αυλή»! Η μάνα κοίταξε το μικρό αγόρι και του είπε κι εκείνη χαρούμενη: «Μπράβο το παιδί μου που μεγάλωσε…» Το μικρό αγόρι, ένοιωσε περήφανο με τα λόγια τής μαμάς του κι έπαιξε όσο ποτέ δεν είχε παίξει στην μικρή αυλή. Κι από εκείνη την ημέρα, πήγαινε πάντα μόνος του πια στην αυλή για να παίξει. Έκανε αυτή τη διαδρομή πολλές φορές από τότε. Αλλά από εκείνη την πρώτη φορά, του έμεινε μια αίσθηση σαν να είχε κάνει ήταν το μακρύτερο ταξίδι της ζωής του. Ένα ταξίδι που το είχε κάνει παρέα με το φόβο, χωρίς να τον φοβάται .

Έτσι, το μικρό αγόρι, χωρίς να το ξέρει, έμαθε μια μεγάλη τέχνη: την τέχνη να μην φοβάται το φόβο. Γιατί όταν δεν φοβάσαι να φοβάσαι, όταν δεν κουκουλώνεις μέσα σου το φόβο καθώς γεννιέται, αλλά τον αφήνεις να έρχεται και να φεύγει παρακολουθώντας τον και καμιά φορά προκαλώντας εσύ, πριν σε προλάβει αυτός, τότε μπορεί να έρθει μια μέρα που δεν θα φοβάσαι ποτέ τίποτα, εκτός βέβαια από πρακτικά πράγματα, που είναι φυσικό. Τότε θα έχεις τελειώσει με όλους τους ψυχολογικούς φόβους από τον πιο απλό, μέχρι το φόβο του θανάτου. Θα έχεις τελειώσει με όλους τους φόβους που γεννάνε μέσα σου από την απλή ανησυχία μέχρι τη βία και το φόνο, δηλαδή το Κακό. Γι’ αυτό και ίσως ο φόβος να είναι το μόνο που θρέφει την ύπαρξη του Κακού στον κόσμο, ίσως ο ίδιος να είναι το μόνο Κακό που υπάρχει και μάχεται το Καλό.

Νικος Πιλάβιος
http://www.paramithas.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου